1941: Πώς καταρρίφθηκε το πρώτο γερμανικό αεροσκάφος στην Ελλάδα

1941: Πώς καταρρίφθηκε το πρώτο γερμανικό αεροσκάφος στην Ελλάδα, Ηρακλής Καλογεράκης

Πριν την γερμανική επίθεση στην Ελλάδα, στις 6 Απριλίου του 1941, η ναζιστική Γερμανία, το Μάρτιο του 1938, είχε εξαναγκάσει την Αυστρία σε άνευ όρων συνθηκολόγηση και την προσάρτησε στο Γ’ Ράιχ. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, υπό την απειλή πολέμου, ο Αδόλφος Χίτλερ προσάρτησε επίσης μερικές περιοχές της Δυτικής Τσεχοσλοβακίας (υπήρχε μια γερμανική μειονότητα 3.500.000) και διεκδικούσε και τη Σουδητία.

Ο Άγγλος πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεν, υποστηρικτής του κατευνασμού, δεν αντέδρασε. Απεναντίας, υπέγραψε με τη Γερμανία, Ιταλία και Γαλλία, τη “Συμφωνία του Μονάχου”, με την οποία αναγκαζόταν η Τσεχοσλοβακία να εκχωρήσει την Σουδητία στη Γερμανία, με αντάλλαγμα να μην προσαρτηθεί στη Γερμανία άλλο έδαφος της Τσεχοσλοβακίας. Όρος, που μερικούς μήνες αργότερα αθετήθηκε με την κατάληψη ολόκληρης της Τσεχοσλοβακίας (Μάρτιος 1939).

Όμως, αυτό δεν πυροδότησε τον πόλεμο. Ο πόλεμος ξεκίνησε όταν η Γερμανία επιτέθηκε κατά της Πολωνίας (1/9/39). Μετά από αυτό, Αγγλία και Γαλλία αναγκάστηκαν να κηρύξουν τον πόλεμο στη Γερμανία, αλλά δεν προέβησαν σε καμιά πολεμική ενέργεια. Μέσα Σεπτεμβρίου, η Ρωσία επίσης εισέβαλε στην Πολωνία και κατάλαβε τις ανατολικές επαρχίες. Υπήρχε ένα μυστικό πρωτόκολλο με τους Γερμανούς. Η διαμελισμένη Πολωνία παραδόθηκε και αμέσως, η Γερμανία προσάρτησε στο Γ’ Ράιχ τις δυτικές περιοχές.

Στη συνέχεια η Γερμανία εισέβαλε στη Δανία (9/4/1940) και μετά κατευθύνθηκε στη Νορβηγία. Εκεί συνάντησε αντίσταση, αλλά παρά την βοήθεια Αγγλίας και Γαλλίας, οι Γερμανοί κατέλαβαν όλα τα λιμάνια της και τελικά την ανάγκασαν να υπογράψει ανακωχή (Ιούνιος 1940). Μετά την κατάκτηση της Νορβηγίας, οι Γερμανοί στράφηκαν προς δυσμάς, καταλαμβάνοντας διαδοχικά Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Βέλγιο και Γαλλία.

Η Ιταλία, σύμμαχος της Γερμανίας από το 1936, μπήκε στον πόλεμο κατά των Γάλλων-Άγγλων (10/6/1940) και ο Μουσολίνι απευθυνόμενος στις ουδέτερες χώρες είπε: «Εγώ δηλώνω πανηγυρικά, πως η Ιταλία δεν σκοπεύει να συγκρουστεί με χώρες που συνορεύουν από ξηρά ή θάλασσα με μας. Η Ελβετία, η Γιουγκοσλαβία, η Ελλάδα, η Τουρκία και η Αίγυπτος ας λάβουν υπ’ όψιν τους αυτά τα λόγια και πως τυχόν εμπλοκή τους, θα εξαρτάται από εκείνες και μόνο από εκείνες».

