ΑΦΗΓΗΜΑ

Τί με ρώτησε ένας θηριώδης Κοζάκος στην Κόκκινη Πλατεία

Τί με ρώτησε ένας θηριώδης Κοζάκος στην Κόκκινη Πλατεία, Δημήτρης Μιχαλόπουλος

Το επεισόδιο εξελίσσεται στη Μόσχα λίγο μετά το “Γύρισμα του Αιώνα”. Οι Ρώσοι, ως γνωστόν, γευματίζουν όχι σε ορισμένες ώρες, αλλά “όποτε βρίσκονται με φίλους”. Και φίλος τους είναι οποιοσδήποτε “έχει καλή καρδιά”. Με το που βρίσκουνε λοιπόν “καλούς ανθρώπους”, “ψυχούλες”, γνωστούς ή και άγνωστους, εγκαθιστούν θριαμβευτικώς πάνω στο πλησιέστερο τραπέζι το μπουκάλι της βότκας και ανοίγουν τα κοντινά τους συρτάρια, ντουλάπια κ.τ.λ., όπου εγκαίρως έχουνε τοποθετήσει κάθε λογής “ζακούσκι” (μεζέδες).

Η φάση που διηγούμαι εκτυλίσσεται σε υπόγειο γραφείο του Αρχαιολογικού Μουσείου της Μόσχας. Με τα φτωχά ρωσικά μου συμμετέχω στη συζήτηση, αντικείμενο της οποίας διαδοχικώς είναι “παν το επιστητόν”: Η αγάπη των Σλάβων για την Ελλάδα, η συνοικία Αριέχοβα της ρωσικής πρωτεύουσας, που έχει την ίδια ονομασία με τις ελληνικές Αράχοβες, ο Λένιν που, ενόσω ζούσε στην Κεντρική Ευρώπη, είχε ξεχάσει την πατρίδα του και μετά ήρθε να εφαρμόσει “ξένες θεωρίες” στου “κασίδη την γκλάβα” (κεφάλα), ο Στάλιν που καθάρισε γύρω στα τριάντα εκατομμύρια ανθρώπους, αλλά έμαθε στους Ρώσους να χειρίζονται μηχανήματα και τους έκανε ικανούς να νικήσουν τους “φασίστες Γερμανούς” κοκ.

Η συζήτηση, με τη βοήθεια της βότκας, ζωήρεψε και τελικώς εξελίχθηκε σε εκδοχή κουτσομπολιού ιδιαιτέρως αγαπητού σε αυτόν τον τόσο χαριτωμένο Λαό. Πόσες ντάτσες (εξοχικά σπίτια) έχει ο τάδε και το κρύβει, με ποιαν έχει σχέση –  παρά τον γάμο του! –  κάποιος άλλος, πού βρήκε τα χρήματα και αγόρασε αυτοκίνητο ένας τρίτος κλ., κλπ.

Παρά το αλλοπρόσαλλο των θεμάτων, η συζήτηση παρέμενε γοητευτική και, όποτε εύρισκα ευκαιρία, παρενέβαινα και εγώ. Τότε όλοι σταματούσαν να μιλάνε, για να “ακούσουν τον Έλληνα”. Από την πλευρά μου, απέφευγα να φέρω την κουβέντα σε ζητήματα εκκλησιαστικά/θρησκευτικά, επειδή οι συνδαιτημόνες μου ήτανε, σε αυτά, πολύ περισσότερο καταρτισμένοι από εμένα. Το γύριζα λοιπόν στην Αρχαία Ελλάδα, στους Δεκεμβριστές και τη σχέση τους με την Ελληνική Επανάσταση, στον Κολοκοτρώνη ο οποίος, παρά την αγγλική στολή του, παρέμεινε “αμετανόητα ρωσόφιλος” – και άλλα παρεμφερή. Η κύρια προσπάθειά μου, πάντως, ήτανε να μην αδειάζω το ποτηράκι της βότκας, του οποίου το κενό, μόλις γινόταν ορατό από τους πλαϊνούς μου, αστραπιαίως αναπληρωνόταν.

