Θα πολεμήσουμε για το Καστελλόριζο; Διχασμένη η Ελλάδα απέναντι στην τουρκική απειλή
11/02/2020Αποτελεί πλέον ιστορικό αξίωμα, ότι η διαίρεση του ενός από δύο αντιπάλους (ή η μεγαλύτερη διαίρεση) και η θέληση του ενός από τους δύο, είναι θεμελιώδη στοιχεία της έκβασης ενός πολέμου. Στο κείμενο αυτό, θα ξεκινήσω με κάποιες παραδοχές για την τουρκική απειλή: Οι αντίπαλοί μας, από την άλλη πλευρά της θάλασσας, είναι επίσης διαιρεμένοι.
Ενώνονται όμως απόλυτα στην κοινή τους επεκτατική ιδεολογία, στον ιδεοληπτικό τους αρχέγονο φόβο, ότι μια στρατιωτική ήττα θα οδηγήσει στην άμεση διάλυση τη χώρα τους, όπως και στην απόφαση τους να γίνουν ξανά η ηγέτιδα χώρα, από το Ιράν ως το Βελιγράδι και από το Σουδάν ως το νότιο Καύκασο. Αντιθέτως πολλοί Έλληνες νομίζουν ότι μια ήττα, ακόμη και με την απώλεια της Λέσβου, του Έβρου ή και του βορείου τμήματος της Ξάνθης και της Κομοτηνής, δεν θα οδηγήσει σε διάλυση τη χώρα τους!
Επίσης, οι αντίπαλοί μας, βρίσκονται ακόμη στην φάση βελτίωσης των βιοτικών συνθηκών της κοινωνίας τους. Δεν έχουν περάσει, ούτε από την περίοδο του αχαλίνωτου καταναλωτισμού, ούτε του πλήρους κλονισμού των σχέσεων ιεραρχίας στις κρατικές τους δομές. Δεν ζουν την διάψευση των προσδοκιών που βιώνει η Ελλάδα επί μία δεκαετία, ούτε και την σημαντική έξοδο από τη χώρα νέων ατόμων (έστω αμφισβητούμενης ως προς το μέγεθος). Σε όλα αυτά τα δεδομένα, να προσθέσουμε και την δημογραφική κατάρρευση.
Με συνέπεια περίπου τα μισά παιδιά, ή και παραπάνω, σε στρατεύσιμη ηλικία να είναι μοναχοπαίδια, άρα θα σταλούν με ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία σε πόλεμο κατά ενός πολλαπλάσιου εχθρού. Να προσθέσω επίσης, τον φόβο του πολέμου, τον οποίο δεν αντισταθμίζουν πλέον, ούτε η θρησκεία, ούτε ο (προπαγανδιστικός εν μέρει) φόβος μιας κατάρρευσης όπως στην Τουρκία. Ο φόβος του πολέμου, ακόμη και εάν έχει μόνο 500 ελληνικές απώλειες (όσο οι μισές ετήσιες απώλειες σε τροχαία), είναι μεγαλύτερος από τον ίδιο τον πόλεμο.
Πανεθνικό αίσθημα παραίτησης
Όμως, τίποτε δεν είναι χειρότερο για τη συνοχή της ομάδας από τον ίδιο τον διχασμό. Ας παρατηρήσουμε λοιπόν, ότι μετά από δέκα χρόνια κρίσης στην Ελλάδα, όχι μόνο δεν έχει ενισχυθεί το αίσθημα της αξιοκρατίας, αλλά –ειδικά τους τελευταίους εννιά μήνες- έχει επιβεβαιωθεί η ισχύς των πιο σκοτεινών κέντρων της διαπλοκής. Η φτώχεια έχει κάνει πολύ πιο εύκολους, γρήγορους και φτηνούς κάθε είδους συμβιβασμούς. Επιπλέον, οι ελάχιστες βελτιώσεις στην κρατική λειτουργία, λίγο αγγίζουν τον μέσο πολίτη.
Σε αυτό ας προστεθεί, ότι οι πολιτικές της κυβέρνησης για την πρώτη κατοικία, η στην πράξη κατάργηση της επιθεώρησης εργασίας, όπως και μιας σειράς μέτρων για το δικαίωμα στην εργασία, υπονομεύουν απευθείας τα δικαιώματα των φτωχότερων πολιτών. Δηλαδή, υπονομεύουν τα δικαιώματα του 85% του πληθυσμού, οι οποίοι αποτελούν πάντα τον κορμό του στρατού και την κύρια πηγή του σώματος των αξιωματικών.
Συγχρόνως, η δημιουργία μαζών επιδοματούχων (άρα μη – εργαζομένων, χωρίς συνείδηση μάχιμης διεκδίκησης του μέλλοντος) και η εμμονή μόνο στην επιδότηση της ανεργίας ως προσόντος για διορισμό σε βάρος των πραγματικών προσόντων, μία πρακτική και της προηγούμενης κυβέρνησης, επιτείνει τη νοοτροπία της παραίτησης. Τέλος, η προσπάθεια λύσης μόνο μερικών από τα παραπάνω, μπορεί να επιδεινώσει και όχι να βελτιώσει την εικόνα (παράδειγμα, δεν μπορεί να υπάρχει κοινωνική συνοχή, αν υπάρχει οικονομικός ανταγωνισμός χωρίς προστασία για τα εργασιακά δικαιώματα).
Εθνική πληγή ο διχασμός
Για το διχασμό της χώρας, την κύρια ευθύνη πάντα, φέρει εκείνος που έχει την εξουσία και μόνον απώλεια κύρους και διάλυση θα φέρει η προσπάθεια μετάθεσης της ευθύνης σε οποιονδήποτε άλλον. Όπως ακριβώς, υπό πολύ ευκολότερες συνθήκες, ο ΣΥΡΙΖΑ φέρει την ευθύνη για την χρήση βαριά προσβλητικών χαρακτηρισμών και άνευ διάκρισης στιγματισμό έναντι εκατομμυρίων διαφωνούντων πολιτών στο ζήτημα του ονόματος της ΠΓΔΜ. Όμως τώρα, υπό εξαιρετικά δυσκολότερες συνθήκες, (χωρίς αναγκαστικά να το βλέπει), πράττει η κυβέρνηση της ΝΔ, δρομολογώντας αυτή τη στιγμή, ως και την δίκη των αντιπάλων της.
Ας αναρωτηθούμε λοιπόν αν μια διχασμένη κοινωνία, η οποία γνωρίζει ότι από όλη την πολιτική της ηγεσία (κυβέρνηση και αντιπολίτευση), ούτε ένας δεν έχει υπηρετήσει μάχιμη στρατιωτική θητεία και ότι, σε περίπτωση κρίσης, όλοι οι ημέτεροι θα στείλουν τα παιδιά τους στο εξωτερικό και θα πληρώσουν αδρά για μια ασφαλή θέση “απαραίτητου” στα μετόπισθεν, διαθέτει το αποθεματικό για αναμέτρηση με έναν αποφασισμένο εχθρό.
Η απάντηση είναι ότι, δεν φαίνεται να το διαθέτει, όχι τουλάχιστον για έναν πόλεμο για «λίγους βράχους στο Αιγαίο» και «κάτι νερά πέρα από τη Ρόδο» ή, ακόμη, για το «μακρινό Καστελλόριζο». Οι Έλληνες, όπως τώρα είναι τα πράγματα, είναι πιθανό ότι δεν θα πεθάνουν, δεν θα ακρωτηριαστούν και δεν θα τυφλωθούν για το Καστελλόριζο και είναι πολύ πιθανό ότι δεν θα το κάνουν –άρα δεν αντέξουν σε μια ολοκληρωτική επίθεση- ούτε για την Ψέριμο, ούτε για τα Ίμια και πιθανώς ούτε για το Αγαθονήσι – και –με λύπη το γράφω- ίσως ούτε και για μέρος της Κύπρου.
Ποια είναι η λύση;
Ποια είναι η κατεπείγουσα λύση λοιπόν; Η λύση είναι στο παράδειγμα του Ισραήλ. Είναι στο παράδειγμα της στάσης των πολιτικών ηγεσιών το 1912 και το 1940 απέναντι στη θητεία, όταν τα παιδιά των υπουργών πήγαν πρώτα στο μέτωπο, η λιποταξία έγινε κακούργημα (υπαγόμενο στον στρατιωτικό κώδικα για την περίοδο του πολέμου) και οι ίδιοι οι πολιτικοί υπεύθυνοι, είχαν υπάρξει γνώστες της διεθνούς πολιτικής, πολεμιστές ή άμεσοι συνεργάτες πολεμιστών.
Είναι η λύση που δίνεται στο Ισραήλ και δόθηκε, στο Βιετνάμ και στο Καραμπάχ μετά το 1950, αλλά και στη Σοβιετική Ένωση, στην Πολωνική Δημοκρατία και στην Τουρκία το 1918- 1921 και στη Γαλλία το 1914. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει, μέχρι η γειτονική χώρα να αλλάξει ηγεσία και μακροπρόθεσμα μέχρι να μπει σε τροχιά δημογραφικής αλλαγής, σε περίπου σαράντα χρόνια από σήμερα.
Αυτό όμως, προϋποθέτει την κινητοποίηση των πολιτών στην Ελλάδα αλλά και στη διασπορά, για την προώθηση είτε νέων πολιτικών σχημάτων, είτε ικανών ηγετών στη παρούσα φάση, μέσα από το πολιτικό σύστημα. Δεν χρειάζεται ούτε η θεοποίηση, αλλά ούτε η εξίσου δημαγωγική δαιμονοποίηση, όσων οδήγησαν τη χώρα στα Ίμια, στην οικονομική κατάρρευση, στη διαφθορά και στη ήττα. Όμως, ίσως αυτά τα βήματα να είναι πλέιν πάρα πολλά.