Το “Ελσίνκι” 20 χρόνια μετά – Η πλύση εγκεφάλου και η “διπλωματία των σεισμών”
27/12/2019Βασικό προαπαιτούμενο για την εφαρμογή της νέας στρατηγικής που είχε τότε υιοθετήσει η κυβέρνηση Σημίτη και παρέμεινε γνωστή ως στρατηγική “Ελσίνκι”, ήταν να γίνει αποδεκτή, ή έστω ανεκτή από τον ελληνικό λαό. Ήταν προφανές ότι η κοινή γνώμη ήταν αντίθετη στην ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ αλλά και σε οποιαδήποτε φιλική στάση, εάν δεν υπήρχε άμεση ανταπόδοση από την άλλη πλευρά του Αιγαίου.
Κατά την αντίληψη του τότε Έλληνα πρωθυπουργού και του επιτελείου του, η ελληνική κοινή γνώμη χαρακτηριζόταν από έντονο εθνοκεντρισμό που ξεκινούσε από καχυποψία και άρνηση οποιασδήποτε προσεγγίσεως με την Τουρκία και έφθανε στα όρια εθνικιστικών φαντασιώσεων. Το συμπέρασμα ήταν ότι η κοινή γνώμη έπρεπε να «προετοιμασθεί», να διαπαιδαγωγηθεί εκ νέου και να πάψει να αντιμετωπίζει την Τουρκία ως επεκτατική δύναμη και “φυσικό εχθρό” του Ελληνισμού.
Παράλληλα, θα έπρεπε να εμπεδώσει ότι σε μία διαδικασία συμφιλιώσεως όλα αυτά τα οποία αντιλαμβανόταν ως εθνικά δίκαια, δεν ήσαν αυτονόητα δικαιώματα, αλλά αποτελούσαν εθνικιστικές αντιλήψεις που εμπόδιζαν την προσέγγιση με την Τουρκία. Αυτό σχετιζόταν ιδίως με τις συνέπειες της επεκτάσεως των ελληνικών χωρικών υδάτων.
Ο πρωθυπουργός χρειαζόταν κρίσιμους συμμάχους για να μπορέσει να προχωρήσει σε μία τέτοια διαδικασία. Ιδεολογικός σύμμαχος σε αυτές τις αντιλήψεις ήταν μία κυρίαρχη στα ελληνικά πανεπιστήμια διανόηση, που χαρακτηριζόταν από έναν λόγο “αντιεθνικιστικό” και απαξιωτικό για την εθνική ταυτότητα και τον πατριωτισμό.
Ένας άλλος ιδεολογικός σύμμαχος ήσαν μειοψηφικές, συνήθως, πολιτικές ομάδες πέραν της κυβερνήσεως Σημίτη, από τη Δεξιά μέχρι την Αριστερά. Εμφανίζονταν με διαφορετικά ιδεολογικά προσωπεία: ανάγκη για αστικό εκσυγχρονισμό, στάση κατά του εθνικισμού και της εθνοκαπηλείας, ρεαλισμός, αντικρατικισμός, ακόμη και η πολυπολιτισμικότητα. Οι αδυναμίες του ελληνικού πολιτικού συστήματος προσέθεσαν τους ιδιοκτήτες των μέσων μαζικής ενημερώσεως, στους συμμάχους της κυβερνήσεως.
Το αφήγημα της “ελληνοτουρκικής φιλίας”
Τα πρώτα δείγματα της νέας διαπαιδαγωγήσεως φάνηκαν κατά τους σεισμούς που έπληξαν Τουρκία και Ελλάδα τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1999. Επί πολλούς μήνες τα ελληνικά ΜΜΕ κατακλύζονταν με συγκινητικές ιστορίες αδελφοσύνης Ελλήνων και Τούρκων. Η προπαγάνδα υπέρ της “ελληνοτουρκικής φιλίας” κατά την περίοδο μετά τους σεισμούς του 1999 δια των ηλεκτρονικών ΜΜΕ ήταν, ακόμη και για τα δεδομένα της ελληνικής ιδιωτικής τηλεοράσεως, υπερβολική.
