Θα υπάρχουν δημοκρατίες το ’50;
08/08/2025
Στα δύο προηγούμενα βιβλία του (Aπουσίες, Πρωτείο δημοκρατίας) ο Γ. Σιακαντάρης προσπάθησε να ανιχνεύσει τις εγχώριες παθογένειες και μια εκδοχή γενεαλογίας της σοσιαλδημοκρατίας που θα μπορούσε να έχει και ελληνική εφαρμογή.
Στο βιβλίο του για τις “Δημοκρατίες το ‘50”, ο συγγραφέας επιχειρεί μέσα από τα τρία Μετά (μεταδημοκρατία, μεταπολιτική, μετακόμματα) μια αναζήτηση των αιτίων και τη βαθύτερη ερμηνευτική των δοκιμασιών και μετατροπών έως και μεταλλάξεων, που δοκιμάζουν τις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες και την αυξανομένη ένταση πολιτικού-κοινωνικού-οικονομικού, που καταγράφεται συνεχώς.
Από τότε που ο Λυοτάρ εισήγαγε τον όρο “μεταμοντέρνο”, θέλοντας να περιγράψει μια νέα εποχή στη φιλοσοφία και μια σημαντική αλλαγή στη νεωτερικότητα των μεγάλων αφηγήσεων του προηγουμένου αιώνα, η πολιτική αναζητούσε μια αντίστοιχη ερμηνεία για την αλλαγή στην δημοκρατία, που προέκυψε από την νέα παγκοσμιοποίηση και τα παράγωγά της.
Απαντήσεις έδωσαν μεταξύ άλλων ο Μ. Γουλφ (δημοκρατικός καπιταλισμός), ο Κ. Κράουτς (μεταδημοκρατία), ο Ν. Ρόντρικ (με το γνωστό τρίλλημα), αλλά και οι Λεβίνσκι Τσίμπλατ (πως πεθαίνουν οι Δημοκρατίες), προσδιορίζοντας από διαφορετικούς δρόμους την τωρινή υστέρηση της Δημοκρατίας.
Βαθιά κρίση στα θεμέλια της Δύσης
Οι σημαντικές εξελίξεις στις δυτικές κοινωνίες ωστόσο, μετά την τριπλή κρίση (οικονομία ‘08, πανδημία, Ουκρανία) αφορούν τόσο σε άνιση αναδιανομή του παραγομένου πλούτου όσο και στη μετατόπιση της ισχύος μεταξύ Ανατολής-Δύσης, προσλαμβανομένη ως παρακμή της Δύσης. Έτσι η συσσώρευση πλεονάσματος που έχει πάρει ανυπολόγιστες διαστάσεις, παγκόσμια, με τη ανεξέλεγκτη επέλαση των μεγάλων εταιριών, κατευθύνεται κυρίως σε υπερεθνικό, παρασιτικό, χρηματοπιστωτικό νεοφιλελευθερισμό παρά σε πραγματικά παραγωγικές εγχώριες επενδύσεις.
Παράγεται έτσι στις δυτικές κοινωνίες ένας διπολισμός, ένας βαθύς διχασμός που αναζητά, με άνοδο αυταρχισμων και αντισυμβατικές φανατικές πρακτικές (Τραμπ, AFD, Φάρατζ, Λεπέν, Ορμπάν ) την εθνικολαϊκιστική συμμαχία εγχωρίων, ενδοστρεφών ελίτ και μεγάλων αποκλεισμένων στρωμάτων σαν διέξοδο. Η αλλοπρόσαλλη πολιτική Τραμπ εκφράζει, με ακραίους συχνά όρους, αυτόν τον αναπροσδιορισμό στάσης της υπερδύναμης σε έναν κόσμο εξαιρετικά ανασφαλή, που αλλάζει ραγδαία.
Αυτήν, την εξελισσόμενη μετάλλαξη της δημοκρατίας και τους τρόπους με τους οποίους αυτή επιχειρείται, προσπαθεί ο Σιακαντάρης να φωτίσει, να ερμηνεύσει και, στο μέτρο του δυνατού, να προτείνει την υπέρβαση. Ο συγγραφέας αναπτύσσει τρεις αιτίες -έννοιες ερμηνευτικές, που λειτουργούν παράλληλα, ενισχύοντας με την συνέργειά τους τη σταδιακή εξασθένιση των σύγχρονων δυτικών δημοκρατιών και τη ροπή τους σε αυταρχισμούς.
