Ξέρετε ότι ο Κολοκοτρώνης παραμένει αφορισμένος από το Πατριαρχείο;
26/03/2022«Το μέλλον συχνά είναι προβλέψιμο. Το παρελθόν είναι αυτό που κάθε τόσο αλλάζει». (Ρήση του ρωσικού λαού)
Σήμα οιονεί κατατεθέν του Γέρου του Μοριά είναι η περίφημη περικεφαλαία του. Πόθεν όμως προέκυψε; Αν κανείς φαντάζεται πως την “έκανε παραγγελία” σε σιδηρουργό της Ζακύνθου, όπου διέτριβε κατά τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα, κάνει λάθος. Η εν λόγω περικεφαλαία, πράγματι, καθώς και το “σκωτικό αμπέχωνο” με τις θεαματικές επωμίδες που συνεχώς φορούσε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ακόμη το είδος της φουστανέλλας του συναποτελούσαν στολή ταγματάρχη αγγλικού στρατιωτικού σώματος, συγκεκριμένα του “Eλληνικού Ελαφρού Πεζικού του Δούκα της Υόρκης”.
Γιατί όμως ο Κολοκοτρώνης επέμενε να φέρει, σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασής μας, ενδυμασία διακριτική ανώτερου αξιωματικού βρετανικής στρατιωτικής μονάδας; Και το ερώτημα γίνεται οξύτερο, εάν αναλογιστεί κανείς ότι ο εθνικός μας ήρωας υπήρξε σταθερώς ρωσόφιλος, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε τελικώς να του επιβληθεί και θανατική καταδίκη. Παρά τα φαινόμενα, η απάντηση δεν είναι δυσχερής: Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και όλη του η οικογένεια είχαν αφοριστεί στις αρχές του 19ου αιώνα από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Κατά συνέπεια, ο Γέρος μας διαρκώς φοβόταν μήπως γίνει θύμα βίαιης προσβολής από κάποιον θερμόαιμο “Ελληνοορθόδοξο”. Σταθερώς, λοιπόν, κρατούσε πάνω του τα διάσημα Άγγλου αξιωματικού, ακριβώς για να ανακόψει την ορμή οποιουδήποτε σκόπευε, στο “όνομα της Εκκλησίας”, να παρεμποδίσει ή και να ανακόψει την –με σκοπό την Παλιγγενεσία μας– πολεμική του δράση. Γιατί αφορίστηκε ο Γέρος του Μοριά; Ως συνήθως, η απάντηση βρίσκεται θαμμένη βαθιά στον χρόνο. Έτσι, ακολουθώντας την προτροπή του αρχαίου ιστορικού μας, του Πολύβιου, πρέπει να επιχειρήσουμε βουτιά “μακράς διαρκείας” μέσα στους αιώνες.
Χριστιανικές εκκλησίες στην Πόλη
Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα, μέγα νομικό ζήτημα αναστάτωσε την πρωτευουσιάνικη ελίτ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εφόσον η Κωνσταντινούπολη είχε καταληφθεί το 1453, εξ εφόδου από το στράτευμα του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή, γιατί εξακολουθούσαν να υπάρχουν μέσα σε αυτή χριστιανικές εκκλησίες; Σύμφωνα με τη νομοθεσία του Ισλάμ, οίκοι “λατρείας των Χριστιανών” μπορούσαν να λειτουργούν μέσα σε υπό μουσουλμανική κυριαρχία πόλη, μόνο εάν αυτή είχε παραδοθεί με συνθήκη. Εάν, αντιθέτως, αυτή ήταν βιαίως εκπορθημένη, τότε οι εκκλησίες αμέσως μετατρέπονταν σε τζαμιά.
Στην Κωνσταντινούπολη, όμως, μόνο η Αγιά Σοφιά είχε γίνει τέμενος του Ισλάμ. Οι άλλες χριστιανικές εκκλησίες υπήρξαν βέβαια αντικείμενο λεηλασίας συχνά καταστροφικής, μα τελικώς δεν είχαν αφαιρεθεί από τη χριστιανική (ελληνοορθόδοξη) λατρεία. Προκειμένου να βρεθεί λύση στο ακανθώδες αυτό ζήτημα, η (για τους Έλληνες δυσμενής) επίλυση του οποίου μπορούσε να απειλήσει ακόμη και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, έγιναν δίκες, με μαρτυρικές καταθέσεις από υπέργηρους Τούρκους στρατιωτικούς που είχαν μετάσχει στην Άλωση κτλ.
Τελικώς τη λύση την έδωσε ο Sheikh-ul-Islam (ο Γέρος του Ισλάμ), δηλαδή η μετά τον Σουλτάνο και Χαλίφη ανώτερη θρησκευτική αυθεντία των Μουσουλμάνων. Σε μια μοναδικής ευστροφίας γνωμοδότησή του ο Σεΐχης δήλωσε ότι «ήταν μεν γνωστό πως η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης είχε γίνει βιαίως, αλλά κατά πάσα πιθανότητα αυτή είχε συντελεστεί βάσει συνθηκολόγησης».
