Δύσκολοι καιροί για αυτοκράτορες στο Βυζάντιο…
22/06/2024Πολλοί θέλουν να ηγηθούν όταν βρίσκουν το λαό απελπισμένο, επειδή τότε αυτός κάνει σκόντο και δίνει ευκαιρίες σε όποιον λάχει. Οι εγωπαθείς αλαζόνες είναι πρόσωπα που βλέπουν την απόγνωση των άλλων σαν σκαλοπάτι. Πατάνε πάνω της για να “κάνουν το κομμάτι τους” ή το κέφι τους, πιθανόν πιστεύοντας ότι δεν αποκλείεται και να τα πάνε καλά εν τέλει. Αναρωτιόνται “τι παραπάνω έχει ο άλλος από μένα;” και απαντώντας μόνοι τους “τίποτα”, επιζητούν να κουμαντάρουν τις τύχες λαών. Όμως δεν είναι όλοι οι πολιτικοί ίδιοι.
Δύο συνετοί Έλληνες αποφάσισαν να μη γίνουν αυτοκράτορες, παρότι ο λαός ήθελε με πάθος να τους στέψει. Ένας τρίτος άνδρας, δέχτηκε να ηγηθεί της τελικής αντίστασης, αλλά όχι να στεφθεί. Ειδικότερα, οι δύο άνδρες, ο Ραδηνός και ο Καναβός είχαν την εντιμότητα να πουν “δεν μπορώ να μας σώσω”, όταν αριστοκράτες, κληρικοί και λαός έψαχναν με αγωνία ηγέτη. Αλλά και ο Κωνσταντίνος Λάσκαρις, που δέχθηκε να ηγηθεί της τελικής μάχης το 1204, δεν αποδέχθηκε το στέμμα.
Η απροθυμία αυτών των τριών ανδρών να γίνουν αυτοκράτορες δεν αποδίδεται απαραιτήτως ή αποκλειστικά στην ταπεινοφροσύνη τους. Στο ζύγι μπήκαν σίγουρα, άγνωστο με ποια βαρύτητα, άλλοι τρεις παράγοντες. Πρώτον, η κατά κοινή εκτίμηση άνιση μάχη που καλούνταν να δώσουν με τους Σταυροφόρους, καθώς δεν ομονοούσαν όλες οι δυνάμεις της Βασιλεύουσας. Δεύτερον, η εξίσου άνιση μάχη που θα έπρεπε να δώσουν με μερίδες των “παραγόντων” του παλατιού, με αριστοκράτες, με γαιοκτήμονες και στρατιωτικούς, αλλά και με κληρικούς που ήθελαν κατά βάθος “να τα βρουν” με τους Λατίνους. Τρίτον, ήξεραν ότι οι σφετεριστές του θρόνου στραγγαλίζονταν, τυφλώνονταν, εκπαραθυρώνονταν, αποκεφαλίζονταν κ.λπ. Όμως ειδικά για το Ραδηνό και τον Καναβό, ήταν βέβαιο πως έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο και η επίγνωση ότι δεν είχαν τα προσόντα να τα βγάλουν πέρα.
Οι Σταυροφόροι με τις ενέργειές τους, πριν την άλωση, ήδη από το 1203, είχαν αφήσει άστεγο σχεδόν το ένα τρίτο των κατοίκων της Βασιλεύουσας. Λαός και μεγάλη μερίδα των ισχυρών της εξουσίας, είχε αγανακτήσει με τους τρεις επιζήσαντες Αγγέλους, καθώς ο ένας ήταν πια τυφλός και μάλλον ψυχασθενής, ο άλλος ήταν ο γιος του τυφλού, ένας 23χρονος “κοσμοπολίτης” πουλημένος στη Δύση ή κατ’ άλλους ανίδεος και αφελής και ο τρίτος ήταν ο αδελφός του τυφλού ψυχασθενή, ουσιαστικά ένας τύπος που ήξερε ότι ήταν “χαμένο το παιχνίδι” και κοίταζε απλώς να κερδίσει χρόνο ξοδεύοντας με μανία σε προσωπικές απολαύσεις ή στον στολισμό κήπων με τη φιλοσοφία “ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι…”
Τα πάντα κατέρρεαν, με τη λαίλαπα των Σταυροφόρων το 1203. Το 1204 μπήκε με τρομερή αγωνία, με τον κοσμάκη να πεινάει και τους Κωνσταντινουπολίτες να βλέπουν ότι χάνουν τα πάντα από τις “πρόβες” άλωσης των Δυτικών. Μέσα σε αυτή την καταιγίδα που προμήνυε μόνον άσχημο τέλος, δεν μπορούσαν να βρουν ηγέτη. Οι επιθέσεις των δυτικών και των Σελτζούκων είχαν αδειάσει και τα ταμεία, καθώς ουσιαστικά στη πράξη είχε χαθεί κάθε εύφορη περιοχή, ενώ η οικονομία κατέρρεε. Χωρίς χρήμα όμως δεν μπορούσαν να εξαγοραστούν οι Σταυροφόροι, ώστε το Βυζάντιο να πάρει μια μικρή ανάσα.