Φαίνεται όμως πως άλλα έλεγε και άλλα είχε στο μυαλό του, γιατί στις 12/8/40 δήλωσε ότι, «αν παραχωρούνταν στην Ιταλία, η Κέρκυρα και η Τσαμουριά χωρίς να ανοίξει μύτη, δεν θα ζητούσε περισσότερα». Επίσης, προκάλεσε την Ελλάδα, με τον τορπιλισμό του καταδρομικού “Έλλη”, την ημέρα της Παναγίας στα νερά της Τήνου, από το υποβρύχιο “Delfino”. Ενέργεια, που ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα Emannuele Grazzi, χαρακτήρισε πράξη «ντροπής και πειρατείας».

Η επίθεση στην Ελλάδα

Μέσα Οκτωβρίου 1940 και μετά τη διαβεβαίωση των στρατιωτικών πως η κατάληψη της Ελλάδας θα ήταν εύκολη, αποφασίστηκε να εκδηλωθεί η επίθεση στην μικρότερη και ασθενέστερη στρατιωτικά Ελλάδα. Την 28/10/1940, 3 παρά 10 το πρωί, ο Ιταλός πρεσβευτής Grazzi επέδωσε στον Ιωάννη Μεταξά τελεσίγραφο, που έληγε μετά από τρεις ώρες, με το οποίο ζητούσε να καταλάβουν μερικά σημεία του ελληνικού εδάφους και υποσχόταν να σεβαστούν την ελληνική κυριαρχία στην υπόλοιπη επικράτεια. Όταν ο Μεταξάς ρώτησε ποια ήταν αυτά τα σημεία, ο Grazzi δεν είχε απάντηση και ως ήταν φυσικό, του είπε: «συνεπώς έχουμε πόλεμο!».

Οι ιταλικές δυνάμεις με αλβανική υποστήριξη, επιτέθηκαν στην Ελλάδα, αλλά αντί να προελαύνουν στην Ελλάδα, οπισθοχωρούσαν στην Αλβανία και μάλιστα με μεγάλες απώλειες. Η πανίσχυρη μεραρχία αλπινιστών “Τζούλια” συνετρίβη στην Πίνδο, ενώ όσο περνούσε ο καιρός οι επιχειρήσεις των Ιταλών όχι μόνο δεν έκαμπταν την ηρωική αντίσταση των Ελλήνων, αλλά έκαναν τον κόσμο να θαυμάζει τους Έλληνες.

Η Γερμανία, για να σώσει το γόητρο της Ιταλίας αλλά και για να εξασφαλίσει τις δυνάμεις της κατά την επικείμενη “επιχείρηση Μπαρμπαρόσα” στη Ρωσία, έστειλε στις 05:30 το πρωί της 6/4/1941, τον πρεσβευτή της στην Ελλάδα, πρίγκιπα Βίκτωρα Έρμπαχ να επιδώσει στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή διακοίνωση που έλεγε πως, σκοπός της γερμανικής επίθεσης ήταν να διώξουν από την Ελλάδα τους 62.000 άνδρες και τα αεροπλάνα των Βρετανών που είχαν σταλεί και πως κάθε αντίσταση στις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, θα συντριβόταν. Η απάντηση του Κορυζή ήταν ότι η Ελλάδα θα αντισταθεί στην γερμανική επίθεση με όλες της τις δυνάμεις.

Όμως, την Κυριακή 6 Απριλίου 1941, δεκαπέντε λεπτά πριν την επίσκεψη του πρέσβη, η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα είχε ξεκινήσει. Η “Επιχείρηση Marita” δεν αφορούσε μόνο την Ελλάδα, αλλά και τη Γιουγκοσλαβία. Τις μόνες χώρες των Βαλκανίων, μαζί με την Τουρκία, που δεν είχαν συμμαχήσει με τον Άξονα. Έτσι, οι δυνάμεις των ναζί επιτέθηκαν από την Βουλγαρία στην Θράκη και από την Γιουγκοσλαβία στη Μακεδονία, ενώ τα αεροπλάνα της Luftwaffe σφυροκοπούσαν ταυτόχρονα τις ελληνικές δυνάμεις στα σύνορα και το Βελιγράδι.

