Alors, c’est la guerre – Αυτή ήταν η απαρχή του έπους του 1940
28/10/2022Στις 28 Οκτωβρίου, την ημέρα της επίδοσης του ιταλικού τελεσιγράφου με το ατιμωτικό κέλευσμα της υποταγής, η Ελλάδα γιορτάζει την είσοδό της στον πόλεμο, ενώ οι περισσότερες άλλες χώρες γιορτάζουν την ημερομηνία λήξης του πολέμου. Ενδεχομένως, επειδή, λίγες χώρες στην Ευρώπη αντιστάθηκαν με τόσο σθένος. Η απαρχή του έπους του 1940 ξετυλίχτηκε ξημερώματα στη Κηφισιά.
Στις 3:00′ τα ξημερώματα της Δευτέρας 28ης Οκτωβρίου, ο πρεσβευτής της Ιταλίας στην Αθήνα, Γκράτσι θα συναντηθεί με Ιωάννη Μεταξά για να του επιδώσει στο σπίτι του στην Κηφισιά τελεσίγραφο, με το οποίο ο Μουσολίνι απαιτούσε από την Ελλάδα την ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού από την ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει στρατηγικές θέσεις, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του.
Η κυβέρνηση των Αθηνών είχε διορία τρεις ώρες για να δώσει την απάντησή της. Ο Μεταξάς είπε: «Alors, c’ est la guerre» (Πόλεμος, λοιπόν). Με αυτές τις φράσεις, στα Γαλλικά, ειπώθηκε το ΟΧΙ, που απηχούσε όμως τις διαθέσεις του ελληνικού λαού. Στις 5:30′ το πρωί αρχίζει στην Πίνδο η ιταλική επίθεση και η Ελλάδα αμυνόμενη ενεπλάκη στον πόλεμο. O ίδιος ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του, που εξέδωσε το 1945, περιγράφει τα γεγονότα.
Η περιγραφή Γκράτσι
«Οι οδηγίες του Υπουργείου, δεν προέβλεπαν την περίπτωση να βρεθώ στις 3:00′ το πρωί στο σπίτι του Μεταξά με τον Πρωθυπουργό της Ελλάδος ψυχορραγούσα μέσα στα χέρια μου…Την καθορισμένη ώρα 10 περίπου λεπτά πριν από τις τρεις τα χαράματα, ο κόμης ντε Σάντο είπε στον φρουρό να ειδοποιήσει τον Πρωθυπουργό ότι ο Πρέσβης της Ιταλίας επιθυμούσε να γίνει δεκτός για μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση. Ο φρουρός άρχισε να κτυπά ένα ηλεκτρικό κουδούνι που επικοινωνούσε με το εσωτερικό του σπιτιού, αλλά το υπηρετικό προσωπικό κοιμόταν.
»Περιμέναμε για μερικά ατελείωτα λεπτά μπροστά στην καγκελόπορτα. Επιτέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, ο οποίος έκαμε την εμφάνισή του σε μία μικρή πόρτα υπηρεσίας και αναγνωρίζοντάς με, διέταξε τον φρουρό να με αφήσει να περάσω. Οι δύο συνοδοί μου έμειναν στον δρόμο, περιμένοντάς με έξω από την καγκελόπορτα. Ο Μεταξάς φορούσε μία σκούρα μάλλινη ρόμπα από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυχτικό. Μου έσφιξε το χέρι με έβαλε μέσα και με άφησε να περάσω σε ένα μικρό σαλόνι. Μόλις καθίσαμε του είπα ότι η κυβέρνησή μου είχε αναθέσει να του κάμω μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση και χωρίς άλλα λόγια του έδωσα το κείμενο.
»Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Τα χέρια που κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά και μέσα από τα γυαλιά έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν, όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος. Όταν τελείωσε μου είπε με λυπημένη αλλά σταθερή φωνή: “Alors c’ est la Guerre” (λοιπόν έχουμε Πόλεμο). Του απήντησα ότι δεν ήταν διόλου έτσι κατ’ ανάγκην και ότι μάλιστα η Ιταλική Κυβέρνηση ήλπιζε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση θα εδέχετο τα αιτήματά της και θα άφηνε να περάσουν ελεύθερα τα Ιταλικά στρατεύματα τα οποία θα άρχιζαν τις μετακινήσεις τους την 6ην πρωινήν. Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε πως μπορούσα να σκεφτώ, ότι ακόμα και αν είχε την πρόθεση να ενδώσει θα του ήταν δυνατόν μέσα σε τρεις ώρες να λάβει τις διαταγές του βασιλέως και να δώσει τις απαραίτητες οδηγίες.
»Χωρίς καμία πεποίθηση από απλή ευσυνειδησία, αρπαζόμενος από την τελευταία ελπίδα, όπως ο ναυαγός πιάνεται ακόμα και από ένα σανιδάκι, του απήντησα ότι αυτό δεν ήταν καθόλου αδύνατον… Με ρώτησε τότε αν μπορούσα να καθορίσω ποιά στρατηγικά σημεία εντός του Ελληνικού εδάφους ήταν αυτά που η Ιταλική Κυβέρνηση θα ήθελε να καταλάβει. Φυσικά αναγκάστηκα να απαντήσω ότι δεν είχα την παραμικρή ιδέα.
Ο Μεταξάς απήντησε: “Vous voyez bien que c’ est impossible” (βλέπετε καθαρά ότι είναι αδύνατον). Η ευθύνη του πολέμου αυτού βαρύνει αποκλειστικά την Ιταλική Κυβέρνηση. Η κυβέρνησή σας ήξερε ότι η Ελλάδα το μόνο που επιθυμούσε ήταν να παραμείνει ουδετέρα, αλλά και ότι είμεθα αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε το Εθνικό Έδαφος εναντίον οιουδήποτε. Επέμεινα με διάφορα άλλα επιχειρήματα και ότι θα περίμενα ως τις έξι το πρωί στην πρεσβεία την απάντηση. Ο Μεταξάς δεν απήντησε. Σηκώθηκε και με συνόδευσε στην έξοδο του σπιτιού. Όταν έφτασε στο κατώφλι μου είπε: «Είστε πιο δυνατοί», “Vous etes les plus forts”. Xωρίς να αναπτύξει περισσότερο την σκέψη του, με φωνή αυτή τη φορά, βαθειά αλλοιωμένη.
»Με την σειρά μου δεν ήξερα τι να απαντήσω στα λόγια αυτά και στην βαθειά λύπη που τα δονούσε. Αν στην μακράν σταδιοδρομία μου στην υπηρεσία του κράτους εμίσησα το δικό μου επάγγελμα ήταν αυτή η στιγμή, κατά την οποίαν το καθήκον του αξιώματός μου φάνηκε σταυρός όχι μόνον θλιβερός, αλλά και ταπεινωτικός. Η στιγμή κατά την οποία άκουσα εκείνα τα αποκαρδιωμένα λόγια που πρόφερε ο Πρεσβύτης εκείνος, που κατά την υπερτάτη εκείνη στιγμή, προτιμούσε να διαλέξει τον δρόμο της θυσίας και όχι τον δρόμο της ατιμώσεως. Υποκλίθηκα μπροστά του με τον βαθύτερο σεβασμό και βγήκα από το σπίτι».