Φτώχεια και μπαϊράκια
Εκείνη την εποχή οι στρατιωτικοί γαιοκτήμονες και ηγέτες των επαρχιών οι οποίες θεωρητικά είχαν απομείνει στην αυτοκρατορία, είχαν μεν καλλιέργειες και έσοδα, όμως σήκωναν πάλι μπαϊράκι ενάντια στην παλατιανή γραφειοκρατία των (κατά τη γνώμη τους και πιθανόν όντως) “χαρτογιακάδων” του βασιλικού περιβάλλοντος.
Οι στρατιωτικοί θεωρούσαν απόλεμους και άκαπνους τους “αριστοκράτες” της Πόλης, όχι απαραιτήτως με την στρατιωτική έννοια, αλλά για τον πραγματικό πόλεμο όλων των εποχών: Τα έσοδα. Η είσπραξη των φόρων γινόταν με τόσο δραματικό τρόπο, ώστε στην Αθήνα για παράδειγμα, οι ντόπιοι είχαν γίνει πρόσφυγες στα τριγύρω χωριά για να μην τους πιάνουν οι εισπράκτορες.
Μάλιστα οι “φοροφυγάδες” Αθηναίοι επέλεγαν δρόμους που από τον 500 μ.Χ. και μετά δεν μπορούσαν να τους διασχίσουν πλέον τα κάρα, παρά μόνον μουλάρια ή πεζοί, και που κατά συνέπεια οι φοροεισπράκτορες της κεντρικής εξουσίας με τις άμαξές τους δεν μπορούσαν να τους διαβούν, η οδοποιία στην Αττική είχε εγκαταλειφθεί και παρέμεναν συντηρούμενοι μόνον μερικοί δρόμοι απαραίτητοι για το βασιλικό ταχυδρομείο και το στρατό.
Οι γαιοκτήμονες όλων των βυζαντινών επαρχιών στην Ελλάδα, αλλά και στη Μέση Ανατολή και στη Μικρά Ασία, ήταν άνθρωποι του στρατού οι πιο πολλοί – και ναι μεν μάζευαν το χρήμα από φτωχούς και μικρομεσαίους της εποχής – αλλά δεν το απέδιδαν στο κρατικό θησαυροφυλάκιο. Παράλληλα, κάθε χρόνο, ή το πολύ κάθε δύο χρόνια, εκδηλωνόταν και ένα νέο ανατρεπτικό κίνημα από όσους θαρρούσαν ότι θα κάνανε καλύτερη δουλειά από τους Αγγέλους και τους ποικίλου υπόβαθρου σφετεριστές ή νόμιμους διαδόχους. Κάθε τόσο ακουγόταν και ένας φόνος παλατιανού ή στρατιωτικού, ή επιχειρηματία της εποχής.
Κουμάντο εξακολουθούσε να κάνει ο Αλέξιος Γ΄, που είχε τυφλώσει τον αδελφό του και εξοντώσει τη μισή και παραπάνω οικογένειά του για να μην ανατραπεί. Στάθηκε τυχερός μόνον ως προς μία συγκυρία: Ο θάνατος του σουλτάνου Αρσλάν Β΄ και η φαγωμάρα των γιων του στη μοιρασιά είχαν σώσει προσωρινά τις εναπομείνασες επαρχίες του Βυζαντίου στη Μικρά Ασία από τους Τούρκους.
Ήταν αρκετά ευφυής πάντως, γιατί ακροβάτησε και επιβίωσε παρά τα λάθη του επί οκτώ χρόνια. Καθώς ήξερε ότι δεν θα τα έβγαζε πέρα με τους Δυτικούς αλλά και ότι, συνάμα, δεν θα έμενε στην εξουσία αν υποχωρούσε σε αυτούς με τόσο ισχυρό αντιλατινικό κλίμα στην Πόλη, στηρίχθηκε σε αυτό ακριβώς το αντιλατινικό πνεύμα της πλειοψηφίας για να είναι δημοφιλής και κοίταξε να μην προκαλεί τη Δύση, για να καλοπερνάει όσο επέτρεπαν οι συγκυρίες. Οι σπατάλες του παλατιού επί των ημερών του Αλεξίου Γ΄ δεν είχαν προηγούμενο.