Η “μάχη των οχυρών”

Η Βέρμαχτ, υπό τον στρατηγό Βίλχελμ Λιστ, με 24 Μεραρχίες (680.000 άνδρες) από τις οποίες τρεις ήταν τεθωρακισμένες (1.200 τανκς) και δύο μηχανοκίνητες, και με την υποστήριξη 700 αεροπλάνων, θα επιχειρούσαν σε ένα μέτωπο 360 χλμ εκ των οποίων τα 170 ήταν στην γραμμή οχυρών Μεταξά. Η “μάχη των οχυρών” είχε ξεκινήσει και η Ελλάδα με 70.000 στρατιώτες βρέθηκε να πολεμά ταυτόχρονα με τους στρατούς τριών κρατών και να γράφει ακόμη μια λαμπρή σελίδα στην ιστορία της. Μια σελίδα, για την οποία ο Χίτλερ την 4η Μαΐου του 1941 ενώπιον του Reichstag (νομοθετικό σώμα της Γερμανίας) είχε πει: «Η ιστορική δικαιοσύνη με υποχρεώνει να πω ότι από όλους τους αντιπάλους, τους οποίους αντιμετωπίσαμε, ο Έλλην στρατιώτης ιδίως επολέμησε με ύψιστο ηρωισμό και αυτοθυσία».

Τα γερμανικά αεροπλάνα πετούσαν χωρίς να βρίσκουν αντίσταση μπροστά από τα τανκς και το μηχανοκίνητο πεζικό, καθάριζαν τον δρόμο τους, έπλητταν τις γραμμές ανεφοδιασμού σε ξηρά και θάλασσα και βομβάρδιζαν τα κύρια λιμάνια. Η δική μας αεροπορία, μαζί με τη βρετανική, δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τη γερμανική που ήταν πανίσχυρη και είχε αδιαμφισβήτητα αεροπορική υπεροχή.

Λίγες ώρες μετά την επίθεση στα σύνορα, στις 10:55, εμφανίστηκε στην Αττική ένα γερμανικό αναγνωριστικό αεροπλάνο που πέταξε πάνω από Νίκαια και Πειραιά. Το αεροπλάνο κατέβηκε από το βουνό, πέρασε τον Κορυδαλλό και κατευθύνθηκε προς το λιμάνι. Μόλις εντοπίστηκε, οι σειρήνες σήμαναν συναγερμό αλλά η αντιαεροπορική άμυνα δεν μπόρεσε να το καταρρίψει και αποχώρησε. Λίγο αργότερα, στις 14:30, ένα άλλο αναγνωριστικό αεροπλάνο ήλθε από το Σούνιο, πέρασε την Γλυφάδα, Φάληρο, Πειραιά, Κορυδαλλό και χάθηκε πίσω από το βουνό.

Η αντιαεροπορική μας άμυνα το εντόπισε έγκαιρα και τα πολυβολεία του Υμηττού, του Προφήτη Ηλία, του όρους Αιγάλεω, του Σχιστού, του Ναυστάθμου και της Ψυτάλλειας ανταποκρίθηκαν, αλλά το αεροσκάφος διέφυγε. Όμως, λίγο αργότερα το αναγνωριστικό εντοπίστηκε στον Κορινθιακό από ένα Hurricane της “80ης Μοίρας Δίωξης” της RAF που είχε απογειωθεί από την Ελευσίνα για να το αναχαιτίσει. Πιλότος του ήταν ο υποσμηναγός Peter Townley Dowding, ένας “άσσος” των αιθέρων.

Τα αεροπλάνα αντάλλαξαν πυρά, αλλά το βρετανικό κατάφερε να πλήξει σοβαρά το γερμανικό, το οποίο φλεγόμενο πέρασε πάνω από τη Ναύπακτο και κατέπεσε στους πρόποδες της Κλόκοβας (Παλιοβούνα). Στη παραλία της Ρίζας, 5 χλμ. δυτικά του Αντιρρίου και 150μ από την θάλασσα. Το γερμανικό αεροπλάνο ήταν ένα Ju 88D-1 από τη βάση στην Κατάνια της Σικελίας. Πλήρωμα του ήταν οι: ιπτάμενος υπαξιωματικός Fritz Dreyer (πιλότος), λοχίας Heinz Windrath (ασυρματιστής), δεκανέας Ηαns Hell (πολυβολητής) και ανθυποσμηναγός Edgar Liesenborgh (επιχειρησιακός αξιωματικός-παρατηρητής).