Τί να σήμαινε το “Παλαιολόγοι”;
Η εν λόγω άποψη (χάρη στην οποία σώθηκαν το Πατριαρχείο και ο ελληνικός πληθυσμός της Βασιλεύουσας) δεν είναι τόσο παράλογη, όσο αρχικώς μπορεί να φανεί. Πράγματι, ο τελευταίος Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ Ρωμαίων Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος και πολλοί συναγωνιστές του σκοτώθηκαν πολεμώντας. Το θέμα όμως είναι ότι η μεγάλη πλειονότητα των συμμαχητών του Αυτοκράτορα ήταν Δυτικοευρωπαίοι, κυρίως Ιταλοί.
Ο τότε ελληνικός πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης αντιπαθούσε τον Βασιλιά του και δεν έστερξε να αντισταθεί ενεργώς ενάντια στην οθωμανική επιβουλή. Η κατάσταση αυτή, λίγο-πολύ ξεχασμένη σήμερα, έχει αποτυπωθεί σε σημαντικά λογοτεχνήματα, όπως π.χ. “Οι Μαυρόλυκοι” του Θ. Πετσάλη-Διομήδη, αλλά και καλλιτεχνήματα όπως ο πίνακας “Η πτώσις της Κωνσταντινουπόλεως” του Παναγιώτη Ζωγράφου.
Γιατί έτσι; Την απάντηση και σε αυτό μπορούμε να βρούμε βαδίζοντας στον δρόμο που μας άνοιξαν Αρχαίοι Έλληνες, συγκεκριμένα εκείνον της ετυμολογίας. Το όνομα της τελευταίας Δυναστείας τής –κατά τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο– “Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Ελληνικού Έθνους” (Βυζαντινής) ήταν: Παλαιολόγοι. Τί μπορεί, όμως, να σημαίνει το επίθετο αυτό; Κάποιους που “παλαιομιλούσαν”; Το ρήμα αυτό είναι ανύπαρκτο. Κάποιους που έλεγαν “παλιοκουβέντες”; Φήμη βλάσφημου δεν περιέβαλε μονάρχη της συγκεκριμένης οικογένειας. Τέλος πάντων… τί;
Η καταγωγή των Παλαιολόγων
Τη λύση μας έδωσε ο Κωνσταντίνος Σάθας, ο μέγας μεσαιωνοδίφης από το Γαλαξείδι. Σε έγγραφο βενετικών αρχείων που δημοσίευσε, διευκρινίζεται ότι η απώτερη καταγωγή των Παλαιολόγων εντοπίζεται στο Viterbo της Ιταλίας, πόλη της οποίας το λεκτικό έμβλημα ήταν Vetus Verbum (Παλαιός Λόγος στα λατινικά). O ιδρυτής της Δυναστείας, Μιχαήλ Η΄, απελευθέρωσε μεν την Κωνσταντινούπολη από τους Φράγκους που την είχαν εκπορθήσει το 1204, αλλά επιθυμούσε διακαώς την Ένωση των Εκκλησιών, Καθολικής και Ορθόδοξης, την άρση, με άλλα λόγια, του Σχίσματος του 1054. Την ίδια εκκλησιαστική πολιτική ακολούθησαν και οι περισσότεροι από τους διαδόχους του.
Ο τελευταίος, μάλιστα, ο ηρωικός Κωνσταντίνος ΙΑ΄, είχε σε τέτοιο βαθμό εκδηλώσει τα ενωτικά του φρονήματα, ώστε προτίμησε να στεφθεί Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ στον Μυστρά, σε περιβάλλον εξοικειωμένο με τις ιδέες του και όχι στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο πληθυσμός τού ήταν εχθρικός. Η κατάσταση οξύνθηκε ακόμη περισσότερο όταν, το 1451, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Γ΄, ομόφρων του Κωνσταντίνου ΙΑ΄, αναγκάστηκε, λόγω της εχθρότητας του ποιμνίου του, να φύγει στη Ρώμη, όπου και πέθανε.
Έτσι, όταν την άνοιξη του 1453, τα οθωμανικά στρατεύματα έζωσαν την Πόλη, το εκεί Πατριαρχείο είχε de facto καταργηθεί. Ευλόγως λοιπόν ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄, αφότου την κατέκτησε, έσπευσε να το ανασυστήσει, ορθώς θεωρώντας το ως στήριγμα της νεοπαγούς κυριαρχίας του στα Βαλκάνια. Την όλη κατάσταση που έτσι προέκυψε ευθαρσώς την περιγράφει ο εθνικός μας ιστορικός, Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Αρχικώς, ο Πατριάρχης υπαγόταν στον υπουργό Εξωτερικών της Υψηλής Πύλης (οθωμανικής κυβέρνησης).
