Τι όπλισε τα μυαλά των δολοφόνων του Kirk
18/09/2025
Με όλους τους θεσμούς, η τυπική και άτυπη εκπαίδευση και η ενημέρωση καλλιέργησαν εδώ και μισό αιώνα την αποσπασματικότητα της σκέψης, τον υποκειμενικό σχετικισμό, τη λατρεία του εφήμερου, την προσήλωση στα ατομικά συμφέροντα και δικαιώματα του καθενός, την κατάρρευση του ιερού και την αποστασιοποίηση των ατόμων από τις ιστορικές συλλογικότητες και τα αξιακά τους συστήματα. Παλαιότερα, πολλοί φιλόσοφοι και κοινωνικοί επιστήμονες (από τον Νίτσε μέχρι τον Μαρξ και από τον Χάιντεγκερ μέχρι τον Αντόρνο) αποκαλούσαν «ημιμαθή» όλη αυτή την μάζα των ανεπαρκώς εκπαιδευμένων και “μορφωτικά ελιτοποιημένων” πληβείων.
Άλλωστε, από τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο και ύστερα, οι αλλαγές της οργάνωσης του καταμερισμού εργασίας οδήγησαν τις δυτικές κοινωνίες να απαιτήσουν έναν εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης που θα παρείχε στους νέους όσο το δυνατόν πιο μαζικά, όχι μόνο τα ουσιαστικά, αλλά και τα τυπικά προσόντα (τις διευκολύνσεις για την απόκτηση του “χαρτιού”)· δηλαδή τις συνθήκες που θα εξασφάλιζαν υποτίθεται την ανοδική κοινωνική τους κινητικότητα.
Όμως σήμερα, οι περισσότεροι από τους προχείρως πτυχιοποιημένους διπλωματούχους που εκφράζουν με ευκολία τις απόψεις τους, είτε στο διαδίκτυο είτε αλλού (απόφοιτοι πανεπιστημίων, κολεγίων, “ανωτάτων” σχολών κλπ.) δεν είναι καν ημιμαθείς. Είναι φιλοσοφικά, πολιτικά και ιστορικά, αστοιχείωτοι. Μεθοδολογικά ανυποψίαστοι. Το ίδιο άλλωστε ισχύει σε μεγάλο βαθμό και για τις ίδιες τις ελίτ του δυτικού κόσμου.
Η έννοια και το υποκειμενικό συναίσθημα, η παράσταση της «προόδου» συνόδεψε ωστόσο στενά τα γνωστικά και ηθικοπολιτικά βιώματα των τυπικά ελιτοποιημένων δυτικών πληβείων. Τόσο που πολλοί από αυτούς ένιωσαν «αριστεροί» και ριζοσπάστες. Έτσι, η έννοια της παρακμής, πολιτικής ή μορφωτικής (του δυτικού λόγου χάρη πολιτισμού ή της δημοκρατίας ως ιστορικού διακυβεύματος συλλογικών αγώνων) – της παρακμής δηλαδή της οποίας άθελά τους ήταν και είναι οι ίδιοι εξατομικευμένες εκφράσεις, αποτελεί εξ ορισμού γι αυτούς τους ανθρώπους μια «αντιδραστική φαντασίωση».
Ούτως ή άλλως, είναι γνωστό ότι εκεί που η παραδοσιακή δεξιά δίνει αξία στην κληρονομιά και ανησυχεί για την απώλεια της, η αριστερά των κοινωνικά, οικονομικά και μορφωτικά «αβράκωτων» καλεί σε μια συλλογική ριζοσπαστική ρήξη με το παρελθόν για την οικοδόμηση μιας «νέας τάξης πραγμάτων», ενδεχομένως ενός Νέου Κόσμου, αν χρειαστεί πάνω στα πτώματα των «συντηρητικών ιθαγενών»…
Τί πιστεύει ο μέσος προοδευτικός…
Έτσι, ένας προοδευτικός άνθρωπος που ίσως πιστεύει μάλιστα ότι είναι και “αριστερός”, θα αρνηθεί πεισματικά ότι κάποια πράγματα ήταν και ίσως πήγαιναν καλύτερα στο παρελθόν. Η πίστη του στην πρόοδο είναι αμετακίνητη, αδιάψευστη, μη συμμορφώσιμη από τα βιώματα και την ιστορική εμπειρία. Ο τύπος αυτού του δικαιωματούχου δυτικού ανθρώπου είναι εκείνος που “έμαθε από μικρός” στο σχολείο να “περιφρονεί τις προκαταλήψεις”, τα “στερεότυπα”, τα ηρωικά ιστορικά αφηγήματα του «χοντρού λαού», από τον οποίο συνήθως κατάγεται (λόγου χάρη στις ΗΠΑ τον συντηρητικό “βλαχοαμερικάνο” με τις φονικές καραμπίνες του.)
Έμαθε επίσης, να υποστηρίζει τα αιτήματα αναγνώρισης όλων των μειονοτήτων. Να συμπονεί όλα τα θύματα των κοινωνικών αποκλεισμών της δυτικής ιστορίας, όχι βέβαια με ταξικούς όρους (τα θύματα της ταξικής εκμετάλλευσης), όσο με φυλετικούς (τους μη λευκούς), με ανθρωπολογικούς, τους τρανς (μη άνδρες, μη γυναίκες), με πολιτικοπολιτισμικούς, τους μετανάστες (μη ντόπιους, ξένους, «πρόσφυγες»), ακόμα και τον φανατικό ισλαμιστή με τον σουγιά του.
Το «καλό» και η «πρόοδος» στον δυτικό κόσμο
Ο αφελής αυτός φαντάζεται λοιπόν ότι βρίσκεται κάπου προς το «τέλος της ιστορίας». Ότι είναι κάτι σαν ιεραπόστολος, στο στρατόπεδο του “καλού”. Στο αστοιχείωτο, ηλίθιο μυαλό του αγωνίζεται για το «καλό» και την «πρόοδο». Στο όνομα του ανύπαρκτου συμπεριληπτικού συλλογικού υποκειμένου της «ανθρωπότητας», νοούμενης προφανώς α – ιστορικά, σαν ένα σύνολο πολλών και διαφορετικών ομιλούντων διπόδων ελευθέρως μετακινουμένων εντός των υπερτοπικών ανοικτών κοινωνιών του πλανήτη- ή των αφηρημένων, μη ιστορικών ιδανικών της ειρήνης και της απεριόριστης ανεκτικότητας στις διαφορές, ο άνθρωπος αυτός φαντάζεται ότι αγωνίζεται πάντα κατά του «κακού». Ως «καλός άνθρωπος» είναι «προοδευτικός», «αριστερός», ενδεχομένως και antifa («fa»: faσίστας).
Φασίστας στο μυαλό του ηλιθίου νεοφασίστα = αυταρχικός «ρήτορας μίσους», μη ανεκτικός στις διαφορετικότητες κλπ. Κάποιος του οποίου τελικά η ζωή #don’t matter#: Σκοτώστε όλους τους Charlie Kirk!», γράφει χαρακτηριστικά ένα σύνθημα στους τοίχους κάποιου αμερικανικού κολλεγίου… Ένα τέτοιο άτομο θα προσαρμόσει την συνθηματολογία της ιστορικής σύγκρουσης μεταξύ των συλλογικών υποκειμένων της νεότερης ιστορίας (λαών και κοινωνικών τάξεων), στο πνεύμα και στις αξίες του διεθνοποιημένου καπιταλισμού (διαφορετικότητα, ανεκτικότητα, συμπερίληψη, οικουμενισμός κλπ) – συνεπώς, στο πνεύμα του αναρχοφιλελεύθερου ατομικού νομικού δικαιωματισμού στον οποίο πιστεύει με θρησκευτική, μετα-προτεσταντικού τύπου προσήλωση.
