Την ιστορία των Μικρασιατών δεν πρέπει να την πουν οι γενοκτόνοι

Την ιστορία των Μικρασιατών δεν πρέπει να την πουν οι γενοκτόνοι, Βλάσης Αγτζίδης

Η θεσμοθέτηση των Ημερών Μνήμης για τις γενοκτονίες σε κοινωνικό επίπεδο μπορεί να θεωρηθεί ως οριστική μεταβολή του φυσικού τραύματος, όπως διαιωνίστηκε μέσα από τις αφηγήσεις της πρώτης γενιάς, σε πολιτισμικό τραύμα. Δηλαδή, μπορεί να θεωρηθεί ότι ολοκληρώθηκε μια διαδικασία κοινωνικής νοηματοδότησης, που κάνει το “τραύμα” γενικά αποδεκτό.

Εφεξής το πολιτιστικό-κοινωνικό τραύμα ορίζεται ως “κοινή θέση” και επηρεάζει πλέον τα συστήματα αναφοράς της ποντιακής κοινότητας κατ’ αρχάς, αλλάζοντας κατεστημένους ρόλους, διαμορφώνοντας κοινούς κανόνες και διατυπώνοντας δημόσια κοινές αφηγήσεις. Η διαμόρφωση μιας τέτοιας πραγματικότητας ορίζει και τον επόμενο στόχο, που δεν είναι άλλος από την ευρύτερη αποδοχή του πολιτιστικού τραύματος από την υπόλοιπη, περιβάλλουσα, κοινωνία.

Ο τοπικισμός υπήρξε το κύριο χαρακτηριστικό στις ποντιακές οργανώσεις και γι αυτό δεν έγινε κατορθωτό να διαμορφωθεί ένα ενιαίο παμπροσφυγικό αφήγημα. Η θεωρητική προσέγγιση των γεγονότων της περιόδου 1914-1923, απέκοβε πλήρως την ιστορική εμπειρία των Ποντίων από την εμπειρία του υπόλοιπου προσφυγικού ελληνισμού.

Ο Πόντος παρουσιαζόταν σαν κάτι ξεχωριστό και σίγουρα ξεκομμένο από την υπόλοιπη μικρασιατική χερσόνησο. Η εμπειρία της γενοκτονίας προβαλλόταν ως μοναδική εμπειρία των Ποντίων και αποκρυπτόταν επιμελώς ότι γενοκτονία είχαν υποστεί και άλλοι ελληνικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας. Μοναδική πρωτοτυπία ήταν και παραμένει το γεγονός, ότι μια τοπική ομάδα διεκδίκησε την αναγνώριση της γενοκτονίας που υπέστη, εκτός των ορίων του έθνους που ανήκει, ανακατασκευάζοντας με αυθαίρετο τρόπο την ιστορική πραγματικότητα.

Η προσπάθεια αποκοπής των Ποντίων από τον υπόλοιπο προσφυγικό ελληνισμό του ’22 –που αποτελούσαν το φυσικό τους κοινωνικό χώρο– θα ιδεολογικοποιηθεί. Έτσι, θα εδραιωθεί η τοπικιστική αντίληψη και θα υπάρξει μια διαχείριση του τραύματος της Γενοκτονίας, που περισσότερο συνδεόταν με τις προσπάθειες πολιτικής αναπαραγωγής της κυρίαρχης ομάδας, παρά με την ουσιαστική προσέγγιση του ιστορικού φαινομένου.

Χειραγώγηση ομάδας 

Η στάση αυτή εμπεριείχε το στοιχείο της συνειδητής προσπάθειας περιθωριοποίησης και απομονωτισμού της ομάδας. Τέτοια πολιτική στάση, είχε ως βάση την προσπάθεια καταστροφής συναισθημάτων ενσυναίσθησης και συμπόνιας για τους υπόλοιπους που υπέστησαν τις ίδιες ακριβώς βίαιες πολιτικές. Η καλλιέργεια μιας μερικής αντίληψης και η προσπάθεια για αποτροπή διαμόρφωσης μιας συνολικής αντίληψης για το ιστορικό γεγονός, πρέπει να θεωρείται ότι έχει ως συνειδητό στόχο την χειραγώγηση της ομάδας.

Η τοπικιστική καθήλωση, με τον περιορισμό της Γενοκτονίας μόνο στον Πόντο, θα είναι ιδιαιτέρως έντονη γιατί θα συνεχιστεί, ενώ είναι δεδομένη η ιστορική βάση της αναγνώρισης. Ουσιαστικά, η ιδεολογική πολιτική, που ασκήθηκε, παραβίαζε το Ψήφισμα της Διεθνoύς Ένωσης Ακαδημαϊκών για τις Γενοκτονίες (IAGS), παρότι ήταν γνωστό ότι η συνέχιση της προσπάθειας περιχαράκωσης αποκλειστικά στο δικό τους ιστορικό τραύμα, θεωρείται πλέον ως αρνητισμός.

Είναι μάλλον κοινοτυπία η επανάληψη της διαπίστωσης, ότι τα κύρια χαρακτηριστικά του ελλαδικού ποντιακού χώρου κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, ήταν η πολυδιάσπαση και η αδυναμία του να κατανοήσει και να ανταποκριθεί στις μεγάλες προκλήσεις που εμφανίστηκαν από τη δεκαετία του ’90. Αδυναμίες που οδήγησαν στην περιθωριοποίησή του και στη διαμόρφωση ενός γκέτο το οποίο ελάχιστα επικοινωνούσε με τον έξω κόσμο για τα μεγάλα θεωρητικά, κοινωνικά αλλά και ιδεολογικά ζητήματα που έθετε η ίδια η ζωή.

Τα μεγάλα θύματα αυτής της δυσανεξίας ήταν οι Πόντιοι πρόσφυγες από την πρώην Σοβιετική Ένωση που –πλην λίγων εξαιρέσεων– δεν βρήκαν την υποστήριξη που θα έπρεπε, καθώς και το ζήτημα της Γενοκτονίας, το οποίο δεν προωθήθηκε ουσιαστικά και με συνέπεια, ούτε στο χώρο της νεοελληνικής ιστοριογραφίας αλλά ούτε και της ίδιας της κοινωνίας.

Από την άρνηση στην ουδετεροποίηση

Ένα από τα μεγάλα ζητήματα που αντιμετωπίζουν όσοι υποστηρίζουν τις νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις που διατυπώνονται από τον προσφυγικό χώρο για τα γεγονότα στην Ανατολή την περίοδο 1908-1923, είναι η γενικευμένη καχυποψία και η άρνηση αποδοχής των ερμηνειών αυτών από τον κόσμο της ιστοριογραφίας. Δεν είναι τυχαίο. Το φαινόμενο αυτό έχει αναλυθεί και εξηγηθεί. Η απόπειρα να αλλάξει η κυρίαρχη ιδεολογία δεν είναι μια εύκολη υπόθεση.

Κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, το προσφυγικό κίνημα με τις προσεγγίσεις του διεμβόλισε κυριολεκτικά όλες τις τάσεις (δεξιές και αριστερές) και αμφισβήτησε παραδεδεγμένες αρχές που για δεκαετίες απάρτιζαν την επίσημη εθνική ιδεολογία, που έθετε εκτός του ενδιαφέροντος την ιστορία του ελληνισμού της Ανατολής. Η προσφυγική ιστοριογραφία που αναπτύχθηκε, αποδόμησε τις κυρίαρχες ιστοριογραφικές εκδοχές.

Βεβαίως, κάποιοι λίγοι ιστορικοί του προσφυγικού χώρου κατέφυγαν στον ανορθολογισμό, το βερμπαλισμό, ακόμα και στη διαστρέβλωση  –εν πλήρει συνειδήσει ή όχι– της αληθινής ιστορίας. Λειτούργησαν έτσι “βολικά” και εξυπηρετικά προς αντιδραστικούς κύκλους, υπονομεύοντας τόσο τη σοβαρότητα των συγκεκριμένων αναλύσεων όσο και το ριζοσπαστικό ρόλο που έχει από την ίδια της τη φύση η κριτική αποτίμηση του παρελθόντος. Αυτή τη στιγμή είναι ορατό και συγκεκριμένο ένα ιδεολογικό ρεύμα που αρνείται να χαρακτηρίσει τα γεγονότα της εθνοκάθαρσης ως Γενοκτονία.

Η “αυτοθυματοποίηση” ως κίνητρο 

Οι πλέον επιθετικοί αρνητές των προσφυγικών απόψεων παραγνωρίζουν εντελώς το υπαρκτό τραύμα που έχει μεταφερθεί μέσα στις προσφυγικές γενιές, και επιπλέον δεν έχουν καμιά εποπτεία – ούτε και τους ενδιαφέρει βέβαια να μάθουν για την ζώσα προσφυγική εμπειρία των Ποντίων της ΕΣΣΔ. Γι’ αυτούς, τα πάντα είναι υποκειμενικές “κατασκευές” και ειδικά για την περίπτωση των Ποντίων έχουν καταθέσει ένα σχήμα όπου η επίκληση της Γενοκτονίας γίνεται για ωφελιμιστικούς λόγους, ότι η “αυτοθυματοποίηση” λειτουργεί ως κίνητρο, αυτοσκοπός και μέσον επίτευξης ταπεινών υλικών στόχων.

Το παράδοξο είναι ότι το συγκεκριμένο σχήμα εκφράζεται δημοσίως και από κάποιους που προέρχονται από τον οργανωμένο ποντιακό χώρο. Ο κοινωνικός χώρος που προήλθε από τους πρόσφυγες του 1922 (και διαθέτει σημαντικές οργανωτικές δομές) βρίσκεται παντελώς εκτός των κέντρων που αναπαράγεται η συλλογική μνήμη, πλην κάποιων εκδηλώσεων που διοργανώνουν ευαίσθητοι πολίτες, καθώς αυτοβούλως καθηγητές και δάσκαλοι. Και κυρίως βρίσκεται εντελώς εκτός της ιστοριογραφικής κοινότητας. Οι μόνοι που υποστηρίζουν τη συγκεκριμένη εκδοχή της ιστορίας είναι κάποιοι λίγοι προσφυγικής καταγωγής ιστορικοί.

Η συντριπτική κοινότητα των επιστημόνων ιστορικών αγνοεί εντελώς αυτά τα ιστορικά γεγονότα ή κρατά μια επιφυλακτική στάση, ενώ αναπτύσσεται και η τάση της δημόσιας αμφισβήτησης. Ακόμα και από τα μεγάλα συνέδρια, που οργανώθηκαν για την αποτίμηση της Μεταπολίτευσης (περ. “Historein”, Δεκέμβρης του ’12 και Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης, Δεκέμβριος ’14), απουσίαζε παντελώς οποιαδήποτε αναφορά στο προσφυγικό κίνημα των δεκαετιών ’80 και ΄90 που έκανε την πλέον έντονη παρέμβαση στην κίνηση των ιδεών, στην μεταπολιτευτική Ελλάδα.

Η επαναδιατύπωση των κριτηρίων που επιχειρεί η προσφυγική ιστοριογραφία για την προσέγγιση της νεότερης ιστορίας είναι έρευνα επί της ιστορικότητας των εννοιών, γίνεται αυτοψία στα δομικά υλικά που συγκρότησαν το εγχείρημα των εθνών-κρατών στις δύο πλευρές του Αιγαίου και οδήγησαν στις γενοκτονίες των χριστιανικών πληθυσμών της νεοτουρκικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η συγκεκριμένη λειτουργία της αποδόμησης του παραδοσιακού σχήματος, που προέκυψε με την εμφάνιση της προσφυγικής ιστοριογραφίας, ολοκληρώνεται με τη συνάντηση, με το έργο των Τούρκων αντικεμαλικών ιστορικών και ερευνητών.

Ιστορία και κοινωνία

Ορίζοντας έτσι με μια νέα ματιά τις διαχωριστικές γραμμές, τις σχολές και τα ρεύματα, η αμφισβήτηση των παραδεδεγμένων θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως ευκαιρία και πρόκληση για αναστοχασμό πάνω στα βασικά ζητήματα του νεότερου ελληνισμού. Και ως συμπλήρωμα όλωn αυτών θα έπρεπε να διευκρινίσουμε τον σημαντικό ρόλο που έχει η ίδια η κοινωνία των προσφύγων του΄22 στο μεγάλο εγχείρημα της αλλαγής των αφηγημάτων.

Πρόκειται για ρόλο πολυεπίπεδο, που αφορά τόσο την υποστήριξη όσων δίνουν την ιδεολογική μάχη στο δημόσιο χώρο κατά της αρνητιστικής τάσης, όσο και με τη διαφύλαξη της καθαρότητας των απόψεων, την αποτροπή της χρήσης και της εκμετάλλευσής τους για προσωπικούς, πολιτικούς ή άλλους άδηλους λόγους και την καταδίκη του εθνολαϊκιστικού λόγου, που διαστρέφει και παραποιεί τα ίδια τα γεγονότα διαμορφώνοντας μανιχαϊστικά σχήματα.

Ο ρόλος των ιστορικών, των ερευνητών, των συλλόγων και των ομοσπονδιών του προσφυγικού ελληνισμού είναι πολύ σημαντικός και η ευθύνη τους πολύ μεγάλη. Αυτή τη σημασία την εξέφρασε με τον καλύτερο τρόπο ένας Εβραίος ιστορικός, ο Ιγκνατσί Σχίπερ, που πέθανε στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μάιντανεκ, Πολωνία: «Όλα εξαρτώνται από αυτούς που θα μεταφέρουν τη μαρτυρία τους στις μέλλουσες γενιές, από αυτούς που θα γράψουν την ιστορία τούτης της εποχής. Η ιστορία γράφεται, κατά κανόνα, από τους νικητές.

»Όλα όσα γνωρίζουμε για τους λαούς που εξοντώθηκαν είναι όσα ήθελαν να πουν οι διώκτες τους. Εάν οι διώκτες μάς νικήσουν, εάν αυτοί γράψουν την ιστορία τούτου του πολέμου, τότε ο αφανισμός μας θα παρουσιαστεί ως μία από τις ωραιότερες σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας, και οι μέλλουσες γενιές θα αποτίσουν φόρο τιμής στο θάρρος αυτών των σταυροφόρων. Ο λόγος τους θα είναι Ευαγγέλιο. Μπορούν έτσι να αποφασίσουν να μας σβήσουν από τη μνήμη του κόσμου σαν να μην υπήρξαμε ποτέ….»

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι