1944: Η 12η Μεραρχία Πάντσερ στη Λευκορωσία
06/04/2022Το απόγευμα της 27ης Ιουνίου 1944 με το γερμανικό μέτωπο στην Λευκορωσία να έχει καταρρεύσει από την μεγάλη σοβιετική επίθεση, άρχισαν να καταφτάνουν στη ζώνη των μετόπισθεν της πάλαι ποτέ 9ης Στρατιάς οι πρώτοι συρμοί με τμήματα της 12ης Μεραρχίας Πάντσερ. Η 12η Μεραρχία Πάντσερ θα επιχειρούσε να συγκρατήσει την σοβιετική προέλαση βόρεια του Μπόμπρουισκ.
Η 12η Πάντσερ σχηματίστηκε το 1940 από προσωπικό της 2ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας. Πολεμούσε συνεχώς στο Ανατολικό Μέτωπο από το 1941. Η Μεραρχία είχε σχετικά υψηλό επίπεδο επάνδρωσης, αλλά δεν ήταν καλά εξοπλισμένη. Διέθετε 11.600 άνδρες και 681 Σοβιετικούς, μερικούς από αυτούς με γερμανικές ρίζες (Γερμανοί του Βόλγα) και Χίβις (Σοβιετικοί βοηθητικοί, πρώην αιχμάλωτοι).
Τη διοίκηση ανέλαβε o αξιωματικός επιχειρήσεων της μεραρχίας, αντισυνταγματάρχης Γκερντ Νίεπολντ. Η 12η Πάντσερ διέθετε μόλις 35 άρματα PZ IV με πυροβόλο 75mm και 9 άρματα Pz III με πυροβόλο 50mm. Η 12η διέθετε και τα τέσσερα προβλεπόμενα τάγματα γρεναδιέρων της, με το ένα από αυτά να διαθέτει ημιερπυστριοφόρα οχήματα. Το οργανικό 2ο Σύνταγμα Πυροβολικού της Μεραρχίας διέθετε 22 πυροβόλα. Από το αντιαρματικό της Τάγμα η Μεραρχία διέθετε μόνο έναν λόχο. Επίσης απουσίαζε η αντιαεροπορική της μοίρα και η επιλαρχία αναγνώρισής της.
Τα πρώτα στοιχεία της μεραρχίας, μια ίλη αρμάτων και δύο μηχανοκίνητοι λόχοι πεζικού έφτασαν στην περιοχή και αμέσως έσπευσαν να καταλάβουν δεσπόζον έδαφος. Επικεφαλής του αποσπάσματος ήταν ο αντισυνταγματάρχης Νίεπολντ, ο οποίος, έσπευσε αμέσως στο αρχηγείο της 9ης Στρατιάς για να ζητήσει οδηγίες. Εκεί συναντήθηκε με έναν παλαιό του γνώριμο, καθηγητή του από την σχολή επιτελών, τον υποστράτηγο Στάεντκε.
Δυσάρεστη έκπληξη
Το καλωσόρισμα που του έκανε όμως ήταν εντελώς αποθαρρυντικό. «Χαίρομαι που σε βλέπω. Η 9η Στρατιά όμως δεν υπάρχει πια», κατέληξε, αφήνοντας τον Νίελποντ εμβρόντητο. Ο αντισυνταγματάρχης ενημερώθηκε για την τραγικότητα της κατάστασης. Μόνο υπολείμματα μονάδων, σε άθλια κατάσταση, πολεμούσαν ακόμα, σχηματίζοντας κινητούς θύλακες που βάδιζαν αργά προς δυσμάς. Το μεγαλύτερο τμήμα της 9ης Στρατιάς είχε περικυκλωθεί στην περιοχή γύρω από το Μπόμπρουισκ.
Ο Σοβιετικός στρατάρχης Ροκοσόφσκι είχε αφήσει το πεζικό του να αποτελειώσει τους κυκλωμένους Γερμανούς και είχε ρίξει τα ταχυκίνητα στοιχεία του στην σε βάθος στρατηγική εκμετάλλευση. Δύο σοβιετικά ταχυκίνητα σώματα κινούνταν με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα, σχεδόν ανενόχλητα, προς τη Δύση, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη του Μπαρανόβιτσι και την αποκοπή όλων των γερμανικών δυνάμεων στην περιοχή.