Έτσι, ο φονιάς του Kirk (ο νεαρός που, όπως χαρακτηριστικά, δήλωσε ο συντηρητικός πατέρας του, άλλαξε και «πολιτικοποιήθηκε» όταν πήγε να σπουδάσει σε κάποιο «Κολλέγιο»), σκότωσε των Kirk σε ένδειξη, λέει, «εχθρότητας προς τη ρητορική μίσους»…. Ούτως ειπείν: «Καμία ελευθερία για τους εχθρούς της ελευθερίας», όπως θα έλεγαν παλαιότερα οι Ορεινοί της Ροβεσπιερικής τρομοκρατίας ή οι λενινιστές της «δικτατορίας του προλεταριάτου». Χωρίς καμία αίσθηση του γελοίου, του άτοπου ή της παραχάραξης της ιστορίας, ο δολοφόνος έγραψε μάλιστα πάνω στις σφαίρες το λαϊκό άσμα των Ιταλών παρτιζάνων («Bella Ciao»).
Ο δολοφόνος της Ιρένε
Από την πλευρά του, για να μείνουμε στις ΗΠΑ, ο φονιάς της Ουκρανής Ιρένε, ένα λούμπεν αμερικανικό στοιχείο που παρά το βεβαρημένο παρελθόν του κυκλοφορούσε ελεύθερο στη βάση προφανώς της θετικής διάκρισης που κάνει ο προοδευτικός νόμος σε βάρος της ισονομίας και υπέρ δήθεν των θυμάτων του ρατσισμού, της αποικιοκρατίας, της πατριαρχίας κλπ. ήταν άραγε κάποιος ντόπιος λευκός εγκληματίας που βρισκόταν, παρά τα εγκλήματά του, εκτός φυλακής με απόφαση λευκών δικαστών και στα καλά καθούμενα έκοψε το λαιμό μιας έγχρωμης μετανάστριας εργάτριας που γυρνούσε από τη δουλειά της στο σπίτι της; Όχι βέβαια! Ακριβώς το αντίθετο.
Γι’ αυτό ίσως και το γεγονός (αν πράγματι συνέβη) έκανε 15 ημέρες να πάρει δημοσιότητα, να βρει τη θέση του στη δημοκρατική ενημέρωση (αν υποθέσουμε ότι το γεγονός συνέβη πραγματικά και δεν είναι προϊόν τεχνητής νοημοσύνης) – ενώ οι αντιρατσιστικές οργανώσεις, οι φεμινίστριες και οι λοιπές συλλογικότητες του «ελεύθερου δυτικού κόσμου», για λόγους «προοδευτικότητας» και πολιτικά ορθής αριστεροφροσύνης, συνέχιζαν και συνεχίζουν να κάνουν τουμπεκί γι’ αυτό το αληθινό ή ψεύτικο περιστατικό ταξικού και φυλετικού μίσους, ανακατεμένου με την μόνιμη εχθρότητα των λούμπεν του κοινωνικού περιθωρίου για τους κανονικά εργαζόμενους ανθρώπους.
Όπως λοιπόν το σημειώνει ο Todd, για να επιστρέψουμε στο ζήτημα της εκπαίδευσης και της διαμόρφωσης νοοτροπιών («Η ήττα της Δύσης», εκδ. Πεδίο, Αθήνα: 2025, σ. 237): Αν όντως «η ανώτατη εκπαίδευση συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό στον καθορισμό της μεσαίας τάξης στις προηγμένες κοινωνίες», παρατηρείται σήμερα ότι τόσο στην Αμερική όσο και στην Αγγλία, «η πυρηνική οικογένεια των λευκών δεν εποπτεύει τόσο αποτελεσματικά τους απογόνους της και ο σημερινός μηδενικός προτεσταντισμός δεν μεταφέρει πλέον εξ ορισμού το εκπαιδευτικό δυναμικό του ενεργού ή ζόμπι προτεσταντισμού». Παράλληλα, στην υπόλοιπη δυτική Ευρώπη «μια αίσθηση κοινωνιολογικού και ιστορικού κενού έχει κυριεύσει τις ελίτ και τις μεσαίες τάξεις» (στο ίδιο σ. 199).
Το «υπαρξιακό κενό»
Τι είναι άραγε αυτό το «υπαρξιακό κενό»; Προφανώς, δεν είναι η μνήμη κάποιου «συλλογικού τραύματος» όπως ισχυρίζονται εκ του προχείρου ορισμένοι επιφανειακά σκεπτόμενοι «βαθυστόχαστοι αναλυτές». Ακριβώς, το αντίθετο μάλιστα: είναι η απουσία και η αποδόμηση μιας τέτοιας συλλογικής μνήμης, μιας τέτοιας ιστορικής, κοινωνικής συνείδησης κάποιου επώδυνου «τραύματος».