Γιατί επεδόθη τελεσίγραφο
Μόλις έκλεισε η πόρτα, ο Μεταξάς τηλεφώνησε στον Βασιλέα Γεώργιο, στον Αρχιστράτηγο Παπάγο, στον Υπουργό Τύπου Θεολόγο Νικολούδη για να προλάβει τις εφημερίδες και για να συγκληθεί Υπουργικό Συμβούλιο, στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα. Ενημέρωσε τον Άγγλο Πρεσβευτή Σερ Μάικλ Πάλαϊρετ και ζήτησε να σταλεί επείγον μήνυμα στον Τσώρτσιλ και στον Άγγλο ναύαρχο Κάνιγκαμ στην Αλεξάνδρεια. Το Συμβούλιο ήτο συντομότατο κράτησε μόλις ένα τέταρτο της ώρας. Άμεσα κυκλοφόρησαν προς υπογραφή τα διαγγέλματα της επιστρατεύσεως που ήταν έτοιμα από καιρό με την μεγαλύτερη λεπτομέρεια, σε σφραγισμένους φακέλους. «Η στιγμή είναι μεγάλη, όσοι διαφωνείτε μπορείτε να μην υπογράψετε»…
Πρώτος υπέγραψε ο ίδιος ο Μεταξάς κάνοντας τον σταυρόν του και λέγοντας: «Ο Θεός σώζει την Ελλάδα». Γιατί συντάχθηκε τελεσίγραφο, ενώ η Ιταλία θα μπορούσε να επιτεθεί αιφνιδιαστικά, χωρίς επίσημη κήρυξη πολέμου, όπως έγινε σε όλες τις άλλες εισβολές τόσο των Γερμανών όσο και των ίδιων; Ο Γκράτσι αναφέρει ότι μερικά στελέχη της ιταλικής κυβέρνησης –όχι ο ίδιος– μεταξύ των οποίων και ο στρατιωτικός ακόλουθος της πρεσβείας, θεωρούσαν ότι η Ελλάδα θα έκανε την τελευταία στιγμή πίσω. Δεν αναφέρει αναλυτικά τους λόγους, αλλά είναι εύκολο να τους καταλάβει κανείς.
Καταρχάς θεωρήθηκε ότι ο ελληνικός στρατός δεν ήταν αξιόμαχος, ότι είχε χαμηλό ηθικό και φτωχό εξοπλισμό. Αυτό ήταν περίπου αλήθεια. Ο Μουσολίνι όμως δεν υπολόγισε και το ηθικό, του δικού του στρατού. Οι πρώτες ήττες φέρανε την κατάρρευσή του, οι πρώτες νίκες τον ενθουσιασμό στους Έλληνες φαντάρους. Όταν δε, αποφάσισε να ενισχύσει σοβαρά τα στρατεύματα εισβολής ήταν πια αργά. Το μέτωπο είχε προχωρήσει βαθιά στην Αλβανία και η κατάσταση ήταν μη αντιστρέψιμη.
Η επιστράτευση εξελίχθηκε μέσα σε πάνδημο ενθουσιασμό. Την Τετάρτη το πρωί στις 30 Οκτωβρίου ο Πρωθυπουργός κάλεσε τους ιδιοκτήτες και αρχισυντάκτες του ημερήσιου τύπου να συγκεντρωθούν στο Γενικό Στρατηγείο που ήταν εγκατεστημένο στο Ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας, μαζί με το Υπουργείο Εσωτερικών. Η ομιλία ήταν εμπεριστατωμένη και αφορούσε το γιατί η Ελλάδα έπρεπε να πολεμήσει. Και ποιοι ήταν οι διάφοροι κίνδυνοι που διέτρεχε σε διαφορετική κατάσταση.
Alors, c’est la guerre… Αυτή η φράση ήταν η απαρχή της επικής αντίστασης του λαού, που έγραψε με το αίμα του το Έπος του ’40. Ίσως η τελευταία πραγματική γενιά Ελλήνων στην Ιστορία. Έχει απομείνει άραγε κάποιο γονίδιο ζωντανό, από εκείνη τη γενιά των αυθεντικών Ελλήνων; Άραγε σε μία απευχόμενη τωρινή επιστράτευση θα επικρατήσει ο ίδιος ενθουσιασμός; Είναι γεγονός, ότι κάποιοι γεννιούνται ήρωες, αλλά ίσως τους περισσότερους ήρωες τους γεννούν οι καταστάσεις και τα γεγονότα.
Η χώρα μας σ’ αυτή τη “γειτονιά” που οι ιστορικές συγκυρίες δημιούργησαν, πρέπει να είναι σε εγρήγορση, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι οι Μήδοι είναι πάλι εδώ, πιο θρασείς και επικίνδυνοι από κάθε άλλη ίσως φορά. Είναι εδώ και επιχειρούν να διαβούνε. Βρίσκονται έξω από τα σύνορα, βρίσκονται εντός των τειχών, βρίσκονται όμως και μες στους ίδιους τους εαυτούς μας!