Όμως οι Αλαμανοί (Γερμανοί) είχαν ισχυροποιηθεί και απειλούσαν. Ζητούσαν τα μαλλιοκέφαλά τους ως φόρο υποτελείας, όπως και οι Βούλγαροι και οι Βλάχοι επίσης, που σχεδόν είχαν κατοχυρώσει τη μισή Θράκη και Μακεδονία. Οι σχέσεις με τη Σερβία διαλύθηκαν και το Βυζάντιο δεν είχε πια συμμάχους στα Βαλκάνια. Η βασίλισσα της Γεωργίας Θαμάρ ενώνοντας δυνάμεις με τον Αλέξιο Κομνηνό είχαν αποσπάσει εδάφη στον Εύξεινο Πόντο, αλλά και στη μισή βόρεια Μικρά Ασία και είχαν δημιουργήσει την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Παράλληλα τα οικονομικά συμφέροντα των Ενετών διακυβεύονταν και προσπαθούσαν να αιτιολογήσουν μια επίθεση στην Ανατολή με ενωμένους τους Φράγκους και τους Λατίνους.
1204: Υποψηφιότητες για το θρόνο
Η μοιραία τέταρτη Σταυροφορία έγινε με το κάλεσμα του τότε 23χρονου Αλέξιου Δ’ Άγγελου. Αυτός είχε καταφύγει στη Δύση και ήθελε να ανατρέψει τον θείο του Αλέξιο Γ΄ μια που ο τελευταίος είχε αρπάξει το θρόνο τυφλώνοντας τον πατέρα του νεαρού, τον Ισαάκιο Β΄ Άγγελο. Ο Αλέξιος Δ’ είχε στενές προσωπικές σχέσεις με τους Λατίνους και τους Φράγκους και προκειμένου να γίνει αυτοκράτορας, έταξε λαγούς με πετραχήλια στους Σταυροφόρους άπαξ και τον αποκαθιστούσαν στο θρόνο.
Οι Δυτικοί ούτως ή άλλως έψαχναν αφορμή για να αποδυναμώσουν πλήρως το Βυζάντιο, αλλά οι Σταυροφόροι ξεκίνησαν επισήμως για το μοιραίο πλήγμα, με το κάλεσμα του 23χρονου. Αφού κατέλαβαν πολλές περιοχές, έφτασαν στην Πόλη και άραξαν τον στόλο τους απέναντι από την Βασιλεύουσα, περιμένοντας να “εισπράξουν τα οφειλόμενα”, αλλιώς θα έκαναν πλιάτσικο.
Σε μια επίδειξη δύναμης των Σταυροφόρων ή μια “μίνι άλωση” το καλοκαίρι του 1203, ο Αλέξιος Γ΄ τα μάζεψε και κατέφυγε στην Ελλάδα, οπότε η αυλικοί έβγαλαν από την φυλακή τον τυφλωμένο αδελφό του αποδράσαντα αυτοκράτορα, τον Ισαάκιο Β’ Αγγελο, και τον έστεψαν παρότι πλέον ήταν τυφλός, άρρωστος και ψυχικά διαταραγμένος.
Ήταν επιπλέον λατινόφιλος – από ανάγκη ή συμφέρον – όπως και ο γιος του, οπότε ζήτησε από τους “απέναντι” Σταυροφόρους να πάψουν να απειλούν “αφού πλέον όλα θα τακτοποιούνταν” και τους είπε ότι πρέπει να στείλουν τον γιο του Αλέξιο Δ΄ Άγγελο να συμβασιλεύσει. Οι Σταυροφόροι δεν ήθελαν να αποκαταστήσουν κανέναν αν δεν έπαιρναν τα “δεδουλευμένα” τους, αν δεν υπαγόταν το πατριαρχείο στον Πάπα και αν γενικά δεν εξοφλούνταν όλες οι υποχρεώσεις που είχε αναλάβει απέναντι τους ο 23χρονος Αλέξιος, που τους είχε “κουβαλήσει” εκεί. Τελικά ο υιός συμβασίλευσε με τον πατέρα δι’ ολίγον, όμως οι Κωνσταντινοπολίτες ήταν έξαλλοι.
Όπως γράφουν οι ιστορικοί, ο λαός απαιτούσε να φύγουν οι Δυτικοί, που συμπεριφέρονταν σαν άρχοντες στην Πόλη, ενώ στο παλάτι πατέρας και γιος, αλλά και αυλικοί και παρατρεχάμενοι, ειρωνεύονταν ή κατηγορούσαν τον “λαϊκισμό” της εποχής και θεωρούσαν το αντιλατινικό πνεύμα ως ανοησία του όχλου.
Μέσα σε εκείνος το χάος, τον Ιανουάριο του 1204 δύο άνδρες έδωσαν πραγματική μάχη για να μην ανακηρυχθούν αυτοκράτορες από τον απηυδισμένο λαό και την διχασμένη “αριστοκρατία” της Κωνσταντινουπόλεως: ο Νικόλαος Καναβός (ή Κανναβός κατά τον Νικήτα Χωνιάτη) και ο Κωνσταντίνος Ραδηνός. Στο επόμενο άρθρο θα δούμε αναλυτικά την περίπτωση τους, όπως και αυτή του Κωνσταντίνου Λάσκαρι.