Κατά συνέπεια, το αξίωμά του ήταν ανάλογο με εκείνο των βασιλέων και είχε δικαίωμα να ασκεί τη δική του εξωτερική πολιτική, εφόσον αυτή δεν έθιγε τα συμφέροντα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με την πάροδο των χρόνων το Πατριαρχείο βέβαια υποβαθμίστηκε, αλλά η υποβάθμιση αυτή ποτέ δεν υπήρξε ριζική. Και πάλι –όπως τονίζει ο εθνικός μας ιστορικός– οι χειρότεροι εχθροί των Κλεφτών υπήρξαν οι καλόγεροι, από τους οποίους προερχόταν ο άγαμος κλήρος, σε αντίθεση με τον έγγαμο, που συχνά αποδείχτηκε συμπαραστάτης των εξεγερμένων Ελλήνων. Έχοντας λοιπόν υπόψη αυτά, μπορούμε να προχωρήσουμε στην εξιστόρηση του δράματος των Κολοκοτρωναίων.
Γιατί αφορίστηκε ο Κολοκοτρώνης
Παρά την αγραμματοσύνη του, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν άνθρωπος μεγάλης κουλτούρας και εκπληκτικής οξύνοιας, ακόμη και νομικής. Ταχύτατα, λοιπόν, όπως σαφώς συνάγεται από τα Απομνημονεύματά του, κατανόησε την πηγή της νομιμοποίησης της οθωμανικής κυριαρχίας στην Ελλάδα. Ο Βασιλιάς, Κωνσταντίνος ΙΑ΄, είχε σκοτωθεί χωρίς να υπογράψει καμία συνθήκη. Ποιος λοιπόν νομιμοποιούσε την εξουσία του Σουλτάνου πάνω στους Έλληνες; Το Πατριαρχείο και κατ’ επέκταση ο άγαμος κλήρος, από τον οποίο αναδεικνύονταν οι επίσκοποι.
Έτσι, όταν το 1804 (1805;) άρχισε τη δική του εξέγερση κατά των Οθωμανών, εγκαινίασε την επαναστατική του δράση με πράξη αυτόχρημα συμβολική. Οι οπλοφόροι του πιάσανε κοντά στην Τρίπολη τον πρωτοσύγκελλο Χριστιανουπόλεως Άνθιμο Ανδριανόπουλο, τον λήστεψαν, τον κακοποίησαν και –σύμφωνα με παράδοση ακόμη ζωντανή– τον θανάτωσαν. Το μένος των Κολοκοτρωναίων εξηγείται: Όπως φαίνεται, ο εν λόγω πρωτοσύγκελλος δεν ήταν απλός κοτζάμπασης (Χριστιανός προεστός) αλλά “αγιάνης”, θεωρούνταν δηλαδή ίσος με τους Τούρκους προύχοντες.
Φυσικά, αναστατώθηκαν οι πάντες και γρήγορα το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως εξαπέλυσε κατά των Κολοκοτρωναίων αφορισμό τόσο άγριο, που ράιζαν και οι πέτρες. Το ποιος κατείχε τότε τον πατριαρχικό Θρόνο παραμένει ασαφές. Λέγεται πως ήταν ο –κατόπιν εθνομάρτυρας– Γρηγόριος Ε’, αλλά το πιθανότερο είναι πως υπεύθυνος υπήρξε ο Καλλίνικος Δ’.
Όπως και να είναι, άρχισε απηνής διωγμός κατά του Κολοκοτρώνη, των συγγενών και οπαδών του, ο οποίος αποκορυφώθηκε με τη θανάτωση του Γιάννη, αδελφού του Γέρου τού Μοριά, στη Μονή Αιμυαλών, κοντά στη Δημητσάνα, από Χριστιανούς της περιοχής. Λίγο αργότερα, ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, συνειδητοποιώντας πως πια “ο τόπος δεν τον σήκωνε”, κατέφυγε στα Επτάνησα. Έμελλε να ξαναγυρίσει στον τόπο του, στις αρχές του 1821, προκειμένου να πάρει μέρος στην έναρξη του Μεγάλου Σηκωμού.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε ειρηνικά στις αρχές του 1843 και κηδεύτηκε με μεγάλες τιμές. Αυτό σήμαινε ότι πατριαρχικός αφορισμός είχε de facto αρθεί. Η άρση, όμως, δεν έχει ακόμη γίνει και de jure. Ας ευχηθούμε, λοιπόν, σύντομα να πραγματοποιηθεί και αυτό. Πράγματι, συνιστά ασέβεια το να παραμένει –τυπικώς έστω– αφορισμένος ο άνθρωπος στον οποίο η Σύγχρονη Ελλάδα οφείλει την ύπαρξή της.