Εντυπωσιακότερη ήταν η απόλυτη στοίχιση όλων των ηλεκτρονικών ΜΜΕ και η απουσία “αιρετικών” φωνών, που θα αμφισβητούσαν την ξαφνική “ανακάλυψη” του τουρκικού λαού και την έκρηξη λατρείας προς αυτόν. Η στάση των ιδιοκτητών των ΜΜΕ οφειλόταν και στην εξάρτηση που είχαν με την κυβερνητική εξουσία, λόγω της αυθαίρετης και χωρίς διοικητική άδεια λειτουργίας των ιδιωτικών τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών μετά το 1989.
Το 1998 η κυβέρνηση Σημίτη, προκειμένου να διατηρήσει αυτή την εξάρτηση, δημιούργησε το νέο καθεστώς του «νομίμως λειτουργούντος» έως εκείνη τη χρονική στιγμή σταθμού (βλ. άρθρο 17, Νόμος 2644/1998), που μπορούσε να συνεχίσει να λειτουργεί χωρίς πρόβλημα μέχρι την έκδοση της οριστικής άδειας μέσω διαγωνιστικής διαδικασίας.
Το 2002, οι ιδιοκτήτες των τηλεοπτικών σταθμών επιβραβεύθηκαν για την “καλή” συμπεριφορά που είχαν επιδείξει (προφανώς όχι μόνον στο θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά γενικότερα στην εγκωμιαστική προβολή του κυβερνητικού έργου) με την κατάργηση της διαγωνιστικής διαδικασίας για την οριστική άδεια (βλ. άρθρο 19 παρ. 2 του ν. 3051/2002). Μπορούσαν, πλέον, να συνεχίσουν να εκπέμπουν όπως και όπου ήθελαν με την επίκληση του καθεστώτος του «νομίμως λειτουργούντος» σταθμού.
Πέραν της προπαγάνδας δια των ΜΜΕ, έγιναν συστηματικές προσπάθειες να κινηθεί προς την κατεύθυνση της “ελληνοτουρκικής φιλίας” και η κοινωνία των πολιτών δια των ΜΚΟ (Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις). Το Υπουργείο Εξωτερικών ανέλαβε τον ρόλο του συντονισμού, και σε κάποιες περιπτώσεις και της χρηματοδοτήσεως αυτών των οργανώσεων. Αυτό προβλήθηκε ως “διπλωματία των πολιτών”. Στις αντιφάσεις εκείνης της περιόδου ήταν ότι ενώ το ίδιο σύστημα κατηγορούσε ιδιώτες για άσκηση εξωτερικής πολιτικής (περίπτωση Ιμίων, Οτσαλάν), ταυτοχρόνως ενεθάρρυνε ΜΚΟ στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής!
Επιχείρηση εξωραϊσμού της Τουρκίας
Παράλληλα ξεκίνησε μία προσπάθεια για «δημιουργία θετικής πρόσληψης του “άλλου”». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτουρκοποιήθηκε και μετετράπη σε μία πολυπολιτισμική οθωμανική Ανατολή, όχι περισσότερο ή λιγότερο βάναυση από άλλες χριστιανικές αυτοκρατορίες της ίδιας περιόδου. Έννοιες όπως αυτές του “ραγιά”, ή πρακτικές όπως το παιδομάζωμα, δεν ήσαν επιθυμητές. Αντιθέτως, επιχειρήθηκε να προταχθεί η ελευθερία λειτουργίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η οθωμανική περίοδος δεν θα έπρεπε, απαραιτήτως, να θεωρείται ως ζυγός επί των χριστιανών.
Ενώ, όμως, η νέα διαπαιδαγώγηση ξεκίνησε με τον εξωραϊσμό της εικόνας της Τουρκίας στην κοινή γνώμη, στην πορεία εξελίχθηκε σε προσπάθεια να ταυτισθεί ο πατριωτισμός με τον εθνικισμό και να αποδομηθεί η ελληνική εθνική ταυτότητα. Έτσι άρχισε η αμφισβήτηση συγκεκριμένων εθνικών αφηγήσεων που βασίζονταν σε ιστορικά γεγονότα. Οι απελευθερωτικοί αγώνες των Ελλήνων εξισώθηκαν με κατακτητικούς πολέμους, κατά τη διάρκεια των οποίων έγιναν βιαιότητες από όλες τις πλευρές.
