Τεχνολογία και καινοτομία στις Ένοπλες Δυνάμεις
24/01/2023Γράφει ο Χρήστος Τσοπόκης *
Οι πλαστικές έννοιες είναι επικίνδυνες, ειδικά όταν χρησιμοποιούνται από πλαστικά μυαλά. Η έννοια εξ ορισμού μεταφέρει νοήματα, δεν είναι όρος, δεν έχει αυστηρά καθορισμένο περιεχόμενο. τα νοήματα δεν είναι απόλυτα ούτε διακριτά. Όταν όμως το νόημα γίνεται λάστιχο αρχίζουν οι παρεξηγήσεις, οι λανθασμένες εντυπώσεις και οι προσδοκίες.
Μια τέτοια έννοια είναι η καινοτομία, όχι μόνο γιατί στην εποχή της τεχνολογομανίας προσλαμβάνεται με φετιχισμό που κάνει την τρίχα τριχιά, αλλά και επειδή δεν υπάρχουν κοινώς νοούμενα κριτήρια περί του τί εστί καινοτομία. Ετυμολογικά δύο παράμετροι είναι προαπαιτούμενες: ο χρονισμός και οι τομές που γίνονται στις παραγωγικές και λειτουργικές διαδικασίες. Με απλά λόγια, καινοτομία με καθυστέρηση και χωρίς να προκαλεί ριζικούς μετασχηματισμούς, δεν είναι καινοτομία.
Έτσι, δεν μπορεί κανείς να πάει μακριά στο θέμα, αν τουλάχιστον δεν διακρίνει μεταξύ θεμελιακών τεχνολογιών καινοτομίας από τη μια πλευρά, και αλλαγών ή τροποποιήσεων που βελτιστοποιούν τις δυνατότητες ήδη υπαρχουσών τεχνολογιών από την άλλη. Και επειδή οι τεχνολογικές καινοτομίες εκδηλώνονται με διαφορετικό ρυθμό και ένταση σε κάθε πεδίο, οφείλει κανείς να τις εξετάζει συγκεκριμένα.
Από την πρώτη τεχνολογική επανάσταση το 1771 στη Βρετανία μέχρι την παρουσίαση του πρώτου μικροεπεξεργαστή Intel το 1971 στην Καλιφόρνια, μεσολάβησαν 200 χρόνια που σημαδεύτηκαν από πέντε στάδια ριζικών τεχνολογικών εξελίξεων, οι οποίες άλλαξαν την οικονομία παγκοσμίως. Στο κάθε μεσοδιάστημα υπήρχε μια περίοδος (περίπου 50 χρόνια) κατά την οποία προχωρούσε η διαδικασία δομικών προσαρμογών και ενσωμάτωσης των νέων μέσων.
Το γενικό ιστορικό υπόδειγμα
Στην οικονομία, κάθε τεχνολογική επανάσταση δημιουργούσε πρωτογενώς νέου τύπου υποδομές και υπηρεσίες, αλλά στην τεχνολογία όπλων υπήρχε αυτόνομος ρυθμός ανάπτυξης. Για παράδειγμα η δημιουργία καναλιών και πλωτών οδών κατά την πρώτη τεχνολογική επανάσταση λίγο επηρέασε την πολεμική τεχνολογία, και σίγουρα πολύ λιγότερο απ’ ό,τι η δεύτερη τεχνολογική επανάσταση με την ανάπτυξη των σιδηροδρόμων και των μηχανών ατμού.
Το ίδιο μπορεί να παρατηρηθεί και για τεχνολογίες εγγενώς συνυφασμένες με τον στρατό, όπως η ανάπτυξη της ραδιοτεχνολογίας που οδήγησε σε εφευρέσεις (π.χ. τηλέγραφος). Αυτές, αν και άλλαξαν τον τρόπο που λειτουργεί η επιμελητεία και λογιστική υποστήριξη μέσω επιτάχυνσης των επικοινωνιών, πολύ λίγο επηρέασαν αρχικά το περιεχόμενο και τη φύση των οπλικών συστημάτων.
Αντίστοιχα, ο ταχύτερος εντοπισμός ιπταμένων μέσων που έφερε η εφεύρεση του ραντάρ, δεν οδήγησε και στη μετάβαση από ελικοφόρα σε αεροπλάνα με κινητήρες αεριώθησης (jet engines). Αυτή ήταν αποτέλεσμα της τέταρτης τεχνολογικής επανάστασης – δηλαδή της πετρελαϊκής οικονομίας με την ανάπτυξη της τεχνολογίας κινητήρων. Όμως τα ραντάρ (ως τεχνολογία πια και όχι ως συσκευή) μετετράπη εν τέλει σε καταλύτη για την εξέλιξη των οπλικών συστημάτων όταν με την πέμπτη τεχνολογική επανάσταση των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων λειτουργούν ως τροφοδότες δεδομένων για τα νέας γενιάς αυτοκατευθυνόμενα όπλα.
