Το δίλημμα ασφαλείας στην ελληνοτουρκική διένεξη – Αναλογίες με τον Ψυχρό Πόλεμο
06/09/2020Μια θεμελιώδης έννοια της ρεαλιστικής θεώρησης των διεθνών σχέσεων είναι αυτή του διλήμματος ασφαλείας. Αναφέρεται σε κατάσταση κατά την οποία, με δεδομένο ότι το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε καθεστώς αναρχίας (στο διεθνές πεδίο δεν υπάρχει νόμιμο μονοπώλιο βίας, δηλαδή δεν υπάρχει κάποια παγκόσμια κυβέρνηση ή υπέρτατη Αρχή ανώτερη των Κρατών που να ρυθμίζει τις μεταξύ τους σχέσεις), ένα κράτος έχει ως απόλυτο σκοπό την επιβίωση και πρωταρχικός του στόχος είναι η αύξηση της ασφάλειάς του και επομένως προβαίνει σε ενέργειες που αποσκοπούν στην αύξηση της και οι οποίες προκαλούν τις αντιδράσεις άλλων κρατών.
Οι ενέργειες αυτές σχετίζονται με αύξηση της στρατιωτικής ισχύος του κράτους (π.χ. προμήθεια οπλικών συστημάτων, ανάπτυξη στρατιωτικών τεχνολογιών) και γίνονται αντιληπτές ως απειλή από άλλα κράτη, καθώς αυτά δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν αν το εξοπλιζόμενο κράτος σκοπεύει να αξιοποιήσει τις νέες αυξημένες του στρατιωτικές δυνατότητες για επίθεση στο μέλλον.
Με λίγα λόγια, η ασφάλεια του ενός είναι η ανασφάλεια του άλλου. Για τον λόγο αυτό, τα υπόλοιπα κράτη είτε θα επιλέξουν να αυξήσουν τις δικές τους στρατιωτικές δυνατότητες προκειμένου να αποκαταστήσουν την ισορροπία δυνάμεων (επιλογή που μπορεί να οδηγήσει σε κούρσα εξοπλισμών και ενδεχομένως σε σύρραξη), ή θα ξεκινήσουν μια προληπτική επίθεση για να αποτρέψουν το εξοπλιζόμενο κράτος να διαταράξει την αρχική ισορροπία.
Ο επίκαιρος Θουκυδίδης
Η παραπάνω κατάσταση έχει περιγραφεί για πρώτη φορά στο έργο του Θουκυδίδη, κατά τον οποίο μετά τη λήξη των Περσικών Πολέμων η κατανομή της ισχύος ξεκινά να μεταβάλλεται υπέρ της Αθήνας. Η ισχυροποίησή της οφείλεται στην αύξηση και ανάπτυξη της ναυτικής ισχύος, γεγονός που επέτρεψε στην πόλη να αναδειχθεί ως δυναμική οικονομία και κυρίαρχη εμπορική δύναμη στον ελλαδικό χώρο. Ο Θουκυδίδης αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Στο διάστημα αυτό οι Αθηναίοι εδραίωσαν την ηγεμονία τους κι έγιναν μεγάλη δύναμη. Οι Λακεδαιμόνιοι το έβλεπαν, αλλά μόνο σπασμωδικές προσπάθειες έκαναν για να τους σταματήσουν και τον περισσότερο καιρό αδρανούσαν, γιατί και προηγουμένως δύσκολα αποφάσιζαν να πολεμήσουν, εκτός εάν ήταν απόλυτη ανάγκη. Εκτός απ᾽ αυτό, και οι πόλεμοι με τους γείτονές τους τούς ήσαν εμπόδιο. Η κατάσταση αυτή εξακολουθούσε έως τη στιγμή που αναπτύχθηκε πάρα πολύ η δύναμη της Αθήνας και άρχισε να βλάπτει τους συμμάχους της Σπάρτης. Τότε θεώρησαν ότι δεν μπορούσαν πια ν᾽ ανεχθούν την κατάσταση και ότι έπρεπε να δράσουν αποφασιστικά και να καταστρέψουν, αν μπορούσαν, τη δύναμη των Αθηναίων προκαλώντας τον πόλεμο αυτόν» (Θουκυδίδου Ἱστορίαι, Α, 118).
Παρόλα αυτά, η λογική του “διλήμματος ασφαλείας” περιγράφεται εκτενώς για πρώτη φορά από τον Henry Butterfield, ενώ ο όρος κατοχυρώνεται το 1950 από τον John Herz. Βρήκε εφαρμογή και απήχηση κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, περιγράφοντας τον κλιμακούμενο ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Βέβαια, πολλοί μελετητές ορθώς διατείνονται ότι ο όρος “δίλημμα ασφαλείας” δεν είναι δυνατόν να συνδεθεί με μία μόνο ιστορική περίοδο ή συγκεκριμένες υπερδυνάμεις, καθώς αντικατοπτρίζει τη βαθύτερη φύση της διεθνούς ζωής, σύμφωνα με την οποία όλοι οι κρατικοί δρώντες αναζητούν την ειρήνη και τη σταθερότητα, καταλήγουν όμως σε ένοπλες συγκρούσεις.
Ισορροπία τρόμου στην ελληνοτουρκική διένεξη
Μια εξαιρετική μελέτη περίπτωσης του διλήμματος ασφαλείας είναι το ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων μετά το 1974. Η συνολική εικόνα της πορείας μεταξύ των δύο χωρών στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, θα μπορούσε (με την αναγκαία δόση υπερβολής βέβαια) να περιγραφεί ως μικρογραφία του Ψυχρού Πολέμου. Πράγματι, έχουμε πολλές αναλογίες με τον Ψυχρό Πόλεμο.
Οι δύο χώρες επιδίδονται σε κούρσα εξοπλισμών (με την υπεροπλία να συνιστά τον κατ’ εξοχήν αποτρεπτικό παράγοντα ελλείψει πυρηνικού οπλοστασίου), απειλές πολέμου και αμφισβητήσεις (από τουρκικής πλευράς) αλλά καμία γενικευμένη σύρραξη. Το κοντινότερο παράδειγμα είναι τα γεγονότα του 1976 και του 1987, με τα τουρκικά ερευνητικά σκάφη Χόρα και Σισμίκ και την Κρίση των Ιμίων το 1996 (η οποία ως γνωστόν κατέληξε στη δημιουργία γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο).
Θα λέγαμε ότι επρόκειτο για καταστάσεις που προσομοιάζουν (έστω και σε μικρό βαθμό) από άποψη έντασης στην Κρίση της Κούβας. Εν ολίγοις, έχουμε στο διηνεκές μια κατάσταση που θα μπορούσε να περιγραφεί ως “ισορροπία του τρόμου” (ακόμα και χωρίς την ύπαρξη του στοιχείου της αμοιβαία εγγυημένης καταστροφής) στο Αιγαίο και γενικότερα στην Ανατολική Μεσόγειο, αν λάβουμε υπόψιν και την Κύπρο.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά το δίλημμα ασφαλείας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, μπορούμε να πούμε ότι εκδηλώνεται και επικεντρώνεται σύμφωνα με την οπτική του Robert Jervis, στην κούρσα εξοπλισμών και τη δημιουργία, ή ενίσχυση συμμαχιών, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα Ελλάδας-Κύπρου.
Η Τουρκία εκμεταλλεύεται το κενό ισχύος
Σήμερα, με το Αιγαίο να έχει αναβαθμιστεί σε εξέχουσας σημασίας κόμβο για τους ενεργειακούς δρόμους και με την Τουρκία να κινδυνεύει να βρεθεί εκτός παιχνιδιού στην προσπάθειά της να ανελιχθεί σε περιφερειακή δύναμη και ηγέτη του πολιτικού Ισλάμ, είναι λογικό και αναμενόμενο για την ηγεσία του Ερντογάν να στραφεί σε μια πλήρως ρεαλιστική (με τη στενή έννοια του όρου των διεθνών σχέσεων) και αναθεωρητική πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο, εκμεταλλευόμενη και το στοιχείο του κενού ισχύος (power vacuum) στην περιοχή.
Κενό ισχύος το οποίο πηγάζει από την αποσταθεροποίηση της Τουρκίας από το 2011 και εξής και στο οποίο μπορούμε να πούμε ότι οφείλεται και αυτό το κύμα αναθεωρητισμού της. Με την Ελλάδα πιεσμένη από μια δεκαετή οικονομική κρίση, είναι προφανές να θεωρείται ως δεδομένο από την τουρκική πλευρά ότι τα ελληνικά εξοπλιστικά προγράμματα και γενικότερα ο τομέας της άμυνας έχουν παραμεληθεί, επομένως, η όποια επιθετική κίνηση μοιάζει ότι θα επηρεάσει την ισορροπία δυνάμεων υπέρ της.
Η εσφαλμένη αντίληψη περί δυσμενούς θέσης του αντιπάλου, σε συνδυασμό με τον ακραίο νεοοθωμανισμό του καθεστώτος Ερντογάν (στο πλαίσια ενός εσωτερικού ακήρυχτου πολέμου ενάντια σε οτιδήποτε το κεμαλικό) είναι που τροφοδοτούν ιδέες όπως αυτή του δόγματος της “Γαλάζιας Πατρίδας” και δυναμιτίζουν τις όποιες προσπάθειες συνεννόησης μεταξύ των δύο χωρών.
Το δίλημμα ασφαλείας στα ελληνοτουρκικά
Οι ενέργειες από την Ελλάδα για την προμήθεια φρεγατών Belharra και μαχητικών Rafale και γενικότερα η ελληνογαλλική αμυντική συνεργασία, προκαλούν την αντίδραση της Τουρκίας για τον προφανή λόγο: η αύξηση της ασφάλειας της Ελλάδας (η οποία είναι απολύτως αναγκαία για την επιβίωσή της στο πλαίσιο του άναρχου διεθνούς συστήματος γενικότερα και απέναντι στην αναθεωρητική γείτονα ειδικότερα) εκλαμβάνεται από την Τουρκία ως εμπόδιο στις επεκτατικές της βλέψεις, κάτι που ενίοτε μεταφράζεται και ως δυνητική απειλή.
Η πρόσφατη σταδιακή κλιμάκωση στο Αιγαίο είναι μια ακόμη επιβεβαίωση της ύπαρξης του διαχρονικού διλήμματος ασφαλείας μεταξύ των χωρών. Η εμπρηστική ρητορική της κυβέρνησης Ερντογάν και η πρότερη εμπειρία της Ελλάδας σε ότι έχει να κάνει με τουρκικές προκλήσεις και αμφισβητήσεις, υπαγορεύουν μια άμεση στροφή σε κλασική ρεαλιστική πολιτική, αν θέλει να εξασφαλίσει την εδαφική της ακεραιότητα και ασφάλεια, (καθώς αυτό θα είναι το στοιχείο που θα εξασφαλίσει ακολούθως την επιβίωσή της).
Δεδομένης δε, της ανεπάρκειας στήριξης από την Ευρώπη (είτε αυτό οφείλεται σε πολιτική αβελτηρία των εταίρων, είτε σε υπαρκτές στρεβλώσεις της κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής) είναι αναγκαίο σε κάθε περίπτωση η στροφή αυτή να βασιστεί σε ίδιες δυνάμεις, για να καταστεί εφικτό το ελάχιστο επίπεδο ασφάλειας της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας. Επίπεδο ασφαλείας, που θα εγγυάται παράλληλα και τη σταθερότητα τόσο στην Ανατολική Μεσόγειο, όσο και στα Βαλκάνια.