Η Μικρασιατική Καταστροφή δεν ήταν καταστροφή και σε οποιαδήποτε περίπτωση η στάση των Ελλήνων την περίοδο 1919-1922 δικαιολογούσε ουσιαστικά τα όσα επακολούθησαν. Μόνιμη επωδός ήταν η απλουστευτική άποψη: «έσφαξαν οι Τούρκοι, σφάξαμε, όμως, κι εμείς. Ας μην τα ψάχνουμε και ας κοιτάξουμε στο μέλλον». Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της προσπάθειας σε κυβερνητικό επίπεδο ήταν η αμφισβήτηση του χαρακτηρισμού των γεγονότων της Μικρασιατικής Καταστροφής ως γενοκτονίας.
Ήταν η περίοδος που ο όρος “εθνικά θέματα” εξοβελίσθηκε από το κυβερνητικό λεξιλόγιο. Τα μακροχρόνια αποτελέσματα αυτής της στρατηγικής φάνηκαν στην εκπαίδευση. Το Υπουργείο Παιδείας προχώρησε σε συγγραφή νέων σχολικών εγχειριδίων. Ο επιβαλλόμενος σεβασμός προς τους γείτονες δια μέσου των σχολικών βιβλίων, μετετράπη σε αρκετές περιπτώσεις σε αποσιώπηση ή διαστρέβλωση ιστορικών γεγονότων.
Το αφήγημα Σημίτη
Όλες αυτές οι νέες αντιλήψεις δεν ήσαν αποκομμένες από τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που βίωνε η Ελλάδα την ίδια περίοδο. Το εύκολο χρήμα που κυκλοφορούσε λόγω της τεχνητής ανόδου του χρηματιστηρίου και των χαμηλότοκων δανείων για κατανάλωση και η ψευδαίσθηση της τοπικής οικονομικής υπερδυνάμεως που καλλιεργούσε συστηματικά η κυβέρνηση και τα πρόθυμα ΜΜΕ περνούσαν ένα ισχυρό μήνυμα:
- Η Ελλάδα είχε μπροστά της μεγάλες προκλήσεις και έπρεπε να εκσυγχρονισθεί.
- Η διαμάχη με την Τουρκία ήταν μία δαπανηρή διαμάχη που γύριζε τη χώρα πίσω και εμπόδιζε τον εκσυγχρονισμό της.
- Επιπλέον ήταν μια διαμάχη που διεξήγετο με όρους άλλων εποχών, τότε που ξεκινούσαν με τους κανονιοφόρους για να κάνουν επίδειξη σημαίας.
- Η Ελλάδα ξεπερνούσε παρωχημένες εθνικιστικές αντιλήψεις και κοιτούσε το μέλλον μέσα από την ενωμένη Ευρώπη όπου δεν θα υπήρχαν σύνορα και πόλεμοι και όπου οι πορείες Ελλάδος και Τουρκίας θα μπορούσαν να συμπέσουν.
Οι εξόφθαλμες προσπάθειες παραποιήσεως της ελληνικής ιστορίας ενόχλησαν ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας. Το αποτέλεσμα ήταν η ενίσχυση των εθνικιστικών τάσεων, τις οποίες υποτίθεται ότι ήθελαν να καταπολεμήσουν οι εμπνευστές της νέας διαπαιδαγωγήσεως.
Η “διπλωματία των σεισμών”
Η αλλαγή της ελληνικής στρατηγικής ήταν κάτι που είχε αποφασισθεί καιρό πριν τους σεισμούς στις δύο χώρες τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2019. Παρ’ όλα αυτά, οι σεισμοί έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε μία προαποφασισμένη στρατηγική. Τα χαράματα της 17ης Αυγούστου 1999 η βορειοδυτική Τουρκία σείσθηκε από σεισμό μεγέθους 7,5 βαθμών της κλίμακας ρίχτερ.
Το επίκεντρο ήταν στη βιομηχανική πόλη Ισμίτ (Νικομήδεια), 100 χλμ. ανατολικά της Κωνσταντινουπόλεως. Η περιοχή γύρω από το επίκεντρο του σεισμού ισοπεδώθηκε. Οι νεκροί υπολογίζεται ότι ανήλθαν σε 15.000, αν και ο ακριβής αριθμός τους ήταν εξαιρετικά δύσκολο να υπολογισθεί.
