Σε κρίση ταυτότητας ο Ευρωπαίος πολίτης
04/06/2024Σήμερα, η ταυτότητα του “πολίτη” στις ευρωπαϊκές κοινωνίες έχει να αντιμετωπίσει δύο σκοπέλους. Ο πρώτος διαμορφώθηκε παράλληλα με την ωρίμανση του καπιταλισμού τον 20ο αιώνα και κυρίως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι ιδέες άρχισαν να αποτιμώνται με βάση τη λειτουργική τους αξία στον κόσμο των γεγονότων.
Ο Λόγος μετατράπηκε σε ικανότητα υπολογισμού πιθανοτήτων επιλογής κατάλληλων μέσων και σε ικανότητα συσσώρευσης δεδομένων με σκοπό τη διατύπωση εμπειρικών κανόνων καθολικής ισχύος, αγνοώντας το ρόλο της εκάστοτε παραγωγικής διαδικασίας. Ο πραγματισμός μεταμόρφωσε το Λόγο σε “σχέδιο δράσης”, το οποίο εν τέλει εκλαμβάνει ως αληθές αυτό το οποίο οφείλει να αποδείξει (κοινωνικό γίγνεσθαι). Αυτή η θεώρηση του Λόγου ως εργαλείου επιβεβαίωσης της πραγματικότητας βρίσκεται σε αντίθεση ακόμα και με τις ιδέες αρκετών από τους πρωτοπόρους του αστικού πολιτισμού.
Τα κοινωνικά αποτελέσματα του υποβιβασμού του Λόγου είναι έννοιες με καθολικό ανθρωπιστικό περιεχόμενο (ελευθερία, καταπίεση και δεσποτισμός, δικαιοσύνη, αδικία, ισότητα) να περιθωριοποιούνται ως μη ωφελιμιστικά αποτελεσματικές. Έτσι, για τον “κοινό νου” ένα στατιστικό δεδομένο είναι σημαντικό, όχι όμως και η παραβίαση συνταγματικών αρχών. Και στο επιχείρημα ότι στις δυτικές κοινωνίες υπάρχει η αρχή της πλειοψηφίας μπορεί να αντιπαρατεθεί το αντεπιχείρημα ότι η αρχή της πλειοψηφίας δεν υπάρχει ως αντίσταση στην αδικία, όπως τη συνέλαβαν οι επαναστάσεις στην Αμερική και τη Γαλλία. Υπάρχει ως συμμόρφωση σε αυτήν, εφ’ όσον ο Λόγος, όπως διαχέεται στους θεσμούς, λειτουργεί ως εργαλείο επιβεβαίωσης του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Το πρότυπο του “καταναλωτή” αντί του πολίτη
Όσο πλουραλιστική κι αν αυτοσυστήνεται η σύγχρονη δυτική κοινωνία δεν αναιρείται το γεγονός ότι οι ιδέες καθίστανται αληθείς όχι με βάση την κριτική θεώρηση της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά μόνο αν οι παραγόμενες πράξεις είναι χρήσιμες στην κατεστημένη τάξη πραγμάτων. Η υπαγωγή των πάντων στην υπηρεσία της χρηστικότητας είχε ως αποτέλεσμα η ίδια η Ευρώπη να αποτινάξει από την ταυτότητά της ό,τι μπορεί να δημιουργήσει οικουμενικό πολιτισμό. Προτίμησε το πρότυπο του “καταναλωτή” έναντι του “πολίτη” κι έτσι σήμερα για παράδειγμα υπάρχει άγνοια πυρηνικού κινδύνου, κάτι που δεν συναντάμε το 1962. Σήμερα απουσιάζει από την ταυτότητα του Ευρωπαίου πολίτη η διαχρονικότητα αξιών. Ο Πλάτωνας ή ο Αισχύλος, ο Θωμάς ο Ακινάτης, ή ο Ρουσσώ και ο Καντ δεν εμπνέουν γιατί δεν υποτάσσονται σε χρηστικούς συμβιβασμούς.
Ο δεύτερος σκόπελος ήρθε απέξω ως Νέμεσις. Παλαιότερα πολιτική και εθνική ταυτότητα παρουσιάζονταν ως αξεχώριστες κατηγορίες. Η συλλογική ταυτότητα από τον 18ο αιώνα βιωνόταν από τη μία ως η νομική κατασκευή της κοινότητας των πολιτών, που πρέπει να έχουν ίσες ευκαιρίες για να επιτύχουν τα ιδιωτικά συμφέροντά τους (J. Locke) ή να επιτύχουν την “υπέρβαση”, δηλαδή τη γενική βούληση (J. J. Rousseau). Από την άλλη βιωνόταν ως υπαγωγή σε μια κοινότητα πεπρωμένου, η οποία υπήρξε από πάντα μέσα από μια αμετάβλητη “φυσική” διαδικασία που είναι το έθνος. Διαφωτισμός και Ρομαντισμός, καθολικό και εθνικό/λαϊκό, χαρακτήριζαν το νεότερο ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Τα στοιχεία συγκρότησης της εθνικής ταυτότητας (καταγωγή, κουλτούρα, θρησκεία, γλώσσα, έδαφος) δημιουργούν ασφάλεια, γιατί εξασφαλίζουν την ενότητα. Βέβαια η ενότητα χτίζεται και βάσει της αντιπαλότητας, πραγματικής ή μη. Η ενότητα και η αντιπαλότητα πολλές φορές βιώνονται ως ενιαία λειτουργία, έτσι ώστε η διαφορά ανάμεσα στο “εμείς” και οι “άλλοι” να λειτουργεί ως συνθήκη συγκρότησης της εθνικής ταυτότητας. Σήμερα όμως οι άνθρωποι δεν μπορούν να αισθάνονται το ίδιο ασφαλείς, γιατί οι “άλλοι” βρέθηκαν μέσα στο “εμείς”.
Η ταυτότητα του σύγχρονου Ευρωπαίου πολίτη διέρχεται σοβαρή κρίση εδώ και πολλές δεκαετίες, απλώς το πρόβλημα εντάθηκε τα τελευταία χρόνια όταν οι “άλλοι” βρέθηκαν μέσα στο ευρωπαϊκό σπίτι. Η κρίση δεν αφορά απλώς τη σχέση “εμείς” και οι “άλλοι”, η κρίση κυρίως αφορά την ενσωμάτωση ενός μέρους των πολιτικών δυνάμεων στην υπηρεσία της αγοράς με την παράλληλη έκπτωση και απουσία πολιτικών αξιών. Και εδώ βρίσκει χώρο να αναπτυχθεί ο ρατσισμός και ο εθνικισμός –δεν έχει καμία σχέση με τον πατριωτισμό– που ενισχύονται από την οικονομική ανέχεια και τη συρρίκνωση των μεσαίων στρωμάτων.
Εθνική ταυτότητα
Η ταυτότητά μας θα πρέπει να αναζητηθεί στον διαλεκτικό Λόγο για τον άνθρωπο πρωτίστως ως πολίτη του κόσμου. Ασφαλώς η αλληλεγγύη μεταξύ των πολιτών θα συνεχίσει να έχει τις αναφορές της και στην εθνική/συλλογική ταυτότητα γιατί το έθνος-κράτος παραμένει ως πολιτική οντότητα ακόμα και στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, η οποία επιδιώκει την αποδυνάμωση των μη οικονομικά ισχυρών εθνών-κρατών.
Ο διαλεκτικός Λόγος όμως κρίνεται επικίνδυνος από όσους απεργάζονται την εδραίωση μιας νέας κυρίαρχης τάξης, πολιτικής και οικονομικής μαζί, γι’ αυτό και έχει εξοβελιστεί από τον δημόσιο λόγο. Αν δεν αποτραπεί η διολίσθηση να αναγορεύεται η αγορά σε απόλυτη αρχή και κατηγορική προσταγή, αν δεν σταματήσει η εμπορευματοποίηση βασικών συστατικών της δημοκρατίας, αν δεν ματαιωθεί η απονεύρωση των θεσμών από εξωθεσμικά κέντρα στο όνομα μιας οικονομικής αναγκαιότητας που προβάλλεται μάλιστα ως νομοτέλεια, αν εν τέλει το “πολιτικόν” δεν αποκτήσει τη σχετική αυτονομία του από τις επιχειρηματικές ολιγαρχίες, τότε η ταυτότητα του πολίτη απογυμνωμένη από “πολιτικά” χαρακτηριστικά θα παραδέρνει σε προαιώνιες μυθολογικές αυταπάτες. Ο θάνατος της πολιτικής, που είναι απεγκλωβισμένη από την κυριαρχία του οικονομικού, επωάζει το “αυγό του φιδιού”.
Η σύγχρονη συνθήκη συγκρότησης της πολιτικής στη βάση του διαλεκτικού Λόγου μπορεί να προέλθει μέσα από την κοινωνία. Μέχρι σήμερα έχουμε ζήσει τη νομιμοποίηση των αποφάσεων μέσα από δομημένα κρατικά ή διακρατικά σχήματα, στα οποία δεν μετέχουν άμεσα οι ίδιοι οι πολίτες, αλλά οι εκπρόσωποί τους. Το δικαίωμα των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων και στη διοίκηση του κράτους (από τα νεότερα χρόνια και μετά) εκχωρήθηκε στους εκλεγμένους αντιπροσώπους.
Η ενότητα κράτους-πολίτη
Η αρχαιοελληνική αμεσότητα της δημοκρατίας, δια της οποίας διασφαλιζόταν η ενότητα κράτους και κοινωνίας πολιτών, σήμερα μπορεί ως ένα βαθμό να μετουσιωθεί σε πολιτική πράξη. Η νομιμοποίηση δηλαδή δεν μπορεί να προκύπτει αποκλειστικά και μόνο από τους συνήθεις κανόνες πολιτικής συμμετοχής (εκλεγμένα όργανα), αλλά και από τη δημόσια χρήση του Λόγου που ως το κατ’ εξοχήν δικαίωμα ανανεώνει τους όρους νομιμοποίησης της δημοκρατικής πολιτικής. Εξ άλλου η μειωμένη συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία θέτει ένα θέμα όχι ασφαλώς τυπικής, σίγουρα όμως κοινωνικής νομιμοποίησης.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι πέραν των γνωστών μορφών οργάνωσης, η νομιμοποίηση μπορεί και πρέπει να συνδυασθεί με τα κινήματα που δεν αγνοούν την ταξική δομή της κοινωνίας. Η δημόσια χρήση του Λόγου για τις αναγκαίες πολιτικές ρυθμίσεις θα πρέπει να γίνει το νέο θεμέλιο της νομιμοποίησης. Προϋπόθεση για την συγκρότηση της συνεννόησης στα ενεργήματα της πολιτικής είναι η διαφωνία που εμπεριέχεται στον διαλεκτικό Λόγο και οδηγεί στον αναστοχασμό.
Συνεπώς, η ιδιότητα του πολίτη αφ’ ενός ξεπερνά την αποκλειστική ταύτιση με τον homo nationalis, αφ’ ετέρου και τον περιορισμένο ρόλο του εντολέα. Αυτή την προοπτική δεν πρέπει να την αναμένουμε απλώς από τις κυβερνήσεις, αλλά οι ίδιοι οφείλουμε να ακολουθήσουμε αυτή την αλλαγή συνείδησης. Θα πρέπει να επιδιώξουμε τη δημιουργία ενός διϋποκειμενικού πεδίου, όπου οι άνθρωποι αξιοποιώντας την ικανότητά μας για δημόσια χρήση του Λόγου, να μπορούμε να επιτύχουμε την “διάνοιξη των οριζόντων” (Ε. Kant).