1827: Γιατί ο Φαβιέρος δεν κατάφερε να απελευθερώσει την Χίο
01/07/2022Ο συνταγματάρχης Κάρολος Φαβιέρος ήταν ο Γάλλος φιλέλληνας που εκστράτευσε κατά των Τούρκων στην Χίο το 1827, προκειμένου να γευτεί και το μαρτυρικό νησί την ελευθερία. Έχοντας διαλύσει όλα εχθρικά τμήματα των Τούρκων, διέταξε τους άνδρες του να προετοιμαστούν για την τακτική πολιορκία του φρουρίου της Χίου. Πράγματι, τα ελληνικά τμήματα, υπό την καθοδήγηση του φιλέλληνα αντισυνταγματάρχη Αμπάτι, κατασκεύασαν πολιορκητικά χαρακώματα, περιζώνοντας το φρούριο και κανονιοστάσια, στα οποία έλαβε θέσεις το πυροβολικό.
Στις 20 Οκτωβρίου το ελληνικό πυρβολικό άρχισε την προσβολή του φρουρίου, του τελευταίου εμποδίου για την απελευθέρωση της Χίου. Ιδιαιτέρως ενοχλητικό για τους Τούρκους ήταν το ελληνικό κανονιοστάσιο της Τουρλωτής. Από τη θέση εκείνη ο υπολοχαγός πυροβολικού Κουτζογιαννόπουλος είχε καταπληκτική θέα του φρουρίου, και κατά συνέπεια την ευκαιρία να εξαπολύει θανατηφόρες ομοβροντίες εναντίον του, με τα δύο βαριά του πυροβόλα.
Ωστόσο οι πολιορκημένοι ασφυκτικά από την ξηρά Τούρκοι, είχαν την ευκαιρία να εφοδιάζονται με τρόφιμα , πυρομαχικά και άνδρες, από τη θάλασσα, εφόσον δεν υπήρχαν ελληνικά πολεμικά πλοία στην περιοχή, για να τους εμποδίσουν. Ακόμα και με λέμβους οι Τούρκοι εφοδίαζαν τις νύκτες το φρούριο, καθιστώντας αδύνατη την εκπόρθηση του. Ο Φαβιέρος δεν μπορούσε ούτε καν να διανοηθεί να εκτελέσει έφοδο κατά του φρουρίου, εφόσον η πολιορκημένη φρουρά, ενισχυμένη διαρκώς, έφτασε να αριθμεί περισσότερους άνδρες από τους πολιορκητές της!
Τότε ο Φαβιέρος ζήτησε τη συνδρομή της επιτροπής των Χιωτών, ώστε να βρεθεί λύση στο αδιέξοδο. Δυστυχώς όμως, όχι μόνο δεν βρήκε υποστήριξη, αλλά κατηγορήθηκε και για κακοδιοίκηση. Η επιτροπή μάλιστα του ζήτησε να της υποβάλει έκθεση πεπραγμένων, και από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, να της ζητά την έγκρισή της για κάθε του ενέργεια! Ο Φαβιέρος οργισμένος, κατάλαβε ότι και πάλι ήταν μόνος.
Μπορούσε να στηριχθεί μόνο στο Τακτικό. Και σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, στις 29 Οκτωβρίου, ένα γαλλικό πολεμικό αγκυροβόλησε στη Χίο και ένας αξιωματικός του συναντήθηκε με τον Φαβιέρο ζητώντας του, με εντολή του ναυάρχου ντε Ρινί, να διακόψει την επιχείρηση και να αποχωρήσει αμέσως από τη Χίο.
Απόβαση και επιστροφή
Ο Φαβιέρος απέρριψε την πρόταση και συνέχισε τον αγώνα. Την επομένη πάντως έφτασε στη Χίο η φρεγάτα “Ελλάς”, το ισχυρότερο πολεμικό του ελληνικού στόλου, το οποίο εφοδίασε τον Φαβιέρο με πυρομαχικά και με νέα πυροβόλα. Ύστερα από τέσσερις μέρες όμως η φρεγάτα “Ελλάς” απέπλευσε, αφήνοντας και πάλι ελεύθερο τον δίαυλο επικοινωνίας των πολιορκημένων με την μικρασιατική ακτή.