Τελοσπάντων… Κουβέντα στην κουβέντα, τα πρόσωπα σιγά-σιγά κοκκίνισαν και τα μάτια γυάλισαν. Τότε ήρθε η ώρα για τραγούδι. Και όλοι τους αρχίσανε με φωνές αλά Σαλιάπιν, όπως έλεγε και ο Μ. Καραγάτσης, να τραγουδάνε σκοπούς παλιούς για τη “Ζολόταγια Μοσκβά” (Χρυσή Μόσχα), την “Πράσινη Θάλασσα” (μια μεγάλη λίμνη της Σιβηρίας) κοκ. Παρά τις παροτρύνσεις τους “να τραγουδήσω κι εγώ”, τους άκουγα γοητευμένος αλλά σιωπηλός. Τί να τραγουδήσω; Τί ήξερα; Άλλωστε, όπως είχε δηλώσει και πάλι ο Μ. Καραγάτσης, οι Ιταλοί και οι Ρώσοι τραγουδάνε, όποτε θέλουνε να πουν κάτι, ενώ οι Έλληνες όταν δεν έχουνε να πουν τίποτα.

Ενδομύχως λοιπόν, μαζεύοντας μια-μια τις λέξεις, ετοιμαζόμουν να τους ξεφουρνίσω το ανέκδοτο που τότε κυκλοφορούσε στην Αθήνα. Είχε γίνει εκδρομή κάποιου σχολείου στη Μόσχα, τα πιτσιρίκια, καθώς θαυμάζανε τις μεγαλοπρεπείς επιγραφές των μεγάλων καταστημάτων, ζήτησαν από τον ξεναγό τους να τους εξηγήσει σε ποιον ελληνικό φθόγγο αντιστοιχούσαν τα βασικά γράμματα του κυριλλικού αλφαβήτου. Και τότε ένα από αυτά έκπληκτο αναφώνησε: «Μα τόσους συγγενείς έχει εδώ ο κ. Ζολώτας;» Λογικόν το ερώτημα, διότι “ζολοτόι” στα ρωσικά σημαίνει: χρυσός.

Η είσοδος του Κοζάκου

Αλλά ξαφνικά… όλοι σωπάσανε. Εμφανίστηκε στο υπόγειο του Μουσείου τύπος ψηλός και επιβλητικός, τον οποίο αιδημόνως συνόδευε μια ξανθιά καλλονή. Αμέσως δυο-τρεις σηκώθηκαν να του παραχωρήσουν τη θέση τους. Αυτός αυταρχικώς εγκαταστάθηκε στην κορφή του τραπεζιού και, μόλις βεβαιώθηκε ότι οι πάντες είχανε ξανακάτσει, έστρεψε το βλέμμα σε μένα και άρχισε να με παρατηρεί προσεκτικά. Η εξέταση κράτησε δυο-τρία λεπτά. Μετά, ο εν λόγω νεόφερτος στράφηκε στον διπλανό του και ρώτησε δυνατά: «Τι θέλει αυτός εδώ; Είναι ξένος!»

Επακολούθησε πανδαιμόνιο! Όλοι, εμφαντικώς δαχτυλοδείχνοντας εμένα, άρχισαν να του λένε διάφορα. Προσωπικώς, δεν καταλάβαινα πολλά: απλώς άκουγα να επαναλαμβάνεται η λέξη “Γκρεκ” ( Έλληνας). Κάποια στιγμή, επικράτησε σιγή εκκωφαντική, οπότε ο τύπος σηκώθηκε και μεγαλοφώνως με ρώτησε: «Τι Γκρεκ» (Συ είσαι Έλληνας;) Στιγμιαίως θύμωσα, που μου μίλησε στον ενικό και όχι στον πληθυντικό τον οποίο οι Ρώσοι, όπως και οι Γάλλοι, σχολαστικώς σέβονται. Συγκρατήθηκα όμως και χαμηλόφωνα ρώτησα τον διπλανό μου: «Μα τι είναι αυτός;» Η απάντηση υπήρξε συντριπτική: «Κοζάκος, καθηγητής στη Σχολή των Κοζάκων!» –  Κοζάκος! Άρα πιο Ρώσος από τους Ρώσους!

