Τρεις τύποι εξυπνάκηδων – Ο “Έχω άποψη”, ο “Κάνω κριτική” & ο “Δίνω μαθήματα”
05/01/2022Όλο και πιο συχνά πλέον διαπιστώνουμε την αδυναμία των ανθρώπων να συνεννοηθούν μεταξύ τους, να κάνουν έναν εποικοδομητικό διάλογο με αρχή, μέση και τέλος, να μπορούν να συνυπάρξουν σε μια συζήτηση, να συνεργαστούν σε μια δύσκολη ώρα που ο ένας χρειάζεται τον άλλο. Ακόμη, αδυνατούν να συνεισφέρουν στην οικοδόμηση ενός κοινού κώδικα ερμηνείας και αντιμετώπισης της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής κρίσης.
Άλλωστε, ένας από τους βασικούς λόγους της καλλιέργειας του αισθήματος της μοναξιάς, στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες αλλά ιδιαίτερα στην ελληνική που ταλανίζεται από όλες τις προαναφερόμενες μορφές κρίσης, είναι η ασυνεννοησία που απορρέει από αυτήν την κατάσταση των συλλογικών μονολόγων, που η πανδημία έχει παροξύνει. Στο παρόν άρθρο θα αναφερθούμε σε τρεις βασικούς κοινωνικούς τύπους που διακρίνονται στην οργάνωση τέτοιων κενών μορφών επικοινωνίας: δίπλα σε εκείνους που “έχουν άποψη για τα πάντα” ή εκείνων που “κάνουν μονίμως κριτική”, υπάρχουν και εκείνοι που δίνουν σε κάθε ευκαιρία “μαθήματα”.
Ο “Έχω άποψη”
Το εν λόγω ύφος το συναντούμε διαρκώς στην καθημερινότητα, μέσα από φράσεις που ακούγονται όλο και πιο συχνά και τρόπους έκφρασης τύπου «εγώ θεωρώ ότι…», «εγώ νομίζω ότι…», «δεν διαφωνώ, αλλά…». Επίσης, παρατηρούμε το ίδιο ύφος του “έχοντος άποψη για τα πάντα” σε φράσεις και εκφράσεις στο πλαίσιο μιας συζήτησης. Σ’ αυτήν, ενώ δηλώνεται μια υποτιθέμενη διαφωνία, συχνά ασαφής ως προς το περιεχόμενό της από έναν εκ των συνομιλητών, οι άλλοι συνομιλητές αναρωτιούνται συχνά πού ακριβώς βρίσκεται η εστία της διαφωνίας: στην πραγματικότητα δεν φαίνεται ούτε να συμφωνούν ούτε να διαφωνούν.
Απλά, αυτός που υποτίθεται ότι διαφώνησε προσθέτει επί της ουσίας κάτι συμπληρωματικό, ή πολλές φορές και άσχετο με το θέμα συζήτησης. Ποιο είναι το νόημα, λοιπόν, μιας τέτοιας εκπεφρασμένης υποτιθέμενης διαφωνίας, αν όχι να προσδώσει κύρος στον “διαφωνούντα”, ή, ακόμα χειρότερα, να γεμίσει με λέξεις τον κατά τα άλλα κενό χρόνο του διαλόγου;
Σε αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται για μια απομίμηση διαλόγου, στον οποίο οι συμμετέχοντες παριστάνουν μάλλον ότι συζητούν, ότι συμφωνούν ή διαφωνούν, ότι διαφοροποιούνται εν όλω ή εν μέρει από τις θέσεις του συνομιλητή τους, ότι έχουν την άλφα ή τη βήτα άποψη, η οποία συγκρούεται ή αντιτίθεται με τις υπόλοιπες απόψεις που κατατίθενται στη συζήτηση. Με άλλα λόγια, πρόκειται σε όλες αυτές τις περιπτώσεις για μια συμβατικού τύπου μορφή επικοινωνίας κενή περιεχομένου, ίσως κάποτε και στερημένη συγκεκριμένου αντικειμένου διαλόγου. Ή για να το πούμε αλλιώς, για μια προσομοίωση συζήτησης που γίνεται για να γίνεται.
Ο “Κάνω κριτική”
Μια άλλη κατηγορία συνομιλητή είναι ο διαρκώς κριτικός (αν όχι και επικριτικός) συζητητής. Θεωρεί ότι το διανοητικό και κοινωνικό κύρος αντλείται κυρίως από την κριτική στάση απέναντι στην κοινωνία, τη ζωή, τα πράγματα. Είναι εκείνος που από την παρεξηγημένη έννοια της ανάπτυξης της κριτικής σκέψης στο σχολείο, κράτησε και έκανε σημαία της ζωής του την “κριτική”.
Ό,τι κι αν κληθεί να σχολιάσει, για όποιο ζήτημα και αν ερωτηθεί, για όποιο θέμα και αν ζητήσει κάποιος τη γνώμη του, ό,τι και αν επιχειρεί να συζητήσει κανείς μαζί του, αυτός θα κάνει “κριτική” σε ό,τι κι αν λέγεται. Σε τίποτε δεν είναι απόλυτα σύμφωνος, τίποτα δεν είναι γι’ αυτόν αρκετά καλό, ώστε να τον ικανοποιεί: όλα θα πρέπει να “ιδωθούν επίσης από μια διαφορετική οπτική γωνία”.
Ο “Δίνω μαθήματα”
Εδώ παρατηρούμε τον τύπο του “φωτεινού παντογνώστη” που δίνει μαθήματα ή συμβουλές σε κάθε ευκαιρία, χρησιμοποιώντας ρητορικά τεχνάσματα για να κρύψει την ένδεια των επιχειρημάτων που θα ταίριαζαν καλύτερα στις περιστάσεις. Ενδεικτικές φράσεις που συμπεριλαμβάνονται στο καθημερινό λεξιλόγιό του είναι στομφώδεις εισαγωγικές ατάκες του τύπου: «Άκουσέ με..», «Πρόσεξέ με..», οι οποίες διατυπώνονται με το απαραίτητο ύφος και τουπέ, που θεωρεί ότι του προσδίδει κύρος.
Βέβαια, αυτό το είδος “συμβουλάτορα”, παρότι είναι γνωστό εδώ και πολλούς αιώνες, σήμερα πλήθυνε λόγω κυρίως της μαζικοποίησης της ανώτατης εκπαίδευσης και της διάχυσης της πληροφορίας μέσω internet. Κοινό χαρακτηριστικό και των τριών τύπων είναι καταρχάς ότι είναι κάτοχοι τίτλων σπουδών που πιστοποιούν ότι είναι πιο εκπαιδευμένοι και πιο πληροφορημένοι από τις προηγούμενες γενιές.
Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται:
- Για άτομα που διαθέτουν τίτλους σπουδών, οι οποίοι, όταν δεν είναι κενοί γνωστικού περιεχομένου, έχουν συχνά αποκτηθεί με χίλιες δυο διευκολύνσεις αποφοίτησης που συνήθως παρέχει το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ιδιαίτερα στους φοιτητές.
- Για άτομα που διαθέτουν κάποιες στενές τεχνοεπιστημονικές εξειδικεύσεις που ναι μεν δεν τους δίνουν καμία αρμοδιότητα να μιλήσουν επί παντός επιστητού, αλλά ωστόσο οι ίδιοι το πράττουν.
- Για άτομα, χωρίς πτυχίο, αλλά υπερπληροφορημένα από το διαδίκτυο με αποσπάσματα λίγο ή πολύ ασύνδετων μεταξύ τους γνώσεων και πληροφοριών.
Το lifestyle των “πτυχιοποιημένων”
Με το αναμάσημα των παραπάνω πληροφοριών, τα άτομα αυτά μιμούνται, όπως μπορούν, το lifestyle των “πτυχιοποιημένων”. Συνεπώς, στην απλοϊκή φαντασία τους, θεωρούν τον εαυτό τους αυτοδίδακτο υποψιασμένο “επιστήμονα”, “φιλόσοφο” κλπ. Επιπρόσθετα, οι τρεις κοινωνικοί τύποι “πονηρεμένων αφελών”, στους οποίους αναφερθήκαμε, χαρακτηρίζονται από την ανάγκη αυτοπροβολής ενός ναρκισσευόμενου εαυτού, την ικανοποίηση που αντλούν από το άκουσμα της φωνής τους, ανεξαρτήτως περιεχομένου των λεγομένων, από τον φόβο της σιωπής, ή αλλιώς του διαπροσωπικού χρόνου που δεν επενδύεται με λέξεις.
Ταυτόχρονα, χαρακτηρίζονται από την ανάγκη τους να νιώθουν σημαντικοί, συνεισφέροντας “νέες και πρωτότυπες” απόψεις, όπως υποτίθεται, στη συζήτηση, καθώς επίσης από την επιδίωξή τους να δείχνουν πληροφορημένοι, διανοούμενοι, άνθρωποι των τεχνών ή και των γραμμάτων, κριτικοί νόες.
Πώς λοιπόν προσπαθούν να επιτύχουν τους στόχους της επιθυμητής αυτοεπιβεβαίωσής τους; Γενικεύοντας μια συμπεριφορά που συχνά συναντάται στους εφήβους και που παλαιότερα θεωρείτο αγενής και αντικοινωνική και η οποία συνοψιζόταν στον χαρακτηρισμό: πνεύμα αντιλογίας. Εν τέλει, είναι συχνά σοβαροφανείς, κραυγαλέα επιδεικτικοί, χωρίς ίχνος μετριοφροσύνης, στερούνται την ικανότητα του αυτοσαρκασμού και μοιάζουν κάποιοι από αυτούς να περιφρονούν οτιδήποτε θυμίζει λαϊκή σοφία ή κεκτημένη εμπειρία ζωής των προηγούμενων γενεών.