Εγγονέ, δεν έκαψα εγώ τη Σμύρνη – Το τετράδιο του προπάππου
09/09/2019Την τελευταία φορά που τον είδα ήταν την άνοιξη του 1996, όταν τον επισκεφθήκαμε στο χωριό, στην Υπάτη, στη Φθιώτιδα. Ήταν 104 ετών. Την όψη και το βλέμμα του δεν τα ξέχασα ποτέ. Ύστερα από λίγες μέρες “έφυγε”. Μετά από λίγο καιρό ο γιος του, δηλαδή ο παππούς μου, μου μίλησε για ένα τετράδιο που του είχε αφήσει ο πατέρας του. Σε αυτό κατέγραφε τις πολεμικές του εμπειρίες: Μακεδονικό Μέτωπο, Εκστρατεία στην Ουκρανία, Μικρασιατική Εκστρατεία, Σμύρνη…
«Από τον πατέρα μου Ηλία και από εμένα στον εγγονό μου Βαγγέλη να θυμάται τα βάσανα του παππού στον Στρατό» έγραψε στην αφιέρωσή του ο παππούς και μου έδωσε, προ 20ετίας, τις σημειώσεις ενός εύζωνα του 5ου Συντάγματος Ευζώνων. Παραθέτω ένα μικρό σχετικό απόσπασμα της ήττας και της αιχμαλωσίας του κατά την υποχώρηση προς τη Σμύρνη μετά την κατάρρευση του μετώπου.
«Βαδίζοντας προς την Σμύρνη εφθάσαμε 500 μέτρα από την πόλιν. Μας πυροβόλησε ο Τούρκος σκοπός, μας έκανε νεύμα να αποθέσωμεν τα όπλα και να παραδωθούμε. Βλέπουμε τον συνταγματάρχη και τους αξιωματικούς, σήκωσαν από ένα μανδυλάκι και έφυγαν. Έμεινεν μόνο ο στρατός όπου παραδοθήκαμε. Η παράδοσις έγινε την 27η Αυγούστου 1922. Ο σκοπός μας έκανε νεύμα να αποθέσουμε τα όπλα, έτσι και έγινε. Πήγαμε και παρουσιαστήκαμε, αμέσως άρχισε η έρευνα «ΤΣΟΥΚΑΡ» δηλαδή «βγάλτο» [μας είπε ο σκοπός]. Μας γδύσανε και μας οδήγησαν εις τα παραπήγματα όπου είχαμε εμείς [πιο πριν] τους Τούρκους αιχμαλώτους.
»Την επομένην μας πήγαν εις το διοικητήριον. Εκεί ήτο το ξύλο, η πείνα, η δίψα και ο σκοτωμός. Οι [Τούρκοι] πολίτες έρχονταν με όπλα και ξύλα εναντίον μας, από τον τουρκικό στρατό δεν είχαμε καμιά υποστήριξη, μάλλον μας έβριζαν. Μέσα στο διοικητήριο καθίσαμε μέχρι την 5η Σεπτεμβρίου 1922. Αυτές την μέρες ήτο το μακελειό, ιδίως από πολίτες Τούρκους. Μας σκότωναν και μας πετούσαν στη θάλασσα μικρά παιδιά, γυναίκες, άνδρες. Όταν μας έβγαλαν από το διοικητήριο άρχισαν να μας σκοτώνουν και εμάς. Η πόλις είχε γεμίσει πτώματα στρατιωτών και πολιτών. Όσοι δε προσπαθούσαν να διαφύγουν τους σκότωναν και τους πετούσαν στη θάλασσα. Είχε κατακοκκινίσει το νερό από το αίμα.
»Όσοι γλιτώσαμε και εξήλθομεν της πόλεως 5 χιλιόμετρα, μας σταμάτησαν και μας λέει ο Τούρκος αξιωματικός: “Όσοι είναι από τη Μικρά Ασία να βγουν έξω. Θα τους δώσουν ένα μήνα άδεια να συμμαζέψουν τας οικογενείας τους και μετά τη λήξη της άδειας θα παρουσιασθούν εις το Φρουραρχείον της Σμύρνης”. Μερικοί [τον] επίστευσαν και εξήλθαν της γραμμής -έως 150 άτομα- και εζήτησαν και δύο αξιωματικούς της χωροφυλακής. Αφού τους χώρισαν από ημάς τους πήγαν παραπλεύρως του δρόμου έως 150 μέτρα, τους έβαλαν εις την γραμμήν και τους σκότωσαν όλους με πυροβόλα <ΤΡΑΓΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ>.
»Κατόπιν ακολουθούσαμε την πορείαν βαδίζοντες από χωριό σε χωριό. Σκοπός τους ήταν σε κάθε χωριό να βαστούν μέχρι πέντε πολίτες, τους κακοποιούσαν δια να παίρνουν θάρρος οι Τούρκοι δια το μίσος που είχαν δια τους Έλληνες. Εις την 14η Σεπτεμβρίου 1922 φθάσαμε εις το Νυμφίον όπου μας οδήγησαν εις την εκκλησίαν και μείναμε το βράδυ. Την επομένην βαδίζαμε προς την Μαγνησίαν, εις τον δρόμον ήτο τρομερός θάνατος. Πυροβολούσαν μέσα εις την φάλαγγα να δοκιμάσουν πόσους “κόβει” το όπλο τους.