Αυτή η ιδιομορφία δεν πρέπει να εκπλήσσει. Οι εξελίξεις στο οικονομικό πεδίο κρίνονται και καθοδηγούνται από το αόρατο χέρι της αγοράς και του κέρδους, ενώ στον κλάδο της τεχνολογίας όπλων είναι ο πόλεμος που καθορίζει την κατεύθυνση και την ταχύτητα των εξελίξεων. Τα αδιέξοδα και η πίεση του πολέμου επιβάλουν τη γρήγορη αντίδραση στις ευρεσιτεχνίες του αντιπάλου.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν έλλειψαν οι πόλεμοι, αλλά η ύπαρξη πυρηνικών όπλων δεν επιτρέπει την εκδήλωση πολέμων μεγάλης κλίμακας και διάρκειας μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, που εξ ορισμού έχουν τους πόρους και την σχετική τεχνολογική πρωτοπορία. Οι περιφερειακές συγκρούσεις διατηρούν χαρακτήρα πειραματικό. Αλλά βασικό ερώτημα είναι αν στις στρατιωτικές επιχειρήσεις το τεχνολογικό προβάδισμα εγγυάται νίκη.
Ένα μάθημα από την στρατιωτική ιστορία
Η εξέλιξη των πυροβόλων όπλων έχει πολλά να διδάξει σχετικά. Η ανακάλυψη της μαύρης μπαρούτης και η συνεπαγόμενη έλευση των πυροβόλων όπλων περί τον 13ο αιώνα ήταν ριζοσπαστική αλλαγή στην πολεμική τεχνική. Για παραπάνω από πέντε αιώνες τα πυροβόλα όπλα ήταν σχεδιαστικά περιορισμένα σε κατάσταση λειτουργίας μεμονωμένων βολών (και αρκετά αργότερα βολή κατά βολή) και οι κατά καιρούς βελτιώσεις είχαν κυρίως χαρακτήρα σταδιακής εξέλιξης χωρίς να φέρνουν κάτι εξ ίσου σαρωτικό.
Το πρώτο πυροβόλο με δυνατότητα βολών κατά ριπάς ήταν το μυδράλιο και από τεχνικής απόψεως η ανακάλυψη αυτή είναι σημείο καμπής. Το πρώτο μυδραλιοβόλο είχε εφευρεθεί στο Βέλγιο στα μέσα του 19ου αιώνα και εντάχθηκε σε μια πιο εξελιγμένη εκδοχή του (Reffye) στο οπλοστάσιο του γαλλικού στρατού από το 1869. Ως τεχνολογία, όμως, η καινοτομία ήταν παράγωγο της επανάστασης στην τεχνολογία φυσιγγίων, αφού το 1846 ο Benjamin Houllier στο Παρίσι καταχώρησε την πρώτη πατέντα μεταλλικών φυσιγγίων – η δεύτερη τεχνολογική επανάσταση της εποχής του ατμού οδήγησε σε αυτή την εξέλιξη. Τα φυσίγγια αυτά έδωσαν τη δυνατότητα σοβαρών σχεδιαστικών αλλαγών στα πυροβόλα όπλα, με πρώτη περίπτωση τα μυδράλια.
Η ανάπτυξη και ένταξή τους σε επιχειρησιακή δράση στο γαλλικό στρατό έγινε μυστικά, αφού κανένας άλλος στρατός της Ευρώπης δεν διέθετε μυδράλια. Παραδόξως, παρά το τεράστιο τεχνικό πλεονέκτημα της Γαλλίας, στον πόλεμο 1870-71 η Πρωσσία την νίκησε. Η αντίφαση αυτή μού ήταν ανεξήγητη μέχρι να μελετήσω το βιβλίο του Edward Luttwak για τη Στρατηγική. Η μυστικότητα με την οποία εισήχθη το όπλο στο τότε στράτευμα δεν επέτρεπε την εξάσκηση και εξοικείωση με αυτό, και φυσικά καμία συζήτηση με τακτικό περιεχόμενο δεν μπορούσε να αναπτυχθεί σε επιτελικό επίπεδο για την καλύτερη αξιοποίηση του.