Κατάρριψη αεροσκάφους 

Με την πτώση, ο πιλότος και ο πολυβολητής απανθρακώθηκαν, ενώ οι άλλοι δύο τραυματίστηκαν και μεταφέρθηκαν από κατοίκους της περιοχής στο νοσοκομείο Πατρών. O ασυρματιστής υπέκυψε μετά από πέντε μέρες στα τραύματα του (11/4/1941), ενώ ο ελαφρότερα τραυματισμένος ανθυποσμηναγός Liesenborgh, πήρε εξιτήριο, αιχμαλωτίστηκε και αργότερα μετά τη κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς, απελευθερώθηκε.

Οι κάτοικοι της περιοχής έκαναν το ανθρώπινο χρέος τους προς τους “αεροναυαγούς” εχθρούς και εφάρμοσαν τους κανόνες του “Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου” που δεν είχε ακόμη διαμορφωθεί (αυτό καθιερώθηκε μετά τη λήξη του πολέμου), ενώ φάνηκε πως η ελληνική κρατική μηχανή λειτούργησε μέσα στον πόλεμο, υποδειγματικά. Για τους απανθρακωμένους Γερμανούς, αν και δεν προβλεπόταν αφού δεν ήταν Έλληνες πολίτες, υπάρχουν καταχωρημένες ληξιαρχικές πράξεις θανάτου στο Ληξιαρχείο του Δήμου Ναυπακτίας. Η αναγνώρισή τους έγινε από τις μαυρισμένες μεταλλικές κονκάρδες που είχαν στο λαιμό τους, η δε αναφορά για την καταχώρηση στο Ληξιαρχείο έγινε την 9/4/1941 από τον Παναγιώτη Καραγεώργο, αυτόπτη μάρτυρα της συντριβής.

Οι Έλληνες, σεβάστηκαν το πλήρωμα του εχθρικού αεροσκάφους, καταχώρησαν τον θάνατο των μελών στο ληξιαρχείο και έθαψαν στο κοιμητήριο του Αγίου Στεφάνου, σύμφωνα με τα χριστιανικά έθιμα, τους νεκρούς. Στους δε συλληφθέντες τραυματίες, παρασχέθηκε πλήρης νοσοκομειακή περίθαλψη και φροντίδα. Προφανώς οι δύο αυτές πτήσεις των αναγνωριστικών αεροσκαφών μάζευαν πληροφορίες για να πλήξουν αργότερα το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, τον Πειραιά, μόνο που το δεύτερο αεροσκάφος δεν κατάφερε να δώσει τις φωτογραφίες που έβγαλε για αξιοποίηση.

Αεροπορική επιχείρηση

Λόγω των πτήσεων αυτών και ίσως και από κάποια αναφορά κατά την ανάκριση των διασωθέντων, δημιουργήθηκε η υποψία της επικείμενης αεροπορικής επιδρομής. Το μεσημέρι λοιπόν στις 6/4/41, δόθηκε διαταγή απόπλου των εν ενεργεία πολεμικών μας πλοίων από το Ναύσταθμο για εκτέλεση περιπολιών στον Σαρωνικό, καθώς και εκκένωση του λιμένα του Πειραιά, από τα μεγάλα πλοία. Ένδεκα λοιπόν πλοία απέπλευσαν από τον Πειραιά και έπλευσαν σε γειτονικούς όρμους ενώ στο λιμάνι παρέμειναν 23 ατμόπλοια και αρκετά μικρά πετρελαιοκίνητα και φορτηγίδες. Επίσης, μέσα στο λιμάνι ναυλοχούσαν και τα Αγγλικά πολεμικά: AJAX, PERTH και CALCUTTA που συνόδευαν τις νηοπομπές της “Επιχείρησης Lustre“, από και προς την Αίγυπτο.