»Νερό πάνω από τον δρόμο δεν μας άφηναν να πιούμε, μόνο από κάτω. Εις την Μαγνησίαν πήγαμε νύχτα και το πρωί μόλις μας έμαθαν ήλθαν οι πολίτες εκεί. Εκεί ήταν τα βάσανα, πείνα, δίψα και ξύλο. Μας έκλειναν στο Διοικητήριο και όσους γνώριζαν οι πολίτες τους, τους έπαιρναν και τους τουφεκάγανε. Τους άλλους τους οδηγούσαν σαν πρόβατα στη σφαγή. Μας πήγαιναν αγγαρείες μέσα εις την πόλην και ξεχώναμε τα καμένα σπίτια και τους δρόμους της πόλεως… Μας “κακοπήγαγαν” με τα μεγαλύτερα βασανιστήρια. Δεν μας άφηναν την ημέρα ούτε ανάσα να πάρουμε, έρχονταν και μας χτυπούσαν με σιδεργιές και ρόπαλα. Αυτή η δουλειά διήρκεσε 40 ημέρες. Έπειτα μας ταξινόμησαν σε τάγματα…».
«Ούτε και έδειξαν προσοχή δια ημάς»
Ο Διονύσης Τσιριγώτης, από το Πανεπιστήμιο Πειραιά, έγραψε, με αφορμή την επέτειο της απόβασης του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη (Μάιος 1919), για την στρατηγική ορθότητα της επέμβασης των ελληνικών δυνάμεων. Τα ιστορικά δεδομένα δείχνουν ότι έχει δίκιο. Ο τρόπος προώθησης, όμως, αυτών των σχεδίων αποδείχτηκε καταστροφικός. Ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν μάλιστα έχει ισχυριστεί ότι ο ελληνικός στρατός έκαψε τη Σμύρνη. Λίγο δύσκολο.
Ο “αμόρφωτος” Ηλίας Γεωργίου υπηρετούσε σε ένα “βασιλικό” σύνταγμα, αλλά ο ίδιος θαύμαζε απεριόριστα βενιζελικούς αξιωματικούς με πρώτον τον συνταγματάρχη Νικόλαο Πλαστήρα και τον Στέφανο Σαράφη, λόγω των ικανοτήτων τους αλλά και του ενδιαφέροντός τους για τους απλούς φαντάρους. Ήταν περήφανος για την “ελληνική φυλή”, τους “απογόνους των ηρώων του 21” και τον ηρωισμό των ευζώνων, αλλά παράλληλα κατέγραφε και τα έκτροπα που διέπραξαν οι Έλληνες εις βάρος των Τούρκων. Συνήθως οι “μορφωμένοι” μεγάλοι της ιστορίας γράφουν μόνο τα καλά.
H περιχαράκωση σε μια θέση δεν ωφελεί και δυστυχώς αυτό ισχύει στην Ελλάδα σήμερα. Το πέρασμα του χρόνου έχει τη δύναμη να απλοποιεί τα γεγονότα. Να τα διαιρεί σε δύο χρώματα. Τα πράγματα εξαχρειώνονται όταν αυτή η διαδικασία χειραγωγείται ή από εθνομηδενιστές που “στριμώχνουν” τα ιστορικά πλήθη στις προβλήτες της Σμύρνης ή από θερμοκέφαλους εθνικιστές.
Οι μεν πρώτοι προχωρούν σε ανιστόρητους εξισωτισμούς. Τους διαφεύγει ο κεντρικός προγραμματισμός των Τούρκων για εξόντωση των μη τουρκικών πληθυσμών, που δεν είχε όμοιό του μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι μεν δεύτεροι υιοθετούν “Τούρκος καλός μόνο νεκρός”, ξεχνώντας εκείνους τους Τούρκους που πετούσαν τσιγάρα και δίναν νερό στους αιχμαλώτους να ξεδιψάσουν.
Η σύγχρονη Ελλάδα σίγουρα υπερέχει της Τουρκίας στο γεγονός ότι τέτοιες συζητήσεις διεξάγονται δίχως να γεμίσουν οι φυλακές της χώρας με αντιφρονούντες. Ωστόσο, υπάρχουν ακαδημαϊκοί, μέσα ενημέρωσης, πολιτικοί κύκλοι, αλλά και φίλοι που “τσακίζουν την αντίρρηση”. Είναι ο μετα-νεωτερικός αυταρχισμός, κεκαλυμμένος και “πολιτισμένος”, “εξευρωπαϊσμένος”. Και όταν θα έχει εξαντληθεί η συγκριτική συζήτηση και θα έχουμε ερεθιστεί με τους απέναντι θα προχωρήσουμε σελίδα στο παλιό τετράδιο και θα διαβάσουμε «…είχαμε δε τότε πρωθυπουργό τον Γούναρη. Ούτε και έδειξαν προσοχή δια ημάς».