Ο Νίεπολντ που στάλθηκε στην περιοχή ήταν απογοητευμένος. «Κάθε αίσθηση πειθαρχίας και τάξης έχει χαθεί. Παντού υπάρχουν ανατιναγμένα οχήματα και εγκαταλειμμένα πυροβόλα. Ουσιαστικά υπήρχαν μόνο φάλαγγες πανικόβλητων ανδρών που προσπαθούσαν να διασχίσουν το ταχύτερο την εκεί γέφυρα και να φτάσουν στο Μπόμπρουισκ. Όταν ο εχθρός άρχισε να βομβαρδίζει την περιοχή με το πυροβολικό και την αεροπορία του, το χάος έφτασε το αποκορύφωμά του», αφηγείτο αργότερα.
Η επέμβαση της 12ης Πάντσερ
Στο μεταξύ ο Χίτλερ εξακολουθούσε να πιστεύει ότι η σοβιετική επίθεση στη Λευκορωσία ήταν αντιπερισπασμός και ότι η κύρια εχθρική επίθεση θα εκδηλώνονταν στην Βόρεια Ουκρανία. Ο νέος διοικητής της Ομάδας Στρατιών που ο ίδιος τοποθέτησε φρόντισε να τον απαλλάξει από τις ουτοπίες του. Ο στρατάρχης Μόντελ ήταν μεν πιστός στο ναζιστικό καθεστώς, αλλά ήταν πρώτα αξιωματικός και όχι κομματικός λακές. Τόσο ο ίδιος όσο και ο νέος διοικητής της 9ης Στρατιάς διαπίστωσαν ότι είχαν στη διάθεσή του μόλις μια αξιόμαχη μεραρχία, την 12η Πάντσερ και αυτή όχι ολόκληρη. Η δε κατάσταση στο Μπόμπρουισκ είχε γίνει απελπιστική. Τελικά οι εκεί γερμανικές δυνάμεις αφανίστηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά.
Στο μεταξύ στο πεδίο της μάχης οι συρμοί που μετέφεραν τα στοιχεία της 12ης Πάντσερ συνέχισαν να φτάνουν. Η μεταφορά της μεραρχίας συνεχίστηκε στις 29 και 30 Ιουνίου. Τα στοιχεία της 12ης Πάντσερ ρίχνονταν στη μάχη αμέσως μετά την αποβίβασή τους από τα τραίνα και προσπαθούσαν να σχηματίσουν μια στοιχειώδη αμυντική γραμμή επί του ποταμού Ζφιζλόφ. Στις 15.00 της 30ης Ιουνίου ο διοικητής της 9ης Στρατιάς επικοινώνησε με τον Νίεπολντ και τον ρώτησε αν η μεραρχία, που ουσιαστικά διοικούσε, ήταν σε θέση να επιτεθεί στους Σοβιετικούς, ώστε να βοηθήσει τα τμήματα που προσπαθούσαν να διαφύγουν.
Ο Νίεπολντ απάντησε ότι δεν ήταν σε θέση να συγκρατήσει τους Σοβιετικούς επί της γραμμής του ποταμού και να διαθέσει δυνάμεις και για επίθεση. Ο νέος διοικητής της 9ης, στρατηγός Φόρμαν αρχικά δεν επέμεινε. Αργότερα όμως επικοινώνησε πάλι με τον Νίεπολντ και αυτή τη φορά τον διέταξε, προφανώς κατόπιν άνωθεν πιέσεων, να επιτεθεί εντός των επομένων 24 ωρών. Άφηνε όμως στην διακριτική ευχέρεια του Νίεπολντ το πώς και με ποιες δυνάμεις θα εκτελούσε τη εντολή του. Ο Νίεπολντ, μη έχοντας άλλη επιλογή, αποφάσισε να επιτεθεί με μια ίλη αρμάτων και το μηχανοκίνητο τάγμα γρεναδιέρων του, σχηματίζοντας ένα τακτικό συγκρότημα, υπό τον διοικητή του μηχανοκίνητου τάγματος, ταγματάρχη Μπλάνσμποϊς.
Συγκρότημα Μπλάνσμποϊς
Αφού ανεφοδιάστηκε σε καύσιμα και πυρομαχικά, μόλις νύχτωσε το συγκρότημα Μπλάνσμποϊς διάνυσε 35 χλμ. εντός στενών δασικών δρόμων. Πριν όμως η κεφαλή της γερμανικής φάλαγγας φτάσει στη μοναδική γέφυρα επί του ποταμού στην περιοχή, βρέθηκε προ μιας πολύ δυσάρεστης έκπληξης. Οι Σοβιετικοί ήταν ήδη εκεί. Είχαν ήδη σχηματίσει προγεφύρωμα και το είχαν ήδη οργανώσει αμυντικά, ενώ στην αντίπερα όχθη είχαν τάξει τουλάχιστον 15 αντιαρματικά πυροβόλα. Καθώς το πρώτο γερμανικό άρμα κινήθηκε προς τη γέφυρα δέχτηκε άμεσο πλήγμα από αντιαρματικό στην ερπύστρια και ακινητοποιήθηκε στη γέφυρα.
Οι Γερμανοί αντέδρασαν αστραπιαία, αλλά και οι Σοβιετικοί ενίσχυσαν τα τμήματά τους. Όλο το πρωί η μάχη συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση, αλλά τελικά οι Γερμανοί αναχαιτίστηκαν. Μια ομάδα Γερμανών φυγάδων παρόλα αυτά κατάφερε να περάσει, βορειότερα τον ποταμό και να ενωθεί με το συγκρότημα Μπλάνσμποϊς. Οι φυγάδες προσπάθησαν να κυριεύσουν τα οχήματα του μηχανοκίνητου τάγματος για να απομακρυνθούν όσο μπορούσαν γρηγορότερα. Μόνο με την απειλή των όπλων κατάφεραν οι γρεναδιέροι να τους αποτρέψουν. Οι φυγάδες ήταν απελπισμένοι. Είχαν χάσει κάθε ανθρώπινη αίσθηση. Πεινούσαν και οι περισσότεροι δεν είχαν άρβυλα και οι στολές τους είχαν κουρελιαστεί.
Ενδεικτικό του πανικού και της κατάρρευσης της πειθαρχίας ήταν το γεγονός ότι πολλοί άνδρες εκτελούσαν αξιωματικούς που δεν γνώριζαν, θεωρώντας τους σαν πουλημένους στους Ρώσους. Το συγκρότημα Μπλάνσμποϊς παρέμεινε στις θέσεις του μέχρι αργά το απόγευμα, διασώζοντας όσο περισσότερους φυγάδες μπορούσε. Κατόπιν όμως διατάχθηκε να υποχωρήσει. Ο Μπλάνσμποϊς όμως αρνήθηκε να υπακούσει, μέχρι ότου και οι τελευταίες ομάδες φυγάδων είχαν περάσει τον ποταμό. Τελικά αποχώρησε γύρω στις 18.00, μεταφέροντας τους σε χειρότερη κατάσταση ευρισκόμενους φυγάδες επί των οχημάτων. Χάρη στην επιμονή του Μπλάνσμποϊς διασώθηκαν περίπου 15.000 άνδρες.
Ο Νίεπολντ παρατηρούσε τις φάλαγγες των υποχωρούντων ανδρών της 9ης Στρατιάς. «Ήταν μια φρικτή εικόνα. Λίγοι είχαν ακόμα όπλα. Οι περισσότεροι βάδιζαν υποστηριζόμενοι από ραβδιά, γεμάτοι επιδέσμους ή πανιά για να κρύβουν τις πληγές τους. Συγκλονίστηκα», αφηγούνταν. Τις επόμενες μέρες η 12η Πάντσερ κατόρθωσε να κινηθεί και να διασπάσει τον κλοιό που οι Σοβιετικοί είχαν δημιουργήσει γύρω της. Η μεραρχία διασώθηκε, αλλά με τεράστιες απώλειες σε άνδρες και υλικό.