Στις 21:20 της 6ης Απριλίου ξεκίνησε μια μεγάλη αεροπορική επιχείρηση (200 αεροπλάνα σε 4 κύματα) που ήλθαν από την Σικελία για να βομβαρδίσουν τον Πειραιά να ναρκοθετήσουν τις προσβάσεις του με νέας τεχνολογίας ακουστικο-μαγνητικές νάρκες.  Από τον βομβαρδισμό αυτό βυθίστηκαν άλλα 10 μεγάλα πλοία, 60 μικρότερα και 25 αλιευτικά.

Ο επιζήσας της συντριβής, υποσμηναγός πλέον, Edgar Liesenborghs, λίγες ημέρες μετά την κατάληψη της χώρας, επισκέφθηκε τη Ναύπακτο, σε αναζήτηση των σορών των συναδέλφων του. Εκεί που δεν περίμενε να βρει τίποτε, είδε τον τάφο και την ληξιαρχική πράξη θανάτου των συμπολεμιστών του και εντυπωσιάστηκε. Τότε ήταν που κατανόησε τα αισθήματα του ελληνικού λαού και το γεγονός αυτό, σύμφωνα με κατοίκους της περιοχής, είχε ευεργετικές επιπτώσεις στην μετέπειτα συμπεριφορά του, καθώς και στην μεταχείριση των κατοίκων της Ναυπακτίας κατά την περίοδο της κατοχής. Αργότερα, αρχές της δεκαετίας του 1950, τα οστά των νεκρών μελών του πληρώματος μεταφέρθηκαν στην Γερμανία από τις οικογένειες τους.

Μια άλλη κατάρριψη

Ας μου επιτραπεί τώρα, να κάνουμε ένα παραλληλισμό με μια άλλη κατάρριψη πολεμικού αεροσκάφους, που έγινε σχεδόν 75 χρόνια μετά. Την 24/11/2015 ένα τουρκικό μαχητικό κατέρριψε ένα ρωσικό βομβαρδιστικό κοντά στα τουρκο-συριακά σύνορα, επειδή απλά παραβίασε τη συνοριακή γραμμή για 17 δευτερόλεπτα. Ο πιλότος και ο αξιωματικός ναυτιλίας του ρωσικού αεροσκάφους εγκατέλειψαν επιτυχώς, αλλά ήταν άτυχοι γιατί δεν ήταν στην Ελλάδα. Ήταν κοντά στη τουρκική μεθόριο και στο έδαφος τους έψαξαν Τούρκοι αντάρτες και όχι Έλληνες πολίτες…

Ο ναυτίλος Konstantin Murakhtin διασώθηκε, αλλά ο πιλότος Oleg Peshkov πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε από πυρά τουρκομάνων ανταρτών, ενώ κατέβαινε με αλεξίπτωτο. Επίσης, ο Alexander Pozynich, Ρώσος πεζοναύτης της ομάδας έρευνας-διάσωσης, σκοτώθηκε όταν το ελικόπτερο τους προσβλήθηκε από στρατιώτες της “Syrian Turkmen Brigade”. Αξίζει να αναφέρουμε πως, επίθεση σε πιλότο αεροσκάφους που εγκαταλείπει το σκάφος του, αντίκειται στο Άρθρο 42 του Πρωτοκόλλου Ι του 1977 της Σύμβασης της Γενεύης.

Τρία χρόνια αργότερα (5/8/2018), συνελήφθη στη Γεωργία ο καταζητούμενος Τούρκος υπήκοος Serkan Kurtuluş σαν ύποπτος για τη δολοφονία του Ρώσου πιλότου, μαζί με άλλους 17 αντάρτες που κατηγορούνται επίσης για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, επίθεσης, εμπρησμού και εκβιασμού. Επίσης, σύμφωνα με την Γενική Εισαγγελία της Σμύρνης, αυτός καταζητείτο και επειδή διαδραμάτισε βασικό ρόλο σε οργάνωση πού είχε έδρα στην επαρχία της Σμύρνης και δρούσε στην Κωνσταντινούπολη, Άγκυρα, Προύσα, Muğla, Artvin και Τραπεζούντα.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι