Το τρίδυμο έλλειμμα της Ελλάδας
22/01/2021Οι κυβερνήσεις μας, ενώ επινοούν ή υιοθετούν εισπρακτικούς και δανειακούς τρόπους πρόσκαιρης κάλυψης του δημοσιονομικού ελλείμματος και των τρεχουσών συναλλαγών, ποτέ δεν προβληματίστηκαν για το τεράστιο χάσμα εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτών και πολιτείας το οποίο συνεργεί στη διόγκωση του πρώτου.
Στη χώρα μας δυστυχώς, «η Λερναία Ύδρα της διαπλοκής και της διαφθοράς δηλητηριάζει τις ηθικές αξίες που στηρίζουν τον κοινωνικό ιστό, διαβρώνει το Κράτος Δικαίου, νοθεύει τους κανόνες της αγοράς, θίγει την καλώς εννοούμενη επιχειρηματικότητα και αποτρέπει παραγωγικές πρωτοβουλίες. Παραλλήλως, προκαλεί και σοβαρές δημοσιονομικές βλάβες. Ευθύνεται όχι μόνο για την εκτεταμένη φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή, αλλά συχνά και για τη σπατάλη και τη λεηλασία του δημόσιου χρήματος. Η διαπλοκή-διαφθορά έχει συμβάλλει καθοριστικά στην αποσάθρωση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς το πολιτικό σύστημα».
Με τις πρακτικές δε, της “λογιστικής οικονομίας” τις οποίες εφαρμόζουν στο πλαίσιο μνημονιακών πολιτικών υιοθετουμένων ως θέσφατα, διευρύνεται το χάσμα διατηρώντας ακμαία την εκατέρωθεν καχυποψία και αμφισβήτηση των προθέσεων και τις δομές του δημοσίου με ταυτόχρονη ενίσχυση της αμυντικής στάσης όλων μας. Και, παρότι η δικαιοσύνη και η εμπιστοσύνη πάνε πάντα μαζί ενισχύοντας η μία την άλλη, το κλίμα επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο με τις παλινωδίες στη διαχείριση της επιδημίας του κορονοϊού, οι οποίες εξανεμίζουν κάθε ελπίδα οικονομικής ανάρρωσης καθώς είναι αδύνατο να επιτευχθεί με πρακτικές “αποφασίζω και διατάζω”.
Το τρίδυμο έλλειμμα (δημοσιονομικό, τρεχουσών συναλλαγών και εμπιστοσύνης) φαίνεται να διογκώνεται όσο μειώνεται η εμπιστοσύνη ενισχύοντας περαιτέρω την τάση φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής και γενικά της απόκρυψης εισοδημάτων με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα κρατικά έσοδα. «Χωρίς εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση και τους άλλους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, είναι δύσκολο να υλοποιηθούν πολιτικές που έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη και την μακροχρόνια ευημερία μιας κοινωνίας. Η μείωση της εμπιστοσύνης μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη συμμόρφωση των πολιτών και επιχειρήσεων στη νομοθεσία και τους κανόνες, και γενικότερα στις υποχρεώσεις τους».
Κατόπιν τούτου, στη συνείδηση μεγάλης μερίδας “υπηκόων” δικαιολογείται η συμπεριφορά αυτή ως άμυνα και έσχατο μέτρο επιβίωσης, η οποία, ενισχυόμενη από το φόβο και το στίγμα μιας αποτυχημένης προσπάθειας, συνεπάγεται μεγαλύτερη απόκρυψη ή και παραίτηση του επίδοξου επιχειρηματία καθώς τα… ραδιενεργά κατάλοιπα κάθε αποτυχίας έχουν μεγάλη ημιζωή στη χώρα μας.
Επιβαλλεται μεταστροφή
Αυτό το καθεστώς αμοιβαίας καχυποψίας συνθέτει έναν εξωγενή κίνδυνο του οποίου το μέγεθος και οι πιθανές συνέπειες επιβάλλουν την αυστηρή συνεκτίμησή του κατά την ανάληψη οποιασδήποτε σοβαρής επιχειρηματικής πρωτοβουλίας. Η χώρα χρειάζεται μια μεγάλη μεταστροφή προκειμένου να αλλάξει “πίστα” λειτουργίας απαλλασσόμενη από τη λογική των κοτζαμπάσηδων της τουρκοκρατίας, της φεουδαρχικής αντίληψης και τη ραγιάδικη συμπεριφορά.
Οι απαιτούμενες αλλαγές προϋποθέτουν την κατάλληλη ομάδα διοίκησης, δηλαδή, ένα αξιοπρεπές πολιτικό προσωπικό με δεξιότητες και βέβαια, πίστη και διάθεση να τις υλοποιήσει με τη συνδρομή ενός λαού ο οποίος έδειξε πολλές φορές ότι τις επιθυμεί, όσες και διαψεύστηκε. Οι φερόμενοι ως ταγοί της ελληνικής πολιτείας όπως και οι εκλογείς τους, πρέπει να αντιληφθούν –προς το συμφέρον τους– ότι είναι αδύνατο να υπάρξει καινοτομία χωρίς επιχειρηματικότητα και κατά συνέπεια, ούτε η οικονομική ανάπτυξη, ούτε και η κοινωνική ευημερία είναι εφικτές.
