Τι σχέση έχει η ιδεολογία με τη γεωπολιτική
19/07/2025
Ο πατέρας της σύγχρονης πολιτικής γεωγραφίας είναι ο Γερμανός γεωγράφος Φρίντριχ Ράτσελ (Friedrich Ratzel), ο οποίος, το 1897, στο βιβλίο του “Πολιτική Γεωγραφία”, αποφάνθηκε ότι η «πολιτική γεωγραφία» μελετά το κράτος ως έναν «χωρικό οργανισμό», δηλαδή ως έναν οργανισμό που προσδιορίζεται από τον χώρο.
Όρισε τον “χώρο” και τη “θέση” ως τους δύο κύριους παράγοντες που προσδιορίζουν τις τύχες των κρατών, και υποστήριξε ότι η εξασφάλιση του κατάλληλου “ζωτικού χώρου” για τον λαό αποτελεί αναγκαία απαίτηση κάθε κράτους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, προτάθηκε μια φυσική-βιολογική αιτιοκρατία, εξιδανικεύθηκε το κράτος ως εκφραστής γεωπολιτικών αναγκαιοτήτων, και υποβαθμίστηκε η σημασία των θεσμών και της τεχνολογίας (ως δυνάμεων που μπορούν, σε κάποιον βαθμό τουλάχιστον, να υποκαταστήσουν τη γεωγραφία και να λειτουργήσουν ως μη-γεωγραφικές πηγές ισχύος και λύσης προβλημάτων πολιτικής οικονομίας).
Ο όρος “γεωπολιτική” επινοήθηκε από τον Σουηδό πολιτικό επιστήμονα Ρούντολφ Σελέν (Rudolf Kjellén), ο οποίος ακολούθησε, σε σημαντικό βαθμό, το σκεπτικό του Ράτσελ. Αντλώντας έμπνευση από τον Ράτσελ, το 1917, ο Σελέν, στο βιβλίο του “Το Κράτος ως Μορφή Ζωής”, όρισε τη γεωπολιτική ως την επιστήμη που συλλαμβάνει το «κράτος ως έναν γεωγραφικό οργανισμό ή ως ένα φαινόμενο στον χώρο». Σύμφωνα με τον Σελέν, το κράτος ως οργανισμός εμπλέκεται σε έναν αέναο αγώνα για ζωή και χώρο, και μόνο οι ισχυρότεροι και οι περισσότερο προσαρμοστικοί κρατικοί οργανισμοί θα επιβιώσουν και θα ευημερήσουν. Η “οργανισμική” αντίληψη περί του κράτους απέρρεε από τον ενστερνισμό του δαρβινισμού εκείνης της εποχής, και άσκησε σημαντική επίδραση στη μετέπειτα εξέλιξη της γεωπολιτικής.
Μετά από την ήττα της Γερμανίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ιδέες του Ράτσελ χρησιμοποιήθηκαν από μια ομάδα Γερμανών γεωγράφων ως η βάση ενός συστηματικού σχεδίου που απέβλεπε, όχι μόνο στο να επουλώσει τις πληγές της Γερμανίας, αλλά και στο να την αποκαταστήσει στη θέση της μεγάλης δύναμης. Εκείνοι οι Γερμανοί γεωγράφοι, με πρωταγωνιστή τον Καρλ Χαουσχόφερ (Karl Haushofer), καθηγητή Γεωγραφίας στο Πολυτεχνείο του Μονάχου, υποστήριξαν ότι η γεωπολιτική ασχολείται με τις χωρικές απαιτήσεις και διεκδικήσεις του κράτους (δηλαδή με το πώς “πρέπει” να είναι ή να γίνουν τα πράγματα σύμφωνα με την κρατική βούληση).
Η στρατηγική των Ναζί αναφορικώς με την κυριαρχία της Γερμανίας στην Ευρώπη επηρεάστηκε από τις ιδέες που διαμόρφωσαν οι προαναφερθέντες Γερμανοί γεωπολιτικολόγοι. Ο Χαουσχόφερ αποφάνθηκε ότι, αφού η Γερμανία ήταν μια σχετικώς μικρή και πυκνοκατοικημένη χώρα, η απόκτηση ζωτικού χώρου αποτελούσε ουσιαστική προϋπόθεση για να αναπτύξει τη δύναμή της, και υποστήριξε ότι η κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια θα έπρεπε να γίνουν μια σφαίρα γεωπολιτικής επιρροής και ανάπτυξης της Γερμανίας.
Στη Γαλλία, η πολιτική γεωγραφία αναπτύχθηκε, σε σημαντικό βαθμό, ως μια γαλλική εκδοχή του συγγράμματος “Πολιτική Γεωγραφία” του Ράτσελ, και μεγάλο μέρος των γαλλικών γεωπολιτικών συγγραμμάτων, όπως εκείνα του Καμίλ Βαλό (Camille Vallaux), απηχούν το πνεύμα του Ράτσελ. Όμως, η άνοδος της γερμανικής γεωπολιτικής προκάλεσε κάποιες αντιδράσεις στη Γαλλία. Διαπιστώνοντας ότι η γερμανική γεωπολιτική εξυπηρετεί ιμπεριαλιστικά σχέδια της Γερμανίας, Γάλλοι πολιτικοί γεωγράφοι άρχισαν να αποστασιοποιούνται από τη γερμανική πολιτική γεωγραφία και γεωπολιτική. Ο Γάλλος πολιτικός γεωγράφος Ζακ Ανσέλ (Jacques Ancel), στο βιβλίο του “Γεωπολιτική” (1936), υποστήριξε ότι η γεωπολιτική αποτελεί μια “ψευδογεωγραφία”, και ότι αποσκοπεί στο να παρέχει «δήθεν επιστημονικά επιχειρήματα υπέρ μιας ανανέωσης του Παγγερμανισμού».
Γεωπολιτική στον μεσοπόλεμο
Στην εποχή του μεσοπολέμου, οι Γάλλοι πολιτικοί γεωγράφοι, ανησυχώντας για τους κινδύνους που απέρρεαν από την ανάδυση μιας ισχυρής Γερμανίας, διαμόρφωσαν μια εναλλακτική γεωπολιτική διανόηση προς εκείνη της Γερμανίας. Όμως, στην ιδία χρονική περίοδο, οι Γάλλοι πολιτικοί γεωγράφοι είχαν την επίγνωση ότι η Γαλλία δεν διέθετε ούτε τους ανθρώπινους ούτε τους φυσικούς πόρους για να αντισταθμίσει την άνοδο της γερμανικής ισχύος. Αυτή η επίγνωση προσδιόρισε τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε η γαλλική γεωπολιτική σκέψη στην περίοδο του μεσοπολέμου.
Ο Γάλλος πολιτικός γεωγράφος Αλμπέρ Ντεμανζόν (Albert Demangeon) και άλλοι Γάλλοι συνάδελφοί του διαμόρφωσαν μια πολιτική γεωγραφία βασισμένη στη συνεργασία, παρά στην αντιπαράθεση, επιδιώκοντας έτσι να αντικαταστήσουν τον υποκείμενο Παγγερμανισμό της γερμανικής γεωπολιτικής με έναν φραγκικό (γαλλο-γερμανικό) άξονα, επικαλούμενοι μια κοινή αντίληψη περί ευρωπαϊκού πολιτισμού, αντί για έναν διαχωρισμό βασισμένο σε εθνικιστικές διαιρέσεις.
Ο Γάλλος πολιτικός γεωγράφος Βιντάλ ντε λα Μπλας (Vidal de la Blache) απέρριψε τον δαρβινισμό (βιολογική αιτιοκρατία), που αποτελούσε το υπόβαθρο της αιτιοκρατικής και οργανισμικής πολιτικής σκέψης των Γερμανών πολιτικών γεωγράφων και γεωπολιτικολόγων, και αντιπρότεινε μια γαλλικών προδιαγραφών “ανθρώπινη γεωγραφία” βασισμένη στην πολιτισμική ενότητα και στην ελεύθερη βούληση.
Ενώ η κύρια απασχόληση των Γάλλων και των Γερμανών πολιτικών γεωγράφων και γεωπολιτικολόγων είναι τα προβλήματα της Ευρώπης, οι ΗΠΑ και η Βρετανία ανέπτυξαν τις πρώτες παγκόσμιες γεωπολιτικές αντιλήψεις, δηλαδή γεωπολιτικές αντιλήψεις που αφορούσαν σε ολόκληρο το παγκόσμιο σύστημα. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Αμερικανός γεωπολιτικολόγος και ιστορικός Άλφρεντ Τέιερ Μαχάν (Alfred Thayer Mahan) διατύπωσε την ιδέα ότι υφίσταται μια παγκόσμια διχοτομία μεταξύ της δύναμης της ξηράς και της δύναμης της θάλασσας, και τόνισε τη σημασία της δεύτερης για την ασφάλεια των μεγάλων ναυτικών κρατών του κόσμου. Η μελέτη αυτού του θέματος αναπτύχθηκε γρήγορα στη Βρετανία από τον σερ Χάλφορντ Μακίντερ (Sir Halford Mackinder), ο οποίος ήταν μέλος της Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρείας του Λονδίνου και ιδρυτής της Σχολής Γεωγραφίας στο London School of Economics.
Η αγγλο-αμερικανική γεωπολιτική σκέψη επιδιώκει την παγκόσμια ηγεμονία του γεωπολιτικού πόλου της θάλασσας, με ηγέτιδες δυνάμεις τη Βρετανία και τις ΗΠΑ, καθώς και την αποτροπή και την υπονόμευση της ανάπτυξης της παγκόσμιας ισχύος των δυνάμεων της ξηράς, ιδιαιτέρως της Ρωσίας, που είναι το ισχυρότερο και ιστορικώς σημαντικότερο γεωπολιτικό υποκείμενο του γεωπολιτικού πόλου της ξηράς.