Τότε ο Φαβιέρος επιχείρησε να καταλάβει εξ εφόδου τον λεγόμενο Θαλασσόπυργο, έναν πύργο, εξάρτημα του φρουριακού συγκροτήματος, υπό την κάλυψη του οποίου οι Τούρκοι εκφόρτωναν τα εφόδια και τους άνδρες που έφταναν από την Ιωνία. Το εγχείρημα όμως έγινε αντιληπτό από τη φρουρά και οι 200 Έλληνες στρατιώτες που το επιχείρησαν, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, υπό τα συγκεντρωτικά πυρά των πυροβόλων του φρουρίου.
Τότε ο Φαβιέρος συνέλαβε ένα ακόμα πιο παράτολμο σχέδιο. Την πυρπόληση των τουρκικών μεταγωγικών πλοιαρίων τα οποία ναυλοχούσαν στο λιμάνι του Τσεσμέ, στην μικρασιατική ακτή. Το βράδυ της 5ης Δεκεμβρίου 1827 το Α Τάγμα Πεζικού επιβιβάστηκε σε πλοιάρια και υπό την κάλυψη του πυρπολικού του Κωνσταντίνου Κανάρη, αποβιβάσθηκε στο Τσεσμέ.
Το σχέδιο προέβλεπε ταυτόχρονη επίθεση κατά των Τούρκων από ξηράς – Α Τάγμα Πεζικού – και από θαλάσσης – πυρπολικό Κανάρη. Ο Κανάρης όμως, λόγω της νηνεμίας δεν κατόρθωσε να επιτεθεί στην συμφωνημένη ώρα. Το δε Α Τάγμα έγινε αντιληπτό από ισχυρότατες τουρκικές δυνάμεις που έσπευσαν εναντίον του. Το τάγμα τότε σχημάτισε γραμμή δύο ζυγών, έβαλλε μια ομοβροντία κατά των Τούρκων και με τάξη επιβιβάστηκε και πάλι στα πλοιάρια και επέστρεψε στη Χίο.
Σύγκρουση Φαβιέρου-Γουσούφ
Η αποτυχία της επιχείρησης πάντως επέστρεψε στους Τούρκους να συνεχίζουν ανενόχλητοι να εφοδιάζουν τους πολιορκημένους στη Χίο. Κάποια στιγμή ο Τούρκος διοικητής της Χίου Γουσούφ, έχοντας συγκεντρώσει πολλούς άνδρες, αποφάσισε να πραγματοποιήσει έξοδο. Το βράδυ της 11ης Ιανουαρίου 1828 δύο τουρκικά σώματα εξήλθαν του φρουρίου. Το ισχυρότερο, δυνάμεως 500 ανδρών, επιτέθηκε κατά του κανονιοστασίου της Τουρλωτής, το οποίο και κατέλαβε, παρά την ηρωική άμυνα των πυροβολητών φρουρών του.
Το δεύτερο τουρκικό σώμα, αναλόγου δυνάμεως, επιτέθηκε κατά τμήματος του ελληνικού πολιορκητικού χαρακώματος, του οχυρώτερου σημείου της ελληνικής γραμμής, το οποίο για αυτόν τον λόγο ο Φαβιέρος το είχε εμπιστευθεί σε Χίους εθελοντές. Οι Τούρκοι κατόρθωσαν να κυριεύσουν το τμήμα αυτό του χαρακώματος και επιχείρησαν να κυριεύσουν και το υπόλοιπο.
Μόνο ένα τμήμα του χαρακώματος, το οποίο φρουρείτο από τους άνδρες του οπλαρχηγού Γκέκα και αποσπάσματος τακτικών, άντεξε στην τουρκική έφοδο και αμύνθηκε σθεναρά, κερδίζοντας πολύτιμο χρόνο, τον οποίον αξιοποίησε ο Φαβιέρος. Ο συνταγματάρχης διέταξε το Β Τάγμα, το οποίο τηρούσε σε εφεδρεία, να αντεπιτεθεί άμεσα κατά των Τούρκων.
Και πάλι οι 300 τακτικοί Έλληνες στρατιώτες φάνηκαν ανώτεροι του τουρκικού όχλου. Με μια εμπνευσμένη έφοδο οι άνδρες του ταγματάρχη Πίσσα ανέτρεψαν τους έως τότε νικητές Τούρκους, και τους διέλυσαν κυριολεκτικά. Παράλληλα ο Φαβιέρος τέθηκε ο ίδιος επικεφαλής του Γ Τάγματος και του ιππικού, το οποίο στο μεταξύ είχε αφιχθή στο νησί, και εκτέλεσε σφοδρή αντεπίθεση, συντρίβοντας τους Τούρκους που είχαν καταλάβει την Τουρλωτή και ανακαταλαμβάνοντας το κανονιοστάσιο.
Η τελευταία νίκη
Οι επιζήσαντες Τούρκοι τράπηκαν σε φυγή και κλείστηκαν και πάλι στο φρούριο, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 200 νεκρούς και 24 αιχμαλώτους (άλλες πηγές κάνουν λόγο για 300 νεκρούς και 30 αιχμαλώτους), ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο αρχηγός των Αλβανών Αλή μπέης.
Αντίθετα οι ελληνικές απώλειες στη μεγάλη αυτή μάχη ήταν πολύ μικρές, μόλις οκτώ άνδρες σκοτώθηκαν και 15 τραυματίσθηκαν, ανάμεσά τους και ο Φαβιέρος και οι Χιώτες οπλαρχηγοί Αναγνώστης Καρδαμυλιώτης και Νεόφυτος Διάκος (κατ’ άλλους οι συνολικές ελληνικές απώλειες έφτασαν τους 48 νεκρούς και τραυματίες).
Η νίκη όμως αυτή, έμελλε να είναι η τελευταία. Ήδη τουρκικός στολίσκος, υπό τον Ταχήρ πασά, έσπευδε προς η Χίο για να άρει την πολιορκία του φρουρίου. Ο Ταχήρ είχε στη διάθεση του ένα δίκροτο των 60 πυροβόλων, μια φρεγάτα των 34 πυροβόλων και δύο βρίκια.
Απέναντι σε αυτά τα πλοία η ελληνική μοίρα αποτελείτο από το βρίκι του Παπανικολή, των 18 πυροβόλων, μια μικρή γολέτα και το πυρπολικό του Κανάρη. Στο μεταξύ ο Φαβιέρος αντιμετώπιζε και άλλα προβλήματα. Πρώτα από όλα σημαντικό πρόβλημα ήταν η έλλειψη πυρίτιδας.
Πολεμώντας μέχρι τέλους
Οι συνεχείς εισηγήσεις του προς τη επιτροπή των Χιωτών, για προμήθεια των αναγκαίων δεν έφερναν αποτέλεσμα, καθώς η επιτροπή, μετά την άφιξη του Καποδίστρια στην Ελλάδα, ήταν σίγουρη ότι η Χίος θα απελευθερωνόταν, ούτως ή άλλως, και άρα δεν χρειαζόταν άλλες θυσίες. Την 1 Μαρτίου όμως οι ψευδαισθήσεις τους διαλύθηκαν με τον χειρότερο τρόπο. Ο Ταχήρ εμφανίστηκε στη Χίο και ύστερα από σφοδρό κανονιοβολισμό άρχισε να αποβιβάζει στρατεύματα.
Οι κάτοικοι της Χίου, με τις φρικτές σκηνές του 1822 νωπές ακόμα στη μνήμη τους, τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή, εγκαταλείποντας τα πάντα. Μαζί τους έτρεψε να σωθεί και η επιτροπή, αφήνοντας τον στρατό να πολεμήσει μόνος, χωρίς καν πυρομαχικά. Παρόλα αυτά ο Φαβιέρος ήταν αποφασισμένος να πολεμήσει.
Έτσι μόλις κόπασε ο τουρκικός κανονιοβολισμός, χωρίς ελληνική αντίδραση, αφού τα κανονιοστάσια της Τουρλωτής και του Ψωμίου δεν είχαν πυρίτιδα, ώστε να μπορέσουν τα πυροβόλα τους να βάλλουν, ο Ταχήρ απέστειλε λέμβους, γεμάτες με στρατιώτες στο νησί. Πριν καλά καλά οι Τούρκοι προλάβουν να πατήσουν στην παραλία της Χίου, είδαν έντρομοι απέναντι τους το Β Τάγμα Πεζικού να είναι ταγμένο σε γραμμή δύο ζύγών, με τα όπλα προτεταμένα, στη θέση σκόπευσης.
Ξαφνικά μια ομοβροντία 300 μουσκέτων έσκισε τον αέρα και θέρισε τους Τούρκους. Δεκάδες έπεσαν. Οι υπόλοιποι επιχείρησαν να αποβιβαστούν. Νέα όμως ομοβροντία έστειλε ακόμα περισσότερους Τούρκους στο Άδη. Αμέσως μετά το Β Τάγμα μετασχηματίστηκε σε σχηματισμό φάλαγγας εφόδου και επιτέθηκε με την ξιφολόγχη κατά των εναπομεινάντων εν ζωή Τούρκων. Οι τελευταίοι, έσπευσαν τότε να επιβιβαστούν στις λέμβους για να γλιτώσουν.
Οι Έλληνες τους πρόλαβαν όμως και πολύ λίγοι από το πρώτο κύμα, επέζησαν, καταφεύγοντας στα πλοία τους. Παρά τη νίκη πάντως, τα άτακτα ελληνικά τμήματα είχαν ήδη παντελώς αποδιοργανωθεί και εγκατέλειπαν τις θέσεις τους. Η πολιορκία έπρεπε να αρθεί. Ο Φαβιέρος διέταξε το Γ Τάγμα να περιφέρετε σε όλο το μήκος των χαρακωμάτων και να βάλλει κάθε τόσο, κατά του φρουρίου, από διαφορετικές θέσεις κάθε φορά, ώστε να καλύψει την απαγκίστρωση των δυνάμεων του.
Οι πυροβολητές διατάχθηκαν να αχρηστεύσουν τα βαριά τους πυροβόλα και να πάρουν μόνο τα ελαφρά μαζί τους. Τελικά ο τακτικός στρατός, εγκαταλελειμμένος παντελώς από όλους, και από τα άτακτα τμήματα, οι άνδρες των οποίων είχαν μαζικά λιποτακτήσει, κινήθηκε προς το χωριό Μεστά, στο οποίο αφίχθη ύστερα από τρεις μέρες.
Το τραγικό τέλος
Εκεί ο Φαβιέρος έμαθε ότι επιτέλους ο ελληνικός στόλος είχε αφιχθή στη Χίο και είχε τρέψει σε φυγή τον τουρκικό. Θέλησε τότε να επαναλάβει την πολιορκία. Συνάντησε όμως την άρνηση όλων και κυρίως των οπλαρχηγών των ατάκτων σωμάτων, οι οποίοι του δήλωσαν ότι εάν δεν εφοδιάζονταν με τρόφιμα και πυρομαχικά και εάν δεν τους καταβάλλονταν μισθοί δύο μηνών δεν θα συνέχιζαν.
Ο Φαβιέρος προσπάθησε να πείσει την επιτροπή των Χιωτών να αποδεχθεί τα αιτήματα των ατάκτων, αλλά εκείνη τα απέρριψε, απαιτώντας πρώτα την επανάληψη της πολιορκίας, υποσχόμενη ότι αμέσως μετά θα χορηγούσε τα αναγκαία. Στο μεταξύ οι Τούρκοι, εκμεταλλευόμενοι την υποχώρηση των Ελλήνων, ανακατέλαβαν την πόλη και ακολούθησαν τα ελληνικά τμήματα ως Κόκκινα, όπου είχαν αποτραβηχτεί.
Ο Φαβιέρος ανέλαβε τότε γενική επίθεση με το Τακτικό συντρίβοντας για μια ακόμα φορά τους Τούρκους. Την 5η Μαρτίου όμως όλα είχαν τελειώσει. Τα ελληνικά τμήματα επιβιβάστηκαν σε πλοία που τα μετέφεραν στην Πελοπόννησο. Η Χίος θα περίμενε ως το 1912 για να αντικρίσει το φτερούγισμα της λευτεριάς.
Τα αίτια της αποτυχίας
Κάθε αποτυχία έχει, ή πρέπει να έχει και τους υπευθύνούς της. Έτσι και η αποτυχημένη εκστρατεία της Χίου, η οποία οδήγησε το νησί σε επιπλέον 80 έτη τουρκικής σκλαβιάς, είχε πολλούς υπευθύνους για το αποτέλεσμά της. Ο μόνος πάντως που δεν ευθυνόταν για την αποτυχία ήταν ο Φαβιέρος και το Τακτικό.
Παρόλα αυτά ο ιστορικός Τρ. Ευαγγελίδης υποστηρίζει ότι ο Φαβιέρος είχε λάβει 6.000 νομίσματα από τον Καποδίστρια για να συνεχίσει τις επιχειρήσεις, τα οποία θεωρεί ότι καρπώθηκε ο ίδιος. Η κατηγορία αυτή, είναι βαριά για τον Φαβιέρο και εκτός των άλλων δεν μπορεί να αποδειχθεί. Το αυτό πρεσβεύει πάντως και ο Λουκάς Ράλλης.
Ο Ορλάνδος από την πλευρά του, αποδίδει, ορθώς, τα αίτια της αποτυχίας στην έλλειψη εφοδιασμού, αλλά και ομοψυχίας και την άποψη του συμμερίζεται και ο μεγάλος φιλέλληνας και στρατιώτης Τόμας Γκόρντον. Τις βαρύτερες όμως ευθύνες έφεραν σαφώς η κυβέρνηση, αλλά και η επιτροπή των Χίων, οι οποίες από κάποια στιγμή και έπειτα, λόγω υπερβολικής σιγουριάς περισσότερο, εγκατέλειψαν τον Φαβιέρο και τους άνδρες του στην τύχης τους.
Ευθύνες επίσης φέρουν και οι διάφοροι οπλαρχηγοί των ατάκτων στρατευμάτων, οι οποίοι στάθηκαν ανίκανοι να πειθαρχήσουν τους άνδρες τους και να τους εμφυσήσουν, πατριωτικό παλμό. Διαφορετικά πως μπορεί να εξηγηθεί η επαίσχυντη ομαδική λιποταξία των ανδρών τους και η απαίτησή τους για καταβολή μισθών;
Ακόμα ευθύνες έχει και το ναυτικό, το οποίο δεν φρόντισε να διαθέσει αρκετά πλοία για την τήρηση του ναυτικού αποκλεισμού του νησιού, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να ενισχύονται ανενόχλητοι. Αυτό πάντως που μετρά είναι το αποτέλεσμα και το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό για την Ελλάδα. Το μόνο θετικό πάντως εξαγώγιμο από την επιχείρηση συμπέρασμα αφορούσε την εξαίρετη πολεμική διαγωγή του Τακτικού Στρατού. Με αφορμή τις επιχειρήσεις αυτές, ο Ιωάννης Καποδίστριας επίσπευσε τις διαδικασίες ανασυγκρότησης του Τακτικού Στρατού.