Το φοβικό σύνδρομο της Αθήνας – Πώς υπαγορεύει αποφάσεις
18/01/2022Από τότε που ο Θουκυδίδης έγραψε για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, οι μελετητές του πολέμου και της πολιτικής έχουν αναγνωρίσει ότι τα συναισθήματα επηρεάζουν τις διεθνείς σχέσεις. Οι σύγχρονοι δυτικοί μελετητές, ωστόσο, τα αντιμετωπίζουν παραδοσιακά ότι τα συναισθήματα εμποδίζουν τη λογική συμπεριφορά. Στην Ελλάδα, οι πολιτικές ελίτ διαπνέονται, εδώ και δεκαετίες από ένα φοβικό σύνδρομο προς την Τουρκία, κάτι που πολλοί προσπάθησαν να αποδώσουν σε ευθυνοφοβία, μικροπολιτική σπέκουλα, ή ακόμη και δουλοπρέπεια προς τις ΗΠΑ.
Σε κάποιο βαθμό όλες αυτές οι αιτίες αποτελούν συνιστώσες της φοβικής αντίδρασης των ελληνικών πολιτικών ελίτ, αλλά δεν είναι η γενεσιουργός αιτία. Τα αίτια είναι δυσδιάκριτα από την σκοπιά της μικροπολιτικής καθημερινότητας. Το πολιτικό προσωπικό αποτελεί ιδιαίτερη κοινωνική-επαγγελματική τάξη, ασχέτως με τις πολιτικές-ιδεολογικές του καταβολές. Οι πολιτικοί που διαπληκτίζονται στα κοινοβουλευτικά έδρανα έχουν πολλά περισσότερα κοινά μεταξύ τους απ’ ότι με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Συγχρωτίζονται, συζητούν και μοιράζονται σκέψεις μεταξύ τους και με ανώτερα κοινωνικά-οικονομικά στρώματα, ακόμη και όταν πολιτικά εμφανώς ρέπουν στον λαϊκισμό. Στο κάτω-κάτω είναι μια επαγγελματική ομάδα με ξέχωρα συντεχνιακά συμφέροντα.
Καθίσταται εμφανές ότι η “μενταλιτέ” των πολιτικών ελίτ, παρασάγγας διαφέρει από εκείνη των υπολοίπων. Δεν πρέπει να ξενίζει το γεγονός, ότι πολλάκις, ενώ το λαϊκό φρόνημα είναι εθνικά ακμαίο, οι πολιτικές ελίτ παραμένουν στην καλύτερη περίπτωση διστακτικές και άτολμες, στην χειρότερη υποχωρητικές, ηττοπαθείς και ενίοτε δουλοπρεπείς. Η εξήγηση βρίσκεται ίσως στην κλασική θεώρηση του Καρλ φον Κλάουζεβιτς για τον πόλεμο και την ανάλυση της από σύγχρονους μελετητές.
Εμβληματικό σημείο στη θεωρία του Κλάουσεβιτς είναι η 300 μόνο λέξεων αναφορά του στην “Τριάδα”, η οποία περιλαμβάνει τρία στοιχεία: «Αποτελείται πρώτον από αρχέγονη βία, μίσος και εχθρότητα, τα οποία πρέπει να θεωρηθούν ως μια τυφλή φυσική δύναμη. Δεύτερον, από το παιχνίδι της τύχης και των πιθανοτήτων, μέσα στο οποίο το δημιουργικό πνεύμα είναι ελεύθερο να περιπλανηθεί. Τρίτον, από το στοιχείο της υποταγής των δύο παραπάνω στη λογική και της μετατροπής τους σε εργαλείο πολιτικής». Αυτό το σύνολο στοιχείων ονομάζεται από μελετητές του Κλάουσεβιτς “συναίσθημα-τυχαίο-λογική” και μερικές φορές “βία, τυχαίο-πιθανότητες και ορθολογικός υπολογισμός”, ή, ακόμη πιο αφηρημένα “παραλογισμός, μη ορθολογισμός και ορθολογισμός”.