Στην έννοια της μεταδημοκρατίας εντοπίζεται μια σταδιακή μετακίνηση του χώρου της διαμόρφωσης της πραγματικής πολιτικής-επιλογών, πρακτικών, ευθυνών- και της αντιστοίχισής τους με αξιακές και κεντρικές ιδεολογικές εντάξεις. Ακυρώνεται σταδιακά η βασική λειτουργία διαβούλευσης-λογοδοσίας, που οδηγεί τα σύγχρονα κράτη στην πραγματική υπηρεσία του γενικού συμφέροντος, μέσα από διαπραγματεύσεις, συγκλίσεις, συμβιβασμούς και κοινούς τόπους. Η αποδυνάμωση της διαμόρφωσης πραγματικών προοπτικών στην ανάπτυξη επισυμβαίνει μέσω της μετατόπισης στην εκτελεστική εξουσία, σε κλειστές κεντρικές ελίτ, τόσο της πληροφόρησης κι εμπειρογνωμοσύνης όσο και των δρόμων και τρόπων υλοποίησης.
Στα καθ’ ημάς είναι χαρακτηριστικός ο Πρωθυπουργοκεντρισμός (μαξιμοκεντρισμός) στις ασφυκτικές επιλογές προτεραιοτήτων, που επιμερίζει στα υπουργεία αλλά και στους θεσμούς της γενικής κυβέρνησης μόνο τη διεκπεραίωση, απαξιώνει σε “θέατρο” το κοινοβούλιο και πνίγει κάθε πρωτοβουλία και καινοτομία στην άσκηση πολιτικών από τις περιφέρειες. Μεταρρυθμίσεις, άκρως επείγουσες, παγιδεύονται σε αυτοματισμούς κι εφησυχασμούς, ταυτόχρονα με μια γενικευμένη αίσθηση διαφθοράς υπέρ των ημέτερων.
Ποιές, πχ, είναι οι αναπτυξιακές εγχώριες επιλογές σε βιομηχανία ή πρωτογενή τομέα, με άνοδο ανταγωνιστικότητας, προοδευτική φορολογία και μετασχηματισμό του πολύπαθου παραγωγικού μοντέλου; Πώς είναι δυνατόν η ροή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης να γίνεται μέσω των μηχανισμών των τραπεζών, με τον κρατικό μηχανισμό παρακολούθημα, χωρίς μια μεγάλη διαβούλευση, χωρίς ένα εθνικό σχέδιο συμφωνίας έστω των προτεραιοτήτων; Χωρίς εκτεταμένη εμπλοκή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και χωρίς ενδυνάμωση και επιτελικό σχεδιασμό για τις περιφέρειες;
Μεταπολιτική και μετακόμματα
Η μεταπολιτική περιγράφει τις μειωμένες προσδοκίες από μια υστερούσα πολιτική διαχείριση -διοίκηση που ευνοεί κατάφορα τους ισχυρούς κι αποζητά, μέσω ευκαιριακών ανταποδόσεων, να καθησυχάζει τις όποιες μεγάλες απαιτήσεις, τεχνοκρατικά . Ο κόσμος των ιδεών είναι μια αυταπάτη, συχνά επικίνδυνη, ειδικά όταν τρέφουν ιδεολογίες, η επικοινωνία -προπαγάνδα είναι η “δική μας αλήθεια”, το κράτος είναι μεγάλο, δυσκίνητο, συχνά περιττό. Η προσέγγιση αυτή, ως εμπειρογνωμοσύνη ειδικών, συχνά αντιφατική, προκρίνεται σαν κανόνας αλήθειας, παραβλέποντας τις πολλαπλές δυνατότητες, τις πολυσχιδείς διεργασίες της καινοτομίας αλλά και την ανάγκη στήριξης από ισχυρή κρατική παρέμβαση.
Σε μια εποχή αναμενομένης έκρηξης της ΑΙ, με ανυπολόγιστες ακόμα συνέπειες για την μετεξέλιξη- θετική ή αρνητική- της Εργασίας αλλά και την ανθρώπινη πρόοδο γενικότερα, η “ουδέτερη” τεχνοκρατία αποκτά έντονο πολιτικό πρόσημο. Την ίδια ώρα που η ΕΕ φαίνεται να ξυπνά (εκθέσεις Λέτα, Ντράγκι) και να βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα και να επιταχύνει την καινοτομία, η χώρα στηρίζει και βασίζεται ακόμα στην τουριστική μονοκαλλιέργεια. Η τοπική κοινωνία ασφυκτιά με έλλειψη πόρων ανθρώπων, επίλογων και προτεραιοτήτων, ο κόσμος της Εργασίας δεν προσδοκά τίποτα, χωρίς νέες εργασιακές κλαδικές συμβάσεις, το κοινωνικό κράτος μετεωρίζεται ακυβέρνητο μεταξύ δημοσίου ιδιωτικού.
Είναι η χρεωκοπία ενός είδους ουδέτερης εμπειρογνωμοσύνης που δεν ακουμπά στην κοινωνία, που παρουσιάζει την πρόοδο μονοσήμαντα, που βασίζεται σε ψηφιακούς αυτοματισμούς. Μια εμπειρογνωμοσύνη “εκάστοτε ειδικών” που είναι γεμάτη αντιφάσεις στις εμμονές της, όπως έδειξε έντονα η πρόσφατη κρίση της πανδημίας αλλά και η διαχείριση της της κλιματικής αλλαγής, με την γρήγορη αποανθρακοποίηση, που αύξησε την ενέργεια σε πρωτοφανή επίπεδα τιμών, παραλύοντας τις επιχειρήσεις αλλά και τα νοικοκυριά από την ακρίβεια.
Στην έννοια της μετακομμάτων αποδίδεται η αποστράτευση ή απομάκρυνση από την ενεργή συμμετοχή κι εμπλοκή φίλων, στελεχών και μελών, που παύουν να έχουν δυνατότητα επηρεασμού και διάδρασης τόσο στο τοπικό, ειδικό ή κλαδικό επίπεδο, πολύ δε περισσότερο στο κεντρικό κι εθνικό.
Η περιθωριοποίηση των κομμάτων είναι επιλογή, τα προγράμματά τους είναι “μενού εστιατορίων” και δεν προκύπτουν από εκτεταμένη διαβούλευση, δεν απαιτούν συνέργεια. Έτσι τα κόμματα ,υπολείμματα ενός ζωντανού παρελθόντος, παραδίδονται σε νέες πρακτικές που αποδυναμώνουν, η αλλοτριώνουν σαν την περίπτωση Κασσελάκη, βυθίζονται στο χυλό μιας πολυσυλλεκτικότητας “σούπερ μάρκετ“ και καταλήγουν σε τελετουργίες και περιοδικά “τζάμπορι“, όπου αποδέχονται αναντίρρητα κάθε αρχηγική επιλογή.
Τα μετακόμματα τελικά είναι προσκόμματα στην εφαρμογή ανεξέλεγκτων επιλογών, μάταιοι μηχανισμοί αξιολόγησης, ανεπαίσθητοι φορείς πραγματισμού κάτω στην βάση. Η στέρηση συμμετοχής στη συγκρότηση πολιτικής μέσα από αντιπαράθεση και σύγκλιση απόψεων στερεί και το νόημα συμμετοχής στα κόμματα. Και η αποχή είναι ο καταλυτικός δείκτης αυτής της αποστράτευσης.
Η αναφορά στην διαίρεση “αριστερά-δεξιά”, στα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης και την αναζήτηση ταυτοτήτων, όπως και απέναντι στις τρεις μεγάλες κρίσεις ο συγγραφέας εντοπίζει την άνοδο του εθνικολαϊκισμού στη δύση. Στην εξαιρετική επεξεργασία του, με μεγάλη αναζήτηση σε προνεωτερικά και νεωτερικά σχήματα (Χέγκελ: πορεία από το έθνος στο κράτος, αλλά και Μαξ Βέμπερ) όπως και στους νεότερους (Χομπσμπάουμ, Γκελνερ, Κεντουρι, Άντερσον, Τζαντ, κ.α.) καταλήγει ότι αυτό το φαινόμενο είναι η τωρινή σύντηξη του λαϊκισμού των απογοητευμένων χαμηλών στρωμάτων με τις εθνικές δύσπιστες ή εσωστρεφείς ελίτ υπερεθνικισμού (κάλπικου πατριωτισμού).
Είναι αυτή η ετερόκλητη συμμαχία ριζοσπαστικοποιήσεων εταίρων, που καταφέρνουν να πείσουν και να κυριαρχήσουν απέναντι σε κοσμοπολίτικες απάτριδες ελίτ της παγκοσμιοποίησης, αλλά και σε πολυδιασπασμένες ομάδες διεκδίκησης ταυτοτήτων στα μεσαία αποδυναμωμένα στρώματα. Από το Brexit μέχρι τον Τραμπ, η εξαπάτηση μέσω μιας αβαθούς κι αναποτελεσματικής πολιτικής εκτονώνει, με ακραία ρητορική, τη δυσφορία ενός μεγάλου κι ανήσυχου μέρους του κόσμου, παράγοντας ωστόσο ανεπαρκή και συχνά αντιφατικά αποτελέσματα.
Οι δημοκρατίες σε σταυροδρόμι
Η σύμπραξη σοσιαλδημοκρατίας με χριστιανοδημοκρατια, στη βάση της συναίνεσης της Ουάσιγκτον, θόλωσε την απόσταση “Αριστερά-Δεξιά” και δημιούργησε τεράστια απογοήτευση σε έναν ολόκληρο κόσμο που αισθάνθηκε προδομένος. Εδώ όμως ο συγγραφέας, όπως εξάλλου και ο πολύς Πικετί, δυσκολεύεται προς ώρας να δώσει μια ουσιαστική διέξοδο εμπλουτισμού κι ανανέωσης της δημοκρατίας, παραμένοντας σε προοδευτικά καθηκοντολογία βάσης, εν μέρει πεπερασμένα(όπως η άμεση εκλογή αρχηγού, η σωστή αλλά εμμονική προοδευτική φορολόγηση, οι “κατασκευασμένες” κληρονομικές ανισότητες, η ψευδής αξιοκρατία-με εξαιρετικά εκτεταμένη αναφορά στο Σαντέλ)…
Ίσως μια πιο πολυσθενής προσέγγιση της κουλτούρας και του Woke, η συνεχής διεργασία εσωτερικής εξατομίκευσης κι αναζήτησης της αυτοπραγμάτωσης και στέρεου νοήματος, ο υπόγειος νέος Διαφωτισμός, ειδικά των νεότερων μέσα από το διαδίκτυο, αλλά και η μεγάλη συνάντηση με την ΑΙ στην καθημερινότητα, να είναι νέα τοπία διερεύνησης του πολιτικού.
Προφανώς η παγκοσμιοποίηση έχει και πολλά θετικά, όπως αναφέρει ο Σιακαντάρης, αλλά ποιος θα τα στηρίξει και θα τα ρυθμίσει με στέρεους υπερεθνικούς κανόνες; Ποιος θα θέσει θέματα παγκόσμιας καντιανής διακυβέρνησης, υπερεθνικού εταιρικού φόρου κι ελέγχου του νέου γύρου περιφερειακών πολέμων Ουκρανίας, Γάζας, Συρίας, Ιράν, Αφρικής; Οι τρεις καπιταλισμοί (Μουζέλης) χαμένοι στον άγριο ανταγωνισμό, δε φαίνονται διατεθειμένοι να συγκλίνουν, πολύ δε περισσότερο να συνεργασθούν.
Οι προσπάθειες διακρατικών συνεννοήσεων κατέρρευσαν πρώτα με την αδυναμία Γέλινεκ- Μπάιντεν να επιτύχουν διεθνή φόρο για τις μεγάλες εταιρίες-κολοσσούς όσο και από την αδυναμία και ιδιοτέλεια των υπερεθνικών θεσμών (ΟΗΕ, ΔΝΤ, ΠΟΕ, ΠΟΥ ) και το κραυγαλέο έλλειμμα-αποτυχία παρέμβασης της ΕΕ.
Όλες αυτές οι προσδοκίες ρυθμίσεων και ελέγχου εξανεμίσθηκαν καθώς, μετά τον Τραμπ και με όπλο τους δασμούς μέσα σε μια παγκόσμια σύγχυση, αυτές οι εταιρείες, απόλυτα προστατευμένες, έχουν νέο καλπασμό κερδών, ανεξέλεγκτα κι αμείλικτα, καθώς η γεωπολιτική δίνει την θέση της στη γεωοικονομία. Δυστυχώς ένας νέος ψυχρός πόλεμος Ανατολής Δύσης έχει αρχίσει, με άνοδο εξοπλισμών και αντιπαραθέσεων, με αδυναμία ανταπόκρισης στα τρέχοντα μεγάλα (κλίμα, μετανάστες, πανδημίες) με ακόμα μεγαλύτερη πίεση από φαινόμενα εθνικολαϊκίστικων αυταρχισμών στις δυτικές φοβικές δημοκρατίες, όπως προέβλεψε ο Σιακαντάρης.
Ο συγγραφέας ευτυχώς δε στέλνει, σαν το Ρουσσώ, “γράμματα από το βουνό“ για την πεφωτισμένη Δημοκρατία, όπως στο πρώτο βιβλίο του. Είναι μέσα σε αυτήν την κοινωνία, διαλέγεται συνεχώς με πολιτικούς στοχαστές, τωρινούς και παλαιοτέρους, ίσως συχνά υπερβολικά, αλλά σίγουρα με την πραγματική αγωνία ενός διανοουμένου, που χαρακτηρίζεται από έντονη αίσθηση ευθύνης για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Μπορούμε να ελπίζουμε σε καλύτερες δημοκρατίες το ’50, και ακόμα καλυτέρα, πολύ περισσότερες.