Όπως και ότι, μέσα από τους μεγάλους αριθμούς αυξάνουν οι πιθανότητες επιτυχημένης έκβασης, με τις αποτυχίες να σμιλεύουν περισσότερο το μυαλό για μια δεύτερη ευκαιρία εκείνων οι οποίοι επιμένουν να ξανασηκώνονται. Να αποδεχθούν, ακόμη, ότι όσο πιο “άγονο” καθίσταται το επιχειρηματικό περιβάλλον, τόσο περισσότερες νέες ιδέες ή ευκαιρίες θα χάνονται επιδεινώνοντας το Brain Drain αξιόλογων στελεχών των οποίων οι δεξιότητες και η τεχνογνωσία, είναι ασύμβατες προς την υφιστάμενη παραγωγική υποδομή της χώρας η οποία υπολείπεται δραματικά.
Η συνεχιζόμενη επιχειρηματική “άμπωτης” αποκαλύπτει τη στείρα οικονομική βάση ή, καλύτερα, τον πάτο που έχει πιάσει η ελληνική οικονομία λόγω θεσμικών και γραφειοκρατικών φραγμάτων τα οποία, εκτός της δημιουργίας ή της επιβολής χρεών στο λαό μας, εκτρέπουν τη ζωογόνο “πλημμυρίδα” της επιχειρηματικότητας προς τις πλέον πρόσφορες περιοχές.
Έκθεση Πισσαρίδη
Η προσφυγή και πάλι στο “κλέος” των προγόνων μας μήπως και αναθαρρήσουμε με τις γιορτές για την παλιγγενεσία του έθνους (εδώ ο κόσμος καίγεται…) ώστε να πιαστούμε από κάπου, θα ενισχύσει παρά θα μειώσει το έλλειμμα. Ούτε και η έκθεση της Ομάδας Πισσαρίδη έχει πιθανότητες να συνεισφέρει. Tο πρόβλημά μας δε βρίσκεται στο πόσο καλή είναι αλλά πόσο καλά θα μπορούσε να εφαρμοστεί ακόμη και μια κακή στο σωστό χρόνο, ξεκινώντας από τα σημεία που προτάσσουν τη δημιουργία νέου και όχι την περαιτέρω συρρίκνωση του εναπομείναντος πλούτου.
Το πιθανότερο είναι να πάρει τη θέση της ιστορίας αποδεικνύοντας για ακόμη μια φορά ότι δεν χωλαίνουμε από στρατηγική σκέψη και σχέδια, αλλά από εκτελεστές. Ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη η αποδόμησή της με τις διαφωνίες ή επικρίσεις να μην “πατάνε” στην ουσία αλλά στο φόβο ότι θα κληθεί η εγχώρια οικονομικοπολιτική ελίτ να καταργήσει τις συνθήκες που την ανέθρεψαν και τη συντηρούν προκειμένου να καταστεί εφικτή, η όποια αλλαγή προϋποθέτει η έκθεση.
Άλλωστε η κυβέρνηση έχει κάνει το καθήκον της εντάσσοντάς τη στα “πεπραγμένα” της, εσκεμμένα ή και αντικειμενικά αδύναμη να την υλοποιήσει με την ίδια ευλάβεια και δημοσιότητα της “προόδου”. Αυτή επιδείχθηκε στην περίπτωση του κορονοϊού, απλαισίωτη από μια ομάδα “λοιμωξιολόγων”-οικονομολόγων και επαγγελματίες με τη δέουσα διορατικότητα και τα απαραίτητα συκώτια να διατρέξουν τη χώρα “από χωρίου εις χωρίον”, επιμένοντας και αναλαμβάνοντας το “πολιτικό κόστος” με βάση το οποίο χτίστηκε το νεοελληνικό κράτος.
Εθνική αξιοπρέπεια
Η παλιγγενεσία που χρειαζόμαστε δεν εξαντλείται με τα πανηγύρια μιας χρονιάς καθώς απαιτεί μακροχρόνια προσπάθεια από όλους μας προκειμένου να αποφύγουμε την… εξώδικο των προγόνων μας για απαγόρευση της χρήσης του δικού τους κλέους, στη διαμόρφωση του οποίου απείχαν οι κοτζαμπάσηδες τοποτηρητές της οθωμανικής εξουσίας. Πόσο τραγικό για όλους μας είναι να έχουμε την ανάγκη πανηγυρισμών όταν, μετά μια πεντηκονταετία από τον εορτασμό των 150 χρόνων το 1971 μεσούσης της χούντας– εξακολουθούμε να αναζητούμε την ελπίδα της ανάστασης από έναν όχι και τόσο ορατό, δυστυχώς, δυνάστη όπως ο Οθωμανός ή ο ναζί;
Πόσο καθηλωμένοι νιώθουμε από την αποχαύνωση στην οποία περιήλθαμε μετά από χρόνια (ψ)ευδαιμονίας ώστε να μην κινητοποιηθούμε σε δικαίωση των αγώνων τους, αντί να συμμετέχουμε στην προσπάθεια εκείνων των οποίων η ματαιοδοξία υπερτερεί της ανάγκης ανάκτησης της εθνικής μας αξιοπρέπειας;
Είναι αποδεκτή η επιτυχία μιας στρατηγικής να κερδηθεί ο πόλεμος χωρίς μάχη, όπως επιχειρεί άλλωστε και ο εξ ανατολών γείτονας ενθαρρυμένος από τους φίλους του, περιμένοντας τους δικούς μας “φίλους”, να μας τη χαρίσουν ως αποζημίωση του πολιτισμού που τους πρόσφεραν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι; Είναι δυνατόν από τα τοτέμ που εξελίχθηκαν σε ταμπού προστατευμένα από κάθε κριτική ή έλεγχο και σε ρυθμιστές της τύχης μας, να περιμένουμε κάτι καλύτερο από την περαιτέρω ραγιαδοποίησή μας;