Το φονικό μυδράλιο
Πέραν αυτού, το βάρος του μυδραλίου επέβαλε την προσαρμογή του σε τροχοφόρα βάση, πράγμα που το μετέτρεπε χρηστικά σε μονάδα που θύμιζε περισσότερο στοιχείο πυροβολικού παρά πεζικού. Αυτό όμως συνεπαγόταν και την ανάπτυξη του στο πεδίο της μάχης δίπλα στο πυροβολικό, στα μετόπισθεν δηλαδή του πεζικού, γεγονός που καθιστούσε απαγορευτική τη χρήση του αφού θα στόχευε πρώτα τα φίλια τμήματα.
Επιπλέον η εφοδιαστική υποστήριξή του ήταν άγνωστη ρουτίνα, σε μια εποχή που οι σφαίρες που απαιτούνταν για βολές ενός λεπτού (125 σφαίρες) αρκούσαν για εβδομάδες σε κάθε πεζικάριο. Κάθε διμοιρία δεν είχε περισσότερα από ένα-δύο κάρα εφοδιασμού και φυσικά δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι ο Ναπολέων ο Γ’ ήταν αξιωματικός του πυροβολικού. Η ανάθεση του νέου όπλου στο πεζικό θα απαιτούσε την παράδοση στο πεζικό των λιγοστών βαγονιών μεταφοράς πυρομαχικών που διέθετε το πυροβολικό.
Στη μάχη του Grevelotte τα πρωσικά στρατεύματα επέλασαν σε τέτοιο βαθμό που βρέθηκαν τελικά εντός εμβέλειας των μυδραλίων και το αποτέλεσμα ήταν περισσότεροι από 20.000 Πρώσοι νεκροί. Πέραν αυτού, όμως, το μυδράλιο αποδείχθηκε ανίκανο να επηρεάσει την πορεία άλλων μαχών, ειδικά την πολιορκία του Metz όπου και αποσύρθηκε ο εξουθενωμένος γαλλικός στρατός μετά τη “νίκη” του στο Grevelotte.
Το Maxim gun
Το πρώτο όπλο με ενσωμάτωση τεχνολογίας αυτομάτων βολών ήταν το Maxim gun. Η εφεύρεση του μπαρουτιού με μειωμένο φορτίο καπνού και αυξημένη εκτόνωση αερίων οδήγησε στην τεχνολογία αυτόματης φόρτωσης φυσιγγίων – το μυδράλιο έβαλε κατά ριπάς, αλλά δεν λειτουργούσε με αυτόματη φόρτωση φυσιγγίων. Το 1884 ο Hiram Maxim παρουσίασε το Maxim gun και η σταδιακή βελτίωση οδήγησε στην ελαφριά εκδοχή του, στο δανέζικο Madsen (1902) που μπορούσε να το έχουν πεζικάριοι.
Το μικρότερο μέγεθος και η δυνατότητα μαζικής παραγωγής έκανε τη νέα αυτή κατηγορία όπλων καταλυτική. Η ένταξη των αυτόματων όπλων στο πεζικό έγινε αρχικά από τους Βρετανούς αλλά με ανώτατο όριο τα τέσσερα όπλα ανά 800 άνδρες με γραπτή διαταγή του Lord Kitchener το 1915. Ο Kitchener κατανοούσε ότι η μαζική χρήση των αυτόματων όπλων καταργούσε το ρόλο του ιππικού και περιόριζε τον πόλεμο σε μια στατική σύγκρουση χαρακωμάτων και πυροβολικού.
Γάλλοι επιτελείς υποστήριζαν ότι το πλεονέκτημα των αυτόματων όπλων μπορούσε να ακυρωθεί από το “επιθετικό πνεύμα της κατά μέτωπον επίθεσης”. Διαρκές μάθημα της ιστορίας είναι ότι η ευστροφία και η εμπειρία δεν αρκούν για να χαλιναγωγήσουν την αδράνεια, αν δεν συνοδεύονται από προσαρμοστικότητα και πολιτική αρετή. Η αδράνεια δεν πρέπει να συγχέεται με την ακινησία. Η ακινησία υπονοεί απάθεια ενώ η αδράνεια ενεργή δράση αντίστασης. Έτσι την λύση την έδωσε ένας άνθρωπος χωρίς στρατιωτική εμπειρία αλλά με ισχυρό πολιτικό αισθητήριο, γιατί «η πολιτική τέχνη της διακυβέρνησης περιλαμβάνει και την πολεμική τέχνη, την πολιτική άμυνας μιας χώρας».