Η δευτερεύουσα “Τριάδα”
Ωστόσο, αυτή η απαρίθμηση των στοιχείων της δεν είναι καθολικά κατανοητή. Πριν από τoν πόλεμο στο Βιετνάμ, ελάχιστη σημασία είχε δοθεί στην “Τριάδα”. Ο όρος για πρώτη φορά αναλύθηκε σε κάποια έκταση, αλλά σε μια άλλη μορφή στην επιδραστική μελέτη του 1981 του Αμερικανού συνταγματάρχη Χάρι Γ. Σάμερς, Τζούνιορ “On Strategy: A Critical Analysis of the Vietnam War”. Ο Σάμερς επικεντρώθηκε σε ένα δευτερεύον σύνολο στοιχείων που φαίνονταν σχετικά με τις συνθήκες, στις οποίες βρέθηκαν Αμερικανοί στρατιωτικοί στοχαστές κατά τη διάρκεια και μετά την ήττα στην Ινδοκίνα. Αυτή η χρήσιμη δευτερεύουσα “Τριάδα” αποτελείται από τον λαό, τον στρατό και την κυβέρνηση.
Έκτοτε κάποιοι μελετητές έχουν αποσαφηνίσει τις θεμελιώδεις τάσεις που συμπεριλαμβάνονται στην “Τριάδα” και τη μεταξύ τους σχέση. Με βάση το πρωτοποριακό έργο του Άλαν Μπάιερσεν, έχουν αποδείξει ότι η τριάδα είναι μια μεταφορά για τον πόλεμο, που τον αντιμετωπίζει ως ένα περίπλοκο σύστημα. Η συμπεριφορά αυτού του συστήματος είναι μη γραμμική, δεδομένου ότι τα αποτελέσματα δεν είναι απαραίτητα ανάλογα με τις εισροές. Με άλλα λόγια, μια μικρή αλλαγή στη σχέση μεταξύ των παραγόντων “λογική”, “πάθος” και “αβεβαιότητα” μπορεί να προκαλέσει δυσανάλογα μεγάλες συνέπειες.
Ενώ ο Κλαούζεβιτς κατανοούσε ότι το συναίσθημα, η λογική και η αβεβαιότητα αλληλεπιδρούν στο μυαλό των ανθρώπων, ενδιαφερόταν σαφώς για το πώς εκδηλώνονται σε θεσμικό και κοινωνικό επίπεδο. Η εξήγηση της σχέσης μεταξύ ατομικών και συλλογικών συναισθημάτων είναι μια πρόκληση για τους μελετητές που επιδιώκουν να καθορίσουν τον ρόλο του συναισθήματος στις διεθνείς σχέσεις. Ποια είναι η αλληλεπίδραση μεταξύ ατομικών και ομαδικών συναισθημάτων και πώς το κοινωνικό συναίσθημα μπορεί να επηρεάσει τις αποφάσεις της πολιτικής ηγεσίας.
Σύνδρομα θυμού και φόβου
Κάποιες μελέτες έχουν υποστηρίξει μια ακόμη πιο στενή και περίπλοκη σχέση μεταξύ συναισθήματος και λογικής. Ο Τοντ Χολ υποστήριξε ότι ορισμένα κράτη επιδιώκουν σκόπιμα μια “διπλωματία του θυμού”. Αυτό είναι εμφανές στην πολιτική που ακολουθεί διαχρονικά η Τουρκία, πάντοτε εμφανιζόμενη οργίλη και αγανακτισμένη για “δίκαιά” της, τα οποία οι ξένοι της αποστερούν.
Ο Χολ υποστηρίζει ότι οι ηγέτες μπορούν να συμμετάσχουν σε μια “ομαδική απόδοση θυμού”, προκειμένου να επηρεάσουν τον αντίπαλο σε ένα συγκεκριμένο θέμα, καλλιεργώντας του φοβικό σύνδρομο. Αν κι αυτό υποδηλώνει ότι οι ηγεσίες χρησιμοποιούν το συναίσθημα σκόπιμα και κατ’ επέκταση ορθολογικά, ο Χολ αναγνωρίζει ότι «το κινητοποιημένο συναίσθημα μπορεί να μην είναι εύκολο να απενεργοποιηθεί με απλό τρόπο». Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να επηρεάσει μετέπειτα αποφάσεις και να αυξήσει τον κίνδυνο κλιμάκωσης εάν ο αντίπαλός δεν κάμπτεται. Μόλις, λοιπόν, ο θυμός γίνει μέρος του σχεδίου μίας ηγεσίας είναι δύσκολο να αφαιρεθεί.
Το ίδιο ισχύει και για τον φόβο. Η Νέτα Κρόφορντ εξήγησε τις παρατεταμένες επιπτώσεις του φόβου στη λήψη αποφάσεων: «Ο μακροπρόθεσμος φόβος, ή ακόμα και ένα μεμονωμένο τραυματικό γεγονός, μπορεί να αλλάξει τον εγκέφαλό μας σε βιοχημικό επίπεδο. Το επαναλαμβανόμενο στρες που προκαλείται από άμεση ή αναμενόμενη απειλή μπορεί να αναμορφώσει τον εγκέφαλό μας, καθώς η ορμόνη του στρες, η κορτιζόλη χαράζει ένα χημικό τραυματικό ίχνος. Η ανατροφή γίνεται φύση».
Οι εμπειρίες που δημιουργούν φόβο αφήνουν τόσο δυνατές αναμνήσεις που οι άνθρωποι έχουν την τάση να ερμηνεύουν τα επόμενα γεγονότα που προκαλούν ίδια συναισθήματα ως παρόμοια με την αρχική τραυματική εμπειρία τους, ανεξάρτητα από το αν μοιάζουν πραγματικά ή όχι. Όπως υποστηρίζει η Κρόφορντ, «αυτός είναι ο αναλογικός συλλογισμός που πυροδοτείται από συναισθήματα, όχι μια ψυχρά γνωστική αξιολόγηση. Υποδηλώνει ότι ένα παρελθόν στο οποίο φοβηθήκαμε μοιάζει με την τρέχουσα κατάσταση, ανεξάρτητα από το αν το ιστορικό γεγονός είναι παρόμοιο σε σημαντικές πλευρές του». Αυτό είναι το φοβικό σύνδρομο.
Η “ομαδική σκέψη” – Groupthink
Παράλληλα με τα παραπάνω, έχουμε το φαινόμενο του Groupthink, το οποίο περιέγραψε ο Ίρβινγκ Τζάνις στο κλασσικό βιβλίο του “Victims of Groupthink” το 1972. Σε αυτό ο Τζάνις αναλύει την έννοια της “ομαδικής σκέψης” «ως έναν γρήγορο και εύκολο τρόπο για να αναφερθώ στον τρόπο σκέψης, στον οποίο συμμετέχουν τα άτομα όταν η αναζήτηση συμπόρευσης γίνεται τόσο κυρίαρχη σε μια συνεκτική ομάδα που τείνει να υπερισχύει της ρεαλιστικής αξιολόγησης εναλλακτικών τρόπων δράσης… Σε αυτό το πλαίσιο, η ομαδική σκέψη παίρνει μια ύπουλη χροιά».
Η κύρια αρχή της “ομαδικής σκέψης” είναι η εξής: «Όσο περισσότερη φιλικότητα και εnσυναίσθηση υπάρχει μεταξύ των μελών μιας ομάδας χάραξης πολιτικής, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να αντικατασταθεί η ανεξάρτητη κριτική σκέψη από την ομαδική σκέψη, η οποία είναι πιθανό να οδηγήσει σε παράλογες και απάνθρωπες ενέργειες που στρέφονται κατά των εξωτερικών ομάδων».
Η αναγνώριση προτύπων που βασίζονται στο συναίσθημα παίζει σημαντικό ρόλο στο πως αντιμετωπίζουμε την αβεβαιότητα. Δεν πρόκειται απλά για εμπόδιο στην ορθολογική αντιμετώπιση. Είναι ένας τρόπος σύντμησης του χρόνου λήψης αποφάσεων μπροστά σε ένα κυκεώνα πληροφοριών, οι οποίες στις μέρες μας πολλαπλασιάζονται υπέρμετρα με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολα διαχειρίσιμες, ιδίως καθώς εκτείνονται σε πληθώρα γνωστικών πεδίων.
Εμπειρίες και φοβικό σύνδρομο
Ο Στίβεν Πίτερ Ρόζεν υποστηρίζει ότι οι αναμνήσεις που σχηματίζονται σε περιόδους συναισθηματικής διέγερσης επηρεάζουν την ερμηνεία νέων καταστάσεων, προσθέτοντας ότι εξυπηρετούν πολύτιμο σκοπό καθώς επισπεύδουν τη λήψη αποφάσεων. Σύμφωνα με τον Ρόζεν «το συναίσθημα μας βοηθά να επιλέγουμε δεδομένα από έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών που έχουμε στη διάθεσή μας και μειώνει το γνωστικό πρόβλημα σε αναλογίες που μπορούν να χειριστούν οι άνθρωποι». Το συναίσθημα μπορεί να «παρέχει το κίνητρο για δράση ακόμη και όταν υπάρχει αβεβαιότητα». Στην ελληνική περίπτωση παρέχει το κίνητρο για να εκδηλωθεί το φοβικό σύνδρομο.
Με αυτά τα δεδομένα έχουμε στην Ελλάδα μια άρχουσα τάξη –ασχέτως των εναλλαγών προσώπων, κομμάτων και ιδεολογιών– η οποία υπέστη την τραυματική εμπειρία του 1974, η οποία την σημάδεψε ανεξίτηλα, έως τις μέρες μας. Αυτή η συλλογική εμπειρία σηματοδοτείται από την φράση του Κωνσταντίνου Καραμανλή «η Κύπρος κείται μακριά». Η φράση αυτή του τότε de facto ηγέτη της ελληνικής πολιτικής τάξης απέπνεε φόβο και διάχυσε ένα φοβικό σύνδρομο, το οποίο μας κυνηγάει μέχρι σήμερα.
Μπορεί να υπήρξαν αναλαμπές, όπως η κρίση του 1987, ή μεμονωμένα περιστατικά, αλλά ακόμη και τα όσα κεφαλαιοποιήθηκαν από αυτές σπαταλήθηκαν (π.χ. κρίση του 1987 και μετά πολιτική Νταβός) με γνώμονα τον φόβο μπροστά στο σκιάχτρο της Τουρκίας. Η ελληνική πολιτική ελίτ σε όλη την μεταπολιτευτική περίοδο δρα σχεδόν ομόφωνα στο πλαίσιο που υπαγορεύει το φοβικό σύνδρομο, ασχέτως αν εμφανίζεται διχασμένη ενώπιον των ψηφοφόρων. Αν αυτό δεν ίσχυε, θα βλέπαμε διαφοροποιήσεις μεταξύ “γερακιών” και “περιστερών” και εντός των κομμάτων. Αντ’ αυτού βλέπουμε λεονταρισμούς από κόμματα και πολιτικούς εκτός εξουσίας, οι οποίοι αποδεικνύονται “φοβισμένα πρόβατα” όταν βρεθούν στην εξουσία.
Το φοβικό σύνδρομο διαχέεται μέσα από την “ομαδική σκέψη” (Groupthink) σε όλο το σύστημα εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Έτσι, η Ελλάδα καθίσταται ανήμπορη να χαράξει μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, σύμφωνη με τα καλώς εννοούμενα συμφέροντά της, απαγκιστρωμένη από το φόβο της γείτονος. Περιορίζεται, λοιπόν, να αντιδρά στις τουρκικές δράσεις, χωρίς να αναλαμβάνει την πρωτοβουλία, καθώς η πρωτοβουλία ενέχει ρίσκο. Οι λίγες φωνές που αντιδρούν, στο τέλος υποτάσσονται στην κυρίαρχη νοοτροπία, αφομοιώνοντας κι αυτές το φοβικό σύνδρομο.
Δεδομένου ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τις παρελθούσες εμπειρίες σαν μπούσουλα για να πάρουν γρήγορα αποφάσεις σε ένα περιβάλλον που βρίθει πληροφοριών, οι ελληνικές πολιτικές ελίτ καταφεύγουν σχεδόν ασυνείδητα στην ανάσυρση μνημών ήττας και ηττοπάθειας. Αυτές επικαθορίζουν τις αποφάσεις κι όχι η ψύχραιμη μελέτη όλων των δεδομένων και η ορθολογική ανάλυση της κάθε φορά κατάστασης.