Στις πρώτες ώρες μετά τον σεισμό, το ελληνικό κράτος έσπευσε να αποστείλει βοήθεια. Η Ειδική Μονάδα Αντιμετωπίσεως Καταστροφών (ΕΜΑΚ) αναχώρησε για τη σεισμόπληκτη περιοχή, προκειμένου να βοηθήσει στην ανεύρεση επιζώντων. Μεταγωγικά αεροπλάνα της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας μετέφεραν σκηνές, φάρμακα και τρόφιμα.
Η ελληνική κοινή γνώμη, βλέποντας συγκινημένη το μέγεθος της φυσικής καταστροφής, βοήθησε αυθόρμητα με εράνους και μεγάλες δωρεές ειδών πρώτης ανάγκης. Τον συντονισμό της προσφοράς και διανομής βοήθειας ανέλαβε με επιτυχία το Υπουργείο Εξωτερικών. Στην Τουρκία το δέος της καταστροφής διαδέχθηκε η έκπληξη της βοήθειας από την Ελλάδα.
Ενώ ο τουρκικός στρατός έλαμπε δια της απουσίας του, περιοριζόμενος τις τρεις πρώτες ημέρες μετά τον σεισμό σε ένοπλες περιπολίες στα μέρη της καταστροφής, ο “εχθρός”, που μέχρι πριν μερικούς μήνες προσπαθούσε να διαμελίσει την Τουρκία βοηθώντας τους Κούρδους, προσέφερε αφειδώς βοήθεια και έφτιαχνε καταυλισμούς για τη στέγαση των αστέγων.
“Διπλωματία των σεισμών” και “Ελσίνκι”
Το μεσημέρι της 7ης Σεπτεμβρίου 1999 σεισμός εντάσεως 5,9 βαθμών της κλίμακας ρίχτερ συγκλόνισε την Αθήνα. Το επίκεντρό του βρισκόταν στην Πάρνηθα σε απόσταση 18 χλμ από το κέντρο της πόλεως. Αρκετά κτήρια έπαθαν καταστροφές και 143 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Η τουρκική πολιτική ηγεσία, αλλά και ο τουρκικός λαός έδειξαν τη συγκίνησή τους για την κοινή μοίρα που χτυπούσε τις δύο χώρες.
Η αντίστοιχη τουρκική μονάδα της ΕΜΑΚ, η ΑΚΟΥΤ, κατέφθασε σε λίγες ώρες στην Αθήνα και βοήθησε στις διασώσεις παγιδευμένων ανθρώπων. Άλλη βοήθεια δεν χρειάσθηκε να σταλεί από την Τουρκία διότι το μέγεθος των καταστροφών ήταν συγκριτικά πολύ μικρότερο. Η φυσική καταστροφή, όμως, έδωσε τη δυνατότητα στους δύο λαούς να δείξουν αμοιβαία συμπαράσταση σε τραγικές στιγμές.
Όσοι έβλεπαν με καχυποψία την προσέγγιση των δύο χωρών απονομιμοποιήθηκαν στα μάτια της κοινής γνώμης. Αντιθέτως πύκνωσαν οι επαφές μεταξύ ομάδων πολιτών των δύο χωρών. Ελληνικά και τουρκικά ΜΜΕ συντήρησαν για καιρό αυτό το κλίμα. Όπως προαναφέρθηκε, αυτό δεν ήταν τυχαίο στην περίπτωση της Ελλάδος.
Η κυβέρνηση ήθελε να προετοιμάσει την ελληνική κοινή γνώμη για την αλλαγή που προετοίμαζε στην εξωτερική πολιτική. Η ευκαιρία που δόθηκε στις δύο χώρες να προσεγγίσουν η μία την άλλη μέσω των φυσικών καταστροφών ονομάσθηκε “διπλωματία των σεισμών”. Η όλη εξέλιξη νομιμοποιούσε την ελληνική πλευρά να άρει το βέτο για την αποδοχή της Τουρκίας ως υποψηφίας προς ένταξη στην ΕΕ χώρας. Το θέμα επρόκειτο να τεθεί στη σύνοδο που θα γινόταν στο Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999.