Ο David Lloyd George ανέβασε τον αριθμό αυτό ανά τάγμα πεζικού σε 64, αλλά η ένταξη του έγινε σε μία φάση που τα θέατρα των επιχειρήσεων είχαν ήδη πλαισιωθεί από γραμμές οχυρώσεων και χαρακωμάτων, πολυβόλα και ναρκοθετήσεις που καθιστούσαν αδύνατη την διείσδυση πεζικού. Η τακτική παράλυση πέρασε και σε άλλα επίπεδα, αφού οι κατά μέτωπο νίκες ήταν αδύνατες και μόνο η εσωτερική πολιτειακή υπονόμευση μπορούσε να οδηγήσει σε άλωση του αντιπάλου (Οκτωβριανή Επανάσταση). Η στατικότητα της νέας μορφής πολέμου υπερκεράστηκε μόνο από την αναδόμηση όλης της παραγωγικής διαδικασίας και την μετατόπιση στην πετρελαιοστρεφή οικονομία, που έδωσε τη δυνατότητα ανάπτυξης και ενεργοποίησης μηχανοκίνητων θωρακισμένων μονάδων.
Με αυτές, οι μονάδες πεζικού ανέκτησαν τη χαμένη δυνατότητα κίνησης εν μέσω μαζικών πυρών. Οι πρωτοπόροι στη νέα μορφή πολέμου ήταν οι Γερμανοί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με χαρακτηριστικότερο τη γραμμή Μαζινό. Κανένα τεχνικό πλεονέκτημα δεν λειτουργεί ως ορίζουσα όταν δεν συνοδεύεται από μια οργανωτική αναδιάταξη σε τακτικό και επιχειρησιακό επίπεδο και έχοντας κατά νου τα θέατρα επιχειρήσεων και τα πολιτικά συμφραζόμενα.
Το μέλλον στα εξοπλιστικά
Τα παραπάνω για να έχουν πρακτικό αντίκρισμα σήμερα πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα της εν εξελίξει έκτης τεχνολογικής επανάστασης. Η πρόοδος στην τεχνητή νοημοσύνη, στους κβαντικούς υπολογιστές και στα νανο-εκρηκτικά θα επιφέρουν κοσμογονικές αλλαγές που θα καταστήσουν αναπόφευκτες πολλαπλές δομικές προσαρμογές. Αυτόνομα συστήματα χαμηλού κόστους και μεγάλης επεξεργαστικής ισχύς υποστηριζόμενα από υπερυψηλών αποδόσεων υποδομές συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων, θα ανατρέψουν τις συμβατικές παραδοχές περί αυτοπροστασίας και ανθεκτικότητας.
Αυτό με τη σειρά του θα ακυρώσει το ρόλο πολλών στρατιωτικών δομών, οι οποίες αντανακλαστικά θα ορθώσουν εμπόδια στην ενσωμάτωσή τους, ενώ πολλές από τις συμβατικές πλατφόρμες θα καταστούν ευάλωτες. Ιστορικά θα πρόκειται για πρωτόγνωρη εμπειρία για το Ναυτικό. Το μοναδικό μέσο που προσεχώς θα κινείται “ασφαλώς” στη θάλασσα θα είναι τα υποβρύχια, όχι οι μονάδες επιφανείας. Προφανώς οι μονάδες επιφανείας δεν χάνουν την αξία τους, απλά ο ρόλος τους θα επανακαθοριστεί βάσει των νέων δεδομένων και το κόστος αυτοπροστασίας θα αυξηθεί σημαντικά.
Οι κλασσικές πολεμικές αρχές, ωστόσο, δεν θα ακυρωθούν. Η στρατιωτική ιστορία το έχει αποδείξει. Για παράδειγμα, αν και με τρόπο παλινδρομικό, τα τεθωρακισμένα τελικά επανέφεραν το πεζικό στο κέντρο. Νίκες χωρίς επιτόπια επικράτηση δεν υφίστανται. Αν τα όπλα υψηλής τεχνολογίας αρκούσαν, ο πόλεμος στην Ουκρανία θα είχε τελειώσει. Αυτές όμως είναι αναλύσεις πού απαιτούν διεξοδική μελέτη και διεισδυτική προσέγγιση και οι άνθρωποι που μπορούν να τις κάνουν με επάρκεια είναι πολλοί λίγοι.
Οι μεγάλες πρωτοβουλίες της ιστορίας δεν ήταν ποτέ μια μαζική διαδικασία, ήταν αποτέλεσμα ενεργειών και συλλήψεων προσώπων που έδρασαν αντικρίζοντας την πραγματικότητα και υπερβαίνοντας εγγενείς ροπές αδράνειας. Ο μετασχηματισμός του κράτους περνάει μέσα από την εξέλιξη των εσωτερικών δομών του και οι Ένοπλες Δυνάμεις υπάγονται σε αυτή την κατηγορία.
* Ο Χρήστος Τσοπόκης είναι πτυχιούχος πληροφορικής με μεταπτυχιακό σε θέματα ασφάλειας ψηφιακών πληροφοριών. Στον κλάδο αυτό εργάζεται τα τελευταία 10 χρόνια.