Το έπος του ’40: Η σημασία, οι διδαχές και τα ερωτήματα
28/10/2024Η συμπλήρωση των ογδόντα τεσσάρων ετών από το μεγαλειώδες Έπος του ’40 βρίσκει την Ελλάδα μπροστά σε μεγάλα προβλήματα και κινδύνους ενόψει της τεράστιας γεωπολιτικής ρευστότητας σε όλο τον πλανήτη από την ανάφλεξη της Μέσης Ανατολής, του συνεχιζόμενου ρωσο-ουκρανικού πολέμου και της μετακίνησης των τεκτονικών γεωπολιτικών πλακών.
Τα σοβαρά προβλήματα της οικονομίας με τη γιγάντωση του παρασιτισμού και την αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, που υπονομεύουν την κοινωνική ισορροπία, συνέχονται με τα μείζονα εθνικά θέματα, που οξύνονται λόγω του αναθεωρητισμού της νεο-οθωμανικής Τουρκίας. Η δομική τουρκική απειλή (παρά τη σκόπιμη βραχυπρόθεσμη νηνεμία) σε συνδυασμό με τα διογκούμενα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα εξαιτίας του στρεβλού συστήματος παρακμής και της νοσηρής κομματοκρατίας που λυμαίνεται τη χώρα, αλλά και το τεράστιο δημογραφικό πρόβλημα, συνθέτουν ένα ιδιαίτερα σκοτεινό ψηφιδωτό για το μέλλον του Ελληνισμού.
Πέραν όμως αυτών σημαντικό παράγοντα αποτελεί και η υποδόρια κάμψη του αντιστασιακού φρονήματος του λαού μας εξαιτίας της κάλπικης «ψευδοευημερίας» κατά την περίοδο της ύστερης Μεταπολίτευσης και της επικράτησης ενός άκρατου παρασιτισμού στον παραγωγικό τομέα, με τον αντίστοιχο υπερκαταναλωτισμό ως κυρίαρχο αφήγημα των Νεοελλήνων. Η κάμψη αυτών των «αντιστασιακών αντανακλαστικών» που χαρακτηρίζει την ιστορική μας διαδρομή ως μικρού ιστορικού λαού , σύμφωνα με τον Νίκο Σβορώνο, αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για το παρόν και το μέλλον του Ελληνισμού.
Το έπος του ’40 διδάσκει την αντίσταση
Αυτός ο αντιστασιακός χαρακτήρας, που χαρακτηρίζει ως διαχρονικός ιστός την Νεοελληνική Ιστορία, άρχισε να εμφανίζει ρωγμές κατά την περίοδο της «ύστερης Μεταπολίτευσης», όπου στο πλαίσιο του παρασιτικού καταναλωτικού μοντέλου και της «κίβδηλης» ευημερίας, ενδυναμώθηκε και ο λεγόμενος «εθνομηδενισμός», ως δήθεν αντίποδας στην ακραία εκμετάλλευση της έννοιας του πατριωτισμού από τη Χούντα των Συνταγματαρχών και τα πάσης φύσεως ακροδεξιά και ναζιστικά εξαπτέρυγα μορφώματα.
Παράλληλα, ενώ θα περίμενε κανείς, εξαιτίας του μνημονιακού «οδοστρωτήρα» της προηγούμενης δεκαετίας και της συνεχόμενης μεταμνημονιακής κηδεμονίας, που διέλυσε τον κοινωνικό ιστό και δημιούργησε συνθήκες απώλειας της εθνικής κυριαρχίας, να ενισχυθεί ο αντιστασιακός χαρακτήρας του λαού μας, είχαμε τα αντίθετα αποτελέσματα: Την παραπέρα, δηλαδή, υπονόμευσή του, συμβάλλοντας σημαντικά σ’ αυτό, μεταξύ άλλων, και η αίσθηση που έχουν τα πενόμενα κοινωνικά στρώματα (εργαζόμενοι, αγρότες, μικρομεσαίοι επαγγελματίες) για το ότι το ανεπαρκές, εξαρτημένο και πελατειακό ελληνικό κράτος, το πολιτικό σύστημα και η ολιγαρχική κομματοκρατία αίρουν καθημερινά τα κοινωνικά, πολιτικά, δημοκρατικά και οικονομικά τους δικαιώματα.
Αυτό, όπως είναι φυσικό, έχει σοβαρές αρνητικές συνέπειες καθώς δημιουργεί συνθήκες αποστέρησης της μνήμης και του ιστορικού παρελθόντος, που αν παγιωθεί θα είναι καταστροφικό για τη χώρα. Και αυτό γιατί μόνο με την ιστορική μνήμη και την αξιολόγηση της ιστορικής εμπειρίας μπορεί να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την εθνική επιβίωση στους σημερινούς θρυμματισμένους καιρούς.