Διότι στο μέτρο που «ένα έθνος είναι ένας λαός ευαισθητοποιημένος από μια συλλογική πεποίθηση και μια ελίτ που τον κυβερνά σύμφωνα με αυτήν την πεποίθηση» (Todd, στο ίδιο, σ. 208), όταν η παραπάνω συλλογική πεποίθηση εξαφανίζεται ή εγκαταλείπεται από την ελίτ και τις ολιγαρχίες που την πλαισιώνουν, όταν δηλαδή οι εθνικές συνειδήσεις και οι ιστορικές ταυτότητες καταρρέουν ιδεολογικά, «δεν εξαφανίζεται μαζί τους και ο λαός. Εξαφανίζεται μόνο η ικανότητά του για δράση. Ο λαός παραμένει.», όπως υπενθυμίζει ο Todd. Παραμένει, σε τι όμως κατάσταση; Σε κατάσταση ανοργάνωτης εξατομίκευσης, διάλυσης, αδιαφορίας, γνωστικού χάους και πολιτικής παραίτησης.
Σε έναν τέτοιο λαό είναι εύκολο για το διεθνές καθεστώς κυριαρχίας να στρατολογήσει ριζοσπάστες δολοφόνους των συντηρητικών που αντιστέκονται στην αποδόμηση, αλλά και να διαμορφώσει τις απανταχού «προοδευτικές συνειδήσεις» που θα πανηγυρίσουν για τέτοιες δολοφονίες, στο όνομα μάλιστα της αριστεράς (50.000 μηνύματα πανηγυρισμού μόνο στο διαδίκτυο, όπως δήλωσαν οι αμερικάνικες αρχές.
Πρόκειται συνεπώς, για ένα μαζικό φαινόμενο). Θα είναι τότε εύκολο και για τους φιλελεύθερους συντηρητικούς – για τον ίδιο τον Τραμπ και την κυβέρνησή του, καθώς και τους συνοδοιπόρους της, να αποδώσουν τη δολοφονία στην «αριστερά» και να επιδοθούν με μακαρθικούς όρους σε «κυνήγι μαγισσών» … Το καθεστώς, μοναρχικό, τυρρανικό, ή κατ’ επίφαση δημοκρατικό αναπαράγει πρακτικά και ιδεολογικά την ολιγαρχική κυριαρχία του ως «εκλόγιμη ή αιρετή μοναρχία» (Κοντογιώργης), ακριβώς πάνω σε αυτό το «αδρανές έθνος» (Todd), πάνω δηλαδή σε αυτήν τη διαλυμένη υποδουλωμένη λαϊκή πλειοψηφία των υπηκόων, «ούτε καν δούλων».
Και το κάνει αυτό τόσο με τα γραφειοκρατικά μέσα μιας απρόσωπης διοίκησης του εξατομικευμένου πλήθους, όσο και με φεουδαρχικού τύπου προσωπικές σχέσεις πίστης και εμπιστοσύνης μεταξύ των ελίτ και των τοπικών πολιτικών ηγεμόνων, που με μαφιόζικη μυστικότητα συναντιούνται στα διάφορα Νταβός. Ο τεχνοφεουδαρχικός χαρακτήρας του παγκοσμιοποιημένου καθεστώτος κυριαρχίας επιτρέπει έτσι τη διαχείριση της αέναης ροής δεδομένων και πληροφοριών μέσα από συστήματα τεχνητής νοημοσύνης και διαδικτυακής επιτήρησης, που οι δυτικές κοινωνίες και τα ίδια τα λαϊκά στρώματά τους, νοηματοδότησαν αρχικά ως δείγματα τεχνολογικής προόδου και ελεύθερης επικοινωνίας, για να συνειδητοποιήσουν λίγο λίγο στην συνέχεια, όταν ίσως ήταν αργά, «ότι ήταν επίσης μέσο επιτήρησης που όμοιό του δεν είχε υπάρξει ποτέ πριν» (Todd, στο ίδιο σ. 225).