Το όνειρο του Οσμάν και ο επεκτατισμός του Ερντογάν
28/05/2022Οι χρόνιες συνοριακές δολοπλοκίες του τουρκικού κράτους και οι συνεχείς αναφορές της τουρκικής πολιτικής ελίτ στο οθωμανικό παρελθόν με αναβιώσεις κατακτητικών στιγμών, δεν είναι απλά μια επιτηδευμένη εμμονή, απότοκος της μεγαλομανίας της, αλλά προέρχεται από τις ίδιες τις ιστορικές διαδικασίες πολιτικής συγκρότησης των Τούρκων, δηλαδή τις διαδικασίες εθνικοποίησής τους.
Οι Τούρκοι εμφανίζονται, αυτοκρατοροποιούνται και εθνικοποιούνται σαν πολεμιστές συνόρων. Το εθνικό τους αφήγημα σφυρηλατείται γύρω από την αυτοτροφοδοτούμενη πίστη ότι έχουν το δικαίωμα να κατακτούν. Και αυτή η “μεθοριακότητα” του εθνι(κι)σμού τους συνιστά μια σημαντική παράμετρο του λεγόμενου “τουρκικού προβλήματος”.
Οι Σελτζούκοι και οι Οσμανλήδες Τούρκοι ήταν ανοργάνωτα λεφούσια επιδρομέων, πλιατσικολόγων, που ξεσπούσαν πάνω σε αγρότες, κατέστρεφαν, βίαζαν και άρπαζαν. Οι Οσμανλήδες, ιδιαίτερα, φτάσανε στο Βυζάντιο με τον Μογγόλο Τζένγκις Χαν, το 13ο αιώνα, ως μισθοφόροι του. Αυτοί έκαναν μόνιμο επάγγελμα τις λεηλασίες και τους φόνους για χάρη του μισθωτή τους. Μετά έφερναν, στα μέρη που άρπαζαν, τις οικογένειές τους.
Αυτούς τους εξ επαγγέλματος πολεμιστές συνόρων τους έφερε στο Βυζάντιο η φήμη του πλούτου του. Ήταν διαδεδομένο σε όλο τον κόσμο τότε ότι «τα περισσότερα από τα μισά πλούτη όλου του κόσμου βρίσκονται στις πόλεις των Βυζαντινών». Αυτή η φήμη έτρεφε τους τυχοδιώκτες και τους κατακτητές, προδιέγραφε το φθόνο, τα ληστρικά σύνδρομα και, τελικά, το ολέθριο μέλλον της αυτοκρατορίας. Οι υλιστικές προσδοκίες συναρθρώνονταν με θρησκευτικές–σωτηριολογικές ιδεοληψίες. Έτσι, οι Δυτικοί κατήγγειλαν το «αιρετικό Βυζάντιο» και οι Τούρκοι το «Βασίλειο των απίστων».
Η βαρβαρότητα υπερίσχυσε του πολιτισμού
Ερχόμενοι σε επαφή με το Βυζάντιο έμειναν εκεί για να ζήσουν ληστεύοντας τις πλούσιες πόλεις του. Έμαθαν, όμως, και τρόπους ζωής πολιτισμένων κοινωνιών, γιατί το Βυζάντιο είχε πόλεις, θεσμούς και οργανωμένη οικονομία. Προκαλούσε, αλλά και εκπολίτιζε. Αρχικά το λεηλάτησαν και σταδιακά το κατέκτησαν. Σταδιακά έμαθαν και αυτοί να συγκροτούν την αρπακτικότητά τους σε συνθήκες ειρήνης. Εμπνεύστηκαν την οθωμανική αυτοκρατορία με πρωτοπόρο τον Οσμάν ή Οθμάν (1288-1326), παίρνοντας ανθρώπους και ιδέες από το Βυζάντιο, ιδιαίτερα σε πεδία διοίκησης και φορολογίας.
Η σύνθεση, όμως, που επιχείρησαν οι Οσμανλήδες σουλτάνοι ανάμεσα σε βυζαντινούς θεσμούς με θεσμούς της παλαιάς βάρβαρης κουλτούρας, όπως του παιδομαζώματος και των γενιτσάρων, τις θρησκευτικές διακρίσεις, τα βασανιστήρια και τις γενοκτονίες, θα οδηγήσει, τελικά, σε μια διχαστική κοινωνία, φοβική, θρησκευτικά ρατσιστική και άκρως καταπιεστική, που δεν θα μεταλαμπαδεύσει την ιδεολογία της στο σύνολο του πληθυσμού της, αλλά μόνο στο κυρίαρχο στρώμα των Τούρκων μουσουλμάνων, ενώ το άλλο στρώμα των υποτελών χριστιανών θα διαβιεί υπό μια ιδεολογία αντίστασης και ανυπακοής.
Ο πρωτογενής πλιατσικολογικός επεκτατισμός είχε συναρθρωθεί με τη νέα θρησκεία, τον ισλαμισμό. Κατά τη διέλευσή τους από τις ισλαμοποιημένες αραβικές χώρες οι πλιατσικολόγοι μαχητές είχαν ενδυθεί με το δικαίωμα λεηλασίας των απίστων. Τότε, κατά την ισλαμοποίησή τους, πήραν και την ονομασία Τούρκοι. Γι’ αυτό, μέχρι σήμερα, ο όρος Τούρκος ισχύει μόνο για μουσουλμάνους.
Το δίκαιο της λεηλασίας των απίστων
Η τουρκική ιδιαιτερότητα, δηλαδή το “πρόβλημα”, γεννήθηκε στα σύνορα ανάμεσα στο Ισλάμ και το Βυζάντιο. Οι Οθωμανοί γαζήδες, δηλαδή οι πολεμιστές που ιδεολογικοποιούσαν τους φόνους και τις αρπαγές στο όνομα της διάδοσης του Ισλάμ και οι δερβίσηδες, δηλαδή οι ιεραπόστολοι του, διαλαλούσαν ότι έφερναν την αληθινή πίστη στους λαούς και, όπως εκείνοι, θα καρπώνονταν τις ανταμοιβές του πολεμιστή του Ισλάμ.
Αν και μέχρι το 16ο αιώνα αυτοί οι πολεμιστές των συνόρων είχαν συγκροτηθεί σε αυτοκρατορία οι παραδόσεις των συνόρων παρέμειναν βαθιά ριζωμένες στη ζωή τους. Και αυτό γιατί οι εκτουρκισμένες κοινωνίες που άφηναν πίσω τους δεν είχαν δυναμική αυτοτροφοδότησης, αφού είχαν μάθει να τρέφονται από λάφυρα που τους έφερναν οι πολεμιστές. Κάθε φορά που αδυνατούσαν να κάνουν νέες επεκτάσεις τα οθωμανικά συστήματα στρατιωτικής οργάνωσης, πολιτικής διοίκησης, φορολόγησης και παραχώρησης γαιών αποδιοργανώνονταν και παρακμάζανε.
Σε αντίθεση με τους Τούρκους που εξισλαμίστηκαν και ανατράφηκαν στις μεθοριακές περιοχές, οι Τούρκοι της κεντρικής Ασίας, όπως, πχ, οι Μαμελούκοι, που είχαν διαχυθεί στο Ιράκ και την Αίγυπτο, ανατράφηκαν στον κοσμοπολιτισμό των παλαιών ισλαμικών πόλεων. Οι κοσμικοί ισλαμιστές είχαν την ηπιότητα και την ελαστικότητα των Αβασσιδών της Βαγδάτης, που είχαν υιοθετήσει και κάποιες μορφές ελληνοπρέπειας, ενώ οι συνοριακοί ισλαμιστές, που διδάσκονταν το νόμο της σαρίας με μεγαλύτερη ανελαστικότητα, έκαναν τη θρησκεία μια πολεμική πράξη και την ιδεολογία μια πολεμική ιαχή, μια πρόκληση για αίμα.
Δύο αντίθετα υποστρώματα εθνι(κι)σμού
Κυρίως, όμως, η πνευματικότητα Οθωμανών Τούρκων διαμορφωνόταν σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν των Βυζαντινών. Οι Βυζαντινοί από την εποχή των Ισαύρων (8ο αι.) απέβαλλαν σταδιακά την ιμπεριαλιστικότητά τους, δηλαδή, τη ρωμαϊκότητα. Τις οικονομικές χασούρες δεν τις κάλυπταν, πλέον, με ιμπεριαλιστικές εκστρατείες αλλά με την ορθολογικότερη οργάνωση των παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων. Η έννοια της οικονομίας αντανακλούσε την αρχαιοελληνική έννοια της σοφίας και σήμαινε την ορθολογική διευθέτηση.
Μια τέτοια διευθέτηση συνέβη με τους νόμους των Ισαύρων, ιδιαίτερα τα αγροτικά του Λέοντα Γ΄ (714-741), ο οποίος εκλαΐκευσε τη νομοθεσία και εμπέδωσε μια κοινωνική δικαιοσύνη. Τότε δημιουργήθηκαν και τα «Θέματα», δηλαδή, εθνικοτοπικοί στρατοί για την άμυνα της πατρίδας. Μέχρι τότε ο στρατός της αυτοκρατορίας ήταν μισθοφορικός. Τα κίνητρα ενός μισθοφόρου ήταν οικονομικά και όχι πατριωτικά.
Τα κίνητρα ενός Τούρκου μισθοφόρου αποτυπώνονται στους λόγους χαμηλής κουλτούρας που εκφωνούσαν οι αξιωματούχοι του όταν πολιορκούσαν διάφορες πόλεις. Ο Μωάμεθ Β΄, όταν πολιορκούσε την Κωσνταντινούπολη, εμψύχωνε τους μισθοφόρους του, διεγείροντας τα πλιατσικολογικά τους ένστικτα, επιχρυσώνοντάς τα με θεολογικά: «Γιοί του Μωάμεθ… Ετοιμαστείτε με χαρά να πεθάνετε για την αγάπη του Μωάμεθ… Αν νικήσουμε, θα δώσω ισοβίως σε όλους τους στρατιώτες και τους αρχηγούς τους διπλάσιο μισθό από αυτόν που παίρνουν τώρα- θα αφήσω την πόλη τρεις μέρες στη διάθεσή σας για να τη λεηλατήσετε- κανένας δεν πρόκειται να σας πάρει οποιοδήποτε λάφυρο αρπάξετε, χρυσό ή ασημένιο, οποιονδήποτε σκλάβο πιάσετε, άντρα ή γυναίκα, μεγάλο ή μικρό» (Γ. Φραντζής- Ν. Μπαρμπάρο, Η πόλις εάλω, εκ. Λιβάνη 1993, σ.52). Αυτή η ρητορική της βαρβαρότητας διαπερνά ακόμη και σήμερα όλες τις ανακοινώσεις Τούρκων αξιωματούχων, ακόμη και όταν απευθύνονται στους μετανάστες που οργανώνουν ως ορδές στα σύνορα με την Ελλάδα.
Στον αντίποδα, τα κίνητρα ενός πατριώτη αποτυπώνονται στα λόγια υψηλής κουλτούρας των βυζαντινών αξιωματούχων. Είναι χαρακτηριστικά τα εμψυχωτικά λόγια που απηύθυνε ο Κ. Παλαιολόγος στους στρατιώτες του μια μέρα πριν την τελική επίθεση των Τούρκων: «Ξέρετε πολύ καλά, αδέλφια μου, ότι για τέσσερις λόγους είμαστε υποχρεωμένοι να προτιμήσουμε το θάνατο παρά τη ζωή. Πρώτον, για την πίστη και τη θρησκεία μας, δεύτερον, για την πατρίδα, τρίτον για το βασιλιά, τον αντιπρόσωπον του Κυρίου μας, και, τέταρτον, για τους συγγενείς και τους φίλους μας», (Φραντζής-Μπαρμπάρο…σ.54).
Βαθιά ριζωμένος ο αναθεωρητισμός
Σ’ αυτά τα αποσπάσματα μπορεί να αναζητήσει κανείς τις ποιοτικές διαφορές των ιστορικών υποστρωμάτων του τουρκικού και του ελληνικού εθνι(κι)σμού. Όταν η πολιτική ελίτ της Τουρκίας επικαλείται το παρελθόν το κάνει υπό το πρίσμα της κατακτητικής του διάστασης σε αντίθεση με τους Έλληνες που το επικαλούνται υπό το πρίσμα της αντιστασιακής του διάστασης.
Φαίνεται σήμερα ότι ο 600χρονος πολεμικός οίστρος των Τούρκων απέναντι στους Έλληνες έχει τις ρίζες του στο τουρκικό Ισλάμ, δηλαδή στο μίγμα πλιάτσικου και θρησκευτικού ιμπεριαλισμού. Εξαιτίας αυτού κατανοούν το Δίκαιο και την Ιστορία, όπως δείχνει και η σχέση τους με το μέγιστο σύμβολο της χριστιανοσύνης, την Αγία Σοφία, με την πνευματικότητα του κατακτητή της, του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή, και όχι των δημιουργών της, του Ανθέμιου και του Ισίδωρου.
Η Τουρκία είναι ένας κοινωνικός σχηματισμός που ασχολείται συνεχώς με τα σύνορα. Η εσωτερική της ζωή τροφοδοτείται με τα καμώματά της στα σύνορα. Η στρατηγική του συνοριακού αναθεωρητισμού, με τα “σύνορα της καρδιάς μας”, τη “γαλάζια πατρίδα” και την “εργαλειοποίηση” των μεταναστών αντανακλά αυτήν την ιστορική μεθοριακή πνευματικότητα του τουρκικού εθνι(κι)σμού. Αυτή, όμως, η πνευματικότητα είναι και το ‘”ξύσιμο στην γκλίτσα του τσομπάνη” και τους προκαλεί, σε μεγάλο βαθμό, και τη διεθνή τους ασχήμια.