Ένας πολυμήχανος Οδυσσέας με τσαρούχια και φέσι!
28/11/2022Δεν ξέρω αν είναι τυχαίο, όμως τυχαίνει κάποτε ένα όνομα να κουβαλά, πέραν του εμφανούς συμβολισμού, και ένα αφανές, αδικαιολόγητο με την κοινή λογική, ειδικό βάρος, που ενώνει άτομα τα οποία έζησαν σε άλλες εποχές και βίωσαν διαφορετικές καταστάσεις, με έναν αόρατο σύνδεσμο.
Στην ιστορία που ακολουθεί, επιβεβαιώνεται πως το “Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον”, που συνέθεσε ο Όμηρος αναφερόμενος στον Οδυσσέα, το βασιλέα της Ιθάκης, θα μπορούσε κάλλιστα να αφορά έναν άλλο πολυμήχανο πολεμιστή, Οδυσσέα κι αυτόν. Τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Βέβαια, η ιστορία αυτή δεν είναι η μόνη, που επιβεβαιώνει το πολυμήχανο του Ήρωα της Γραβιάς. Υπάρχουν και άλλες πολλές…
Αρχές Οκτωβρίου 1822, ο Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς, ο γνωστός ως Κιουταχής, κίνησε από το Ζητούνι (Λαμία) με 12.000 στρατό. Αφού χώρισε τις δυνάμεις του στα δύο, αυτός επικεφαλής 8.000, κατευθύνθηκε μέσα από το πέρασμα της Άμπλιανης προς τα Σάλωνα (Άμφισσα). Η σύγκρουση με τους υπερασπιστές του κάστρου ήταν σφοδρή αλλά, τελικά, η αριθμητική υπεροχή του oθωμανικού στρατεύματος ήταν καθοριστική. Η πόλη πάρθηκε. Επόμενος στόχος η Αθήνα.
Στο άκουσμα της είδησης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, αφού έδωσε τις τελευταίες οδηγίες στη Δημογεροντία της Αθήνας και στον Γιάννη Γκούρα, που είχε ορίσει Φρούραρχο, για την ολοκλήρωση του προμαχώνα που θα διασφάλιζε το αρχαίο πηγάδι της Κλεψύδρας, πήρε μαζί του όσους μπόρεσε, με σκοπό να του κόψει το δρόμο. Το σχέδιό του ήταν να προλάβει τον Κιουταχή στα Σάλωνα και να του στερήσει τον ανεφοδιασμό απ’ το Ζητούνι, πιάνοντας τα περάσματα. Στον τελικό του προορισμό, θα ενωνόταν μαζί του και το στράτευμά του, που βρισκόταν στο Καστρί (Δελφούς).
Τα νέα έφτασαν στον Κιουταχή
Τα νέα του ερχομού του Οδυσσέα έφτασαν γρήγορα στον Κιουταχή. Μη σκοπεύοντας να κλειστεί στα Σάλωνα, έβαλε φωτιά στην πόλη και κίνησε να τον συναντήσει στη Γραβιά. Παρακολουθώντας τις κινήσεις του πασά, το σώμα του Οδυσσέα που βρισκόταν στο Καστρί έφτασε στο Μοναστήρι της Παναγίας, ένα τέταρτο δρόμο από το χωριό Δαδί (Αμφίκλεια).
Ο Οδυσσέας ήταν εκεί την επομένη, σκασμένος από τη στενοχώρια. Γιατί στο δρόμο είχαν λιποτακτήσει, από το σώμα που έφερνε απ’ την Αθήνα, περί τους 200 άνδρες! Μετρήθηκαν. Μαζί με αυτούς που τους περίμεναν ήσαν δεν ήσαν 700 τουφέκια. Και το χειρότερο, 300 απ’ αυτούς, με επικεφαλής κάποιον Αθηναίο, ονόματι Σαρή, άφησαν το στρατόπεδο και κατευθύνθηκαν προς το Δαδί για να… αναπαυθούν στα σπίτια του χωριού.
Την επομένη τους ζώσανε οι Τούρκοι. Του είχαν μείνει 400. Ο Σαρής απ’ το Δαδί, παρότι ειδοποιήθηκε έγκαιρα, προτίμησε να αμυνθεί στο χωριό, χώρια από τους υπόλοιπους. Αυτή του την ανυπακοή την πλήρωσε σκληρά. Οι Τούρκοι χτύπησαν πρώτα τους 300 στο Δαδί, σκότωσαν 18 και πιάσανε τον Σαρή, σκορπίζοντας τους υπόλοιπους. Επόμενος στόχος οι 400 του Οδυσσέα. Όμως εδώ δεν ήσαν τόσο εύκολα τα πράγματα.
Επί τέσσερις ώρες δόθηκε γερή μάχη και πολλά κουφάρια τούρκικα στρώθηκαν μπροστά απ’ τα ταμπούρια του Ανδρούτσου. 120 ήσαν οι Τούρκοι που έχασαν τη ζωή τους στη σύγκρουση αυτή, ενώ απ’ το ελληνικό στρατόπεδο σκοτώθηκε μόνον ένας, ο αξιωματικός Μήνιος Κατσικογιάννης. Είχε φτάσει πια 2:00 το απομεσήμερο και στο πεδίο της μάχης είχε μείνει μόνος του ο αρχηγός, μαζί με τον ελαφρά τραυματία Αλέξη Τσαούση. Οι υπόλοιποι σκόρπισαν όταν το ιππικό του πασά τους υπερκέρασε και τους χτύπησε από πίσω.
Τσίλι γιέ; Σιόκ!
Κι εδώ διακόπτεται δι’ ολίγον η τραγωδία και ακολουθεί περιστατικό, που μόνο ως ανέκδοτο θα μπορούσε να ακουστεί, αν δεν ήταν 100% αληθινό. Ανδρούτσος και Τσαούσης, με μια ομάδα Κόνιαρους* Τούρκους στο καταπόδι τους, ψάχνουν τον τρόπο να τους ξεφύγουν. Δύσκολα τα πράγματα, όπου, σε μια ρεματιά έσπρωξε ο Οδυσσέας τον Τσαούση προς τα κάτω κράζοντάς του: «Φεύγα Αλέξη, να μη χαθείς κι εσύ μαζί μου»! και ο ίδιος πήρε τον δρόμο προς ένα σύδεντρο, όπου φαίνονταν μαζεμένοι Τουρκαλβανοί, που αναπαύονταν μετά τη μάχη. Τους πλησίασε χαλαρός. Ο επικεφαλής, αφού τον περιεργάστηκε, τον ρώτησε: «Τσίλι γιε;» (Τι είσαι εσύ;). «Σιόκ!» (Σύντροφος) απάντησε.
Αυτά ειπώθηκαν στα αρβανίτικα, φυσικά, και θα ήταν περιττό να διευκρινιστεί πως η ενδυμασία τους καθώς και η κουρά της κεφαλής τους (ξυρισμένο μέτωπο, μακριά μαλλιά πίσω) ήσαν ίδια. Τον θεώρησαν, λοιπόν, δικό τους, σύντροφο, συμπολεμιστή. Έτσι, μόλις έφτασαν οι Κόνιαροι διώκτες του και πήγαν να τον πιάσουν, οι Τουρκαλβανοί τους έβαλαν μπρος με τα χατζάρια τους και τους ξαπόστειλαν!
Στη συνέχεια, φυσικά, έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος να αποδεσμευθεί από την αναγκαστική όσο και επικίνδυνη κολεγιά. Σκέφτηκε γρήγορα και έριξε την ιδέα: «Τι καθόμαστε εδώ και δεν πάμε να βρούμε να πιάσουμε τίποτα γυναικόπαιδα, να τα μοσχοπουλήσουμε;».
Και χωρίς να το πολυσυζητήσει, κίνησε κατά την ανηφόρα, ρίχνοντας και τουφεκιές στο αέρα. Ήταν ταχύς και οι Τουρκαλβανοί, που έσπευδαν από πίσω του, λαχάνιασαν γρήγορα. Του φώναξαν να μην τρέχει, αυτός τίποτα. Σύντομα έφτασε μόνος του σε μια ραχούλα. Ο “σύντροφοι” είχαν ξεμείνει πολύ πίσω. Έκανε κατά κάτω τη ρεματιά και μην τον είδατε…
* Κόνιαρους, Ντουντούμηδες, Κακλαμάνους και Χαλδούπηδες αποκαλούσαν, υποτιμητικά, Έλληνες και Αλβανοί, τους Ανατολίτες Τούρκους: «Όσοι Οθωμανοί και Έλληνες γεννώνται εις την Ελλάδα, Ήπειρον και Μακεδονίαν, φορούν δε κατ’ εξοχήν απέξω το υποκάμισον (σ.σ. εννοεί τη φουστανέλα), αποστρέφονται τους Ασιανούς ως ανάνδρους και ασώτους, τους προσκολλούν και τινα υβριστικά επίθετα, λέγοντές τους Δουδούμηδες, Χαλδούπηδες, Κονιάρηδες και τα παρόμοια», Χριστόφορου Περραιβού “Απομνημονεύματα πολεμικά”.
Τον χαρακτηρισμό “Κακλαμάνοι” τον συναντάμε, αποκλειστικά, στην Πελοπόννησο: «Ήτον αύτη η πρώτη φορά καθ’ ην οι Πελοποννήσιοι ήρχοντο εις μάχην μετά των Ανατολιτών, ους εμπαίζοντες διά την ενδυμασίαν και τον τρόπον του πολεμείν ωνόμαζαν Κακλαμάνους …» (Μάχη Χαλανδρίτσας) Σπυρίδωνος Τρικούπη “Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως”.