Πρόκειται για σοβαρότατη μετάλλαξη με απροσδιόριστες συνέπειες, διότι ο παρασιτισμός, που αποτελεί «μολυντικό παράγοντα» στο «σώμα» του Ελληνισμού από τα πρώτα στάδια της νεώτερης συγκρότησής του, αφορούσε, μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες, κυρίως τις «άρχουσες» τάξεις. Οι ασθενέστερες οικονομικά κοινωνικές τάξεις, που αποτελούν και τη κρίσιμη μάζα του αυθόρμητου πατριωτισμού στη χώρα ήταν ακόμα δεμένες με τη γη και την παραγωγή και αυτό τροφοδοτούσε τον αντιστασιακό τους χαρακτήρα, όπως φάνηκε περίτρανα στο Έπος του ’40.
Ως εκ τούτου, η σημασία και οι αξίες αυτού συνιστούν βασικές παράμετρους για την επανανοηματοδότηση του αντιστασιακού ήθους, μετά τις διαλυτικές συνθήκες που επικράτησαν κατά την ύστερη Μεταπολίτευση, του μνημονιακού οδοστρωτήρα και της υφιστάμενης μεταμνημονιακής κηδεμονίας για τη διαφύλαξη και ενδυνάμωση των δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του λαού και την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων του Ελληνισμού στην ευρύτερη περιοχή της Λεκάνης της Μεσογείου εν μέσω της παγκόσμιας ρευστότητας και του πολυπολικού και ασταθούς γεωπολιτικού περιβάλλοντος.
Γιατί 28η Οκτωβρίου και όχι η Απελευθέρωση;
Πέραν των ανωτέρω, τίθεται το τελευταίο καιρό, έστω και υποδορίως, το ερώτημα γιατί η Ελλάδα είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που εορτάζει την έναρξη του πολέμου και όχι την απελευθέρωση της από το ναζιστικό ζυγό στις 12 Οκτωβρίου 1944, όταν οι Ναζί κατέβασαν τη σβάστικα από τον ιερό βράχο της Ακροπόλεως και άρχισαν την αποχώρηση τους από την Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα. Είναι γνωστό ότι οι μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, όπως Παρίσι, Βρυξέλλες κλπ εορτάζουν με μεγάλη λαμπρότητα την ημέρα της απελευθέρωσης τους σε αντίθεση με την Αθήνα, που ενώ είχε τεράστιο ανθρώπινο κόστος κατά τη ναζιστική κατοχή, η ημέρα της Απελευθέρωσης της είναι ακόμα στα αζήτητα. Η απάντηση στο θέμα αυτό δεν έχει μόνο φιλολογικό χαρακτήρα, αλλά υποκρύπτει βαθύτερες αιτίες, που έχουν αιτιώδη συνάφεια και με τα σημερινά προβλήματα της χώρας.
Κατ’ αρχήν είναι αναμφισβήτητο και από παντού αναγνωρισμένο ότι ο Λαός μας στις 28 Οκτωβρίου του 1940 ήρθη στο ύψος των μεγάλων ιστορικών περιστάσεων, ξεπερνώντας κάθε ιδεολογικό και πολιτικό φανατισμό, εμφύλιο διχασμό, προσωπικές φοβίες και ατομικά συμφέροντα, προτάσσοντας αποκλειστικά και μόνο την προστασία της ελευθερίας και αξιοπρέπειάς του ως έθνος ενάντια στο φασισμό. Πρόκειται για ιστορική καταγραφή γιγαντιαίων διαστάσεων, αφού το ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου απέναντι στον ισχυρότατο φασιστικό και ναζιστικό άξονα αποτελούσε την εξαίρεση στον ευρωπαϊκό κανόνα της τότε περιόδου, καθώς ελάχιστες ευρωπαϊκές κοινωνίες αντιστάθηκαν και πολέμησαν, ενώ οι περισσότερες πολέμησαν, είτε τυπικά είτε συνθηκολόγησαν. Γι’ αυτό και ο ελληνικός λαός είχε βαρύτατο τίμημα για την αντίσταση του αυτή, αφού κατά την περίοδο της Κατοχής, οι Ναζί προχώρησαν σε τοπικές γενοκτονίες και σε διάλυση της παραγωγικής βάσης της χώρας.
Είναι όμως αλήθεια, που δεν φωτίζεται επαρκώς, ότι αυτό το τεράστιο έπος του ελληνικού λαού υπονομεύτηκε και αμαυρώθηκε από τις τρεις κατοχικές, προδοτικές κυβερνήσεις Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλου και Ράλλη που λειτούργησαν ως μηχανισμός νομιμοποίησης των εγκλημάτων των Ναζί στη χώρα μας. Ιδιαίτερα η τελευταία κατοχική κυβέρνηση Ράλλη, αφενός ανέλαβε για λογαριασμό των Ναζί να αντιμετωπίσει το ανερχόμενο αντιστασιακό κίνημα (ΕΑΜ) και αφετέρου δημιούργησε τους μηχανισμούς και τις συνθήκες προπαρασκευής της εμφύλιας σύρραξης που ακολούθησε με τις φασιστικές, τρομοκρατικές οργανώσεις που δημιούργησε σε βάρος του αντιστασιακού κινήματος επί του οποίου επιδόθηκαν σε πρωτοφανή άσκηση τρομοκρατίας υπό τη σημαία δήθεν αντιμετώπισης του αντικομουνιστικού «κινδύνου», που οι Ναζί υποτίθεται θα ξερίζωναν για λογαριασμό της Ευρώπης!
Εμφύλιος, δωσίλογοι και παρασιτισμός
Στη παγίδα αυτής της «λευκής» τρομοκρατίας διολίσθηκε η τότε ηγεσία του ΚΚΕ με συνέπεια την επέλευση του καταστρεπτικού εμφυλίου (1946-1949) οι συνέπειες του οποίου υπήρξαν οδυνηρότατες και πολύπλευρες για τη χώρα μας. Πέραν της απώλειας μεγάλου τμήματος του ανθού της τότε ελληνικής νεολαίας, σε συνδυασμό και με την έξοδο χιλιάδων στις ανατολικές χώρες, υπήρξε η εφιαλτική κοινωνική διαίρεση των νικητών και ηττημένων από το μεταπολεμικό κράτος της Δεξιάς που οδήγησε στη άφρονα Δικτατορία των Συνταγματαρχών, με επιστέγασμα την προδοσία της Κύπρου. Μεταπολεμική διαίρεση που ήρθη με την αναγνώριση της εθνικής αντίστασης από την πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου μόλις το 1982.
Η εξέλιξη όμως αυτή είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο τη λήθη και την αθώωση πληθώρας μαυραγοριτών, που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή σε βάρος των συμπατριωτών τους, με στόχο τον προσωπικό πλουτισμό τους, εξού και είχαμε η μεγαλύτερη ανακατανομή περιουσιών το έτος 1941, κατά τη διάρκεια του χειρότερου λιμού της Αθήνα με 80.000 περίπου νεκρούς, όπου υπολογίζεται ότι μεταβιβάστηκαν πάνω από 350.000 ακίνητα σε αξία που άγγιζε μόλις το 7% της πραγματική τους αξίας, αλλά το χειρότερο ήταν η μετατροπή αυτού του εσμού των δωσίλογων, που εμφανίστηκαν ως νικητές μετά τον Εμφύλιο, ως η νέα ιθύνουσα οικονομική ολιγαρχία της χώρας με τον πλούτο που είχαν υποκλέψει με τη βοήθεια των Γερμανών.
Αυτό το στρώμα των δωσίλογων και μαυραγοριτών είναι που στη συνέχεια μόλυνε τους θεσμούς και τη νοοτροπία στη χώρα. Έτσι υφίσταται αυτός ο αέναος παρασιτισμός που μαστίζει τη χώρα, το φαινόμενο των πλούσιων βιομηχάνων σε φτωχές βιομηχανίες κλπ που διατρέχει όλη τη σύγχρονη φάση της νεοελληνικής ιστορίας και που αποτελεί κατά τον γράφοντα τη κύρια και βασική αιτία της υστέρησης και των διαχρονικών στρεβλώσεων της Ελλάδας. Αυτός ο εσμός των δοσίλογων ως ιθύνουσα πλέον οικονομική ολιγαρχία μετά τον εμφύλιο, είχε κάθε λόγο και το πέτυχε να επιβάλλει τη λήθη της ημέρας απελευθέρωσης της Ελλάδας από τον ναζιστικό άξονα και τη διάσπαση του κοινού εορτασμού του Μεγάλου Όχι με την ημέρα της μεγάλης απελευθέρωσης της Αθήνας και όλης της χώρας από το ναζιστικό κατοχικό άξονα, αφού κάτι τέτοιο θα επέβαλε την ουσιαστική συζήτηση για το σκοτεινό ρόλο τους στη Κατοχή.
Θα πρέπει πάντως για ιστορικούς λόγους να σημειωθεί ότι μόνο το 1944 που έγινε ο πρώτος επίσημος εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου στην Αθήνα, που είχε απελευθερωθεί λίγες ημέρες πριν στις 12 Οκτωβρίου με πρωθυπουργό της κυβέρνησης της εθνικής ενότητας τον Γεώργιο Παπανδρέου, οι δύο επέτειοι της έναρξης και του τέλους του πολέμου ήταν ενοποιημένες, αφού το περιεχόμενο του αναφερόταν ταυτόχρονα, τόσο στο πόλεμο του αλβανικού μετώπου, όσο και στη μεγαλειώδη αντίσταση του ελληνικού λαού κατά των Ναζί που ακολούθησε έως την ημέρα της απελευθέρωσης του.