Σύμφωνα με την επικρατέστερη θεωρία, ο αρχικός πυρήνας των Κοζάκων ήταν λαός τουρανικής προέλευσης, στον οποίο προσκολλήθηκαν Ρώσοι και Ουκρανοί που για λόγους πολλούς και διάφορους είχανε  όπως λέμε κι εμείς – “βγει στο κλαρί”. Άρα, πρέπει να συγγενεύουν με τους Καζάκους, από τους οποίους τους χωρίζει κυρίως το θρήσκευμα: Μουσουλμάνοι οι Καζάκοι, Χριστιανοί Ορθόδοξοι οι Κοζάκοι. Συνακολούθως, μου ήρθε στο μυαλό η ιστορία του Τάρας Μπούλμπα, μα αστραπιαίως την παραμέρισα: Είχε έλθει η ώρα να υπερασπιστώ το Έθνος μου! Διαφορετικά, τί σόι θαυμαστής του Παπαρρηγόπουλου θα ήμουν; Στάθηκα λοιπόν κι εγώ όρθιος, υπερηφάνως κύτταξα τον Κοζάκο στα μάτια και βροντοφώναξα: «Ντα!»

Αυτός ηρέμησε αλλά όχι τελείως. Η καλλονή δίπλα του τον τραβούσε από το μανίκι, να κάτσει κάτω και να με αφήσει ήσυχο, μα αυτός τον χαβά του! Πιο ήρεμος αλλά ακόμη όρθιος, με ατένισε ξανά και ρώτησε: «Τι πραβασλάβνιη;» (Είσαι ορθόδοξος;) Ακαριαίως εγώ επανέλαβα το “ντα!”, ελπίζοντας πως επιτέλους θα ηρεμούσε. Λάθος μου! Ξανατεντώθηκε προς τα πάνω, τράβηξε σχεδόν βίαια το χέρι του από την κοπέλλα που τώρα του έπιανε ικετευτικώς την παλάμη, και με ύφος αυτόχρημα αυτοκρατορικό, διέταξε: «Κάνε τον σταυρό σου!»

Ο σωτήριος σταυρός

Πάλι καλά που βρήκα την ψυχραιμία να τον κάνω κανονικά, όπως όλοι οι συνήθεις Ορθόδοξοι και όχι όπως οι Παλαιόπιστοι της Ρωσίας (με δύο δάκτυλα αντί για τρία). Αν το έκανα αυτό, θα γινόμουν έρμαιο νέας ανάκρισης του τύπου: “Από πού κι ως πού συ κάνεις τον σταυρό σου έτσι; Πώς το ξέρεις; Κατάσκοπος είσαι;” κτλ, κτλ. Ας το ομολογήσω: Έγινε θαύμα! Το σταυροκόπημά μου έφερε αποτέλεσμα! Ο Κοζάκος ηρέμησε, κάθισε κάτω, αγκάλιασε την κοπέλα του κι άρχισε να μού μιλάει ήρεμα, σχεδόν φιλικά. Τώρα η συζήτηση άναψε και πάλι, αλλά σε επίπεδο πλήρως πια κουτσομπολίστικο: “Πού βρίσκεται τώρα ο έτσι;” “Τι κάνει εκείνος ο άλλος;” και διάφορα τέτοια.

Κάποια στιγμή βαρέθηκα και σηκώθηκα να φύγω. Όμως τα θαύματα δεν είχαν τελειώσει. Ο Κοζάκος σηκώθηκε μαζί μου και, πιάνοντας από το χέρι τη φίλη του, μου ζήτησε να “περπατήσουμε λίγο, γιατί ήθελε κάτι να με ρωτήσει”. Θεωρώντας εγώ την – όποια –  φιλική κουβέντα με Κοζάκο ως οιονεί προνόμιο, έσπευσα να δεχτώ. Βγήκαμε λοιπόν έξω, στη γοητευτικώς παγερή νύχτα της Μόσχας και προχωρήσαμε στην Κόκκινη Πλατεία, κάτω από τα τείχη του Κρεμλίνου. Εκεί κοντοσταθήκαμε και πήγα να τού ξεφουρνίσω το ερώτημα που από καιρό με απασχολούσε: “Πραγματικά το “Κόκκινη” (Κράσναγια) είναι παραφθορά του “Όμορφη” (Κρασίβαγια);”

Δεν πρόλαβα να αρθρώσω λέξη. Ο Κοζάκος με κοίταξε σχεδόν άγρια και βροντερά ξαναρώτησε: «Αφού είσαι Έλληνας, για πες μας! Τον Φασισμό τον νικήσαμε, ο Κομμουνισμός κατέρρευσε. Τώρα τι κάνουμε; Έχει αρχίσει ο νέος αιώνας!» Συγκλονιστικό το ερώτημα! Περίπου από τη δεκαετία του 1970 απασχολεί κόσμο πολύ. Θυμάστε τα μηνύματα που η τότε νεολαία έψαχνε στο “Aquarius”; Αλήθεια, τώρα τί; Από χρόνια η γενιά μου έφερνε κατά νουν το αίνιγμα… και λύση δεν βρισκόταν. Τον κοίταγα λοιπόν αμήχανος… και για να βγω από το φιλοσοφικό αδιέξοδο, έκανα την κοινότυπη παρατήρηση: «Σιωπή! Είμαστε κάτω από το Κρεμλίνο!»

Νέο θαύμα: Ο Κοζάκος γέλασε! Μετά με αγκάλιασε, με φίλησε και σκύβοντας στο αυτί μού είπε: «Μη φοβάσαι! Πιο μακριά από τη Σιβηρία δεν μπορούν να μας στείλουν.» Στη συνέχεια απομακρύνθηκε αγκαλιά με την κοπέλα του, η οποία, καθώς έφευγαν, στράφηκε και με κοίταξε σχεδόν με ευγνωμοσύνη…

* * *

Αλήθεια, τώρα τι; Ο μόνος Έλληνας που προσπάθησε να απαντήσει ήτανε ο Δημήτρης Κιτσίκης – κάνοντας λόγο για επικράτηση εκσυγχρονισμένης μορφής παλαιών καθεστώτων. Είχε δίκιο; Δεν είχε; Ρώτησα και ξαναρώτησα φίλους, παλιούς συμμαθητές και άλλους. Οι περισσότεροι εκδήλωναν βαρεμάρα, λίγοι και ενόχληση: “Μα τι σ’ έπιασε κι ασχολείσαι με αυτά;” Τελικά, συναντήθηκα με Δομηνικανό καλόγερο, πρώην καθηγητή στο Σχολείο μου. Ξαναβρεθήκαμε τυχαία και του ζήτησα να μου επαναλάβει το “αξίωμα” που συνιστά το ιδεολογικό θεμέλιο του Τάγματός του. Ανταποκρίθηκε ευχαρίστως: «Το δράμα του ανθρώπου έγκειται στην ελευθερία του».

Αμέσως άδραξα την ευκαιρία: «Ναι, αλλά τώρα είμαστε στον 21ο αιώνα. Τι πρέπει να κάνουμε;» Η απάντησή του υπήρξε βροντερή σαν κεραυνός: «Να γίνει επιτέλους ο άνθρωπος άξιος της ελευθερίας του!»

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι