Ενέδρα κατά των Γενουατών – Οι Έλληνες μισθοφόροι νικούν στην Ιταλία
11/02/2021Ο Μερκούριος Μπούας ήταν γιος του Θεόδωρου Μπούα, αξιωματούχου στην αυλή των Δεσποτών του Μυστρά. Καταγόταν από μεγάλη στρατιωτική οικογένεια του Βυζαντίου από το Αγγελόκαστρο της Ηπείρου. Το έτος γεννήσεως του δεν είναι γνωστό. Ο Μερκούριος Μπούας αποτελεί πράγματι ξεχωριστή περίπτωση. Δίκαια θεωρείτε ο αρχηγέτης των περίφημων Στρατιωτών. Τον 14ο αιώνα η οικογένεια του διώχθηκε από τους Τούρκους και κατέφυγε αρχικά στην ορεινή Ευρυτανία και στη συνέχεια στην Πελοπόννησο.
Όλοι του οι πρόγονοι ήταν Στρατιώτες, με πρώτους ανάμεσά τους τον Θεόδωρο, τον συμπολεμιστή του Κροκόνδειλου Κλαδά, τον Πέτρο, που έδρασε στην Ιταλία και τον Θωμά, ο οποίος έγινε συνταγματάρχης του αγγλικού στρατού και διοικητής του ελαφρού ιππικού του Ερρίκου Η’ της Αγγλίας. Κανείς όμως δεν ξεπέρασε τη φήμη του Μερκούριου, ο οποίος πολέμησε για λογαριασμό των Ενετών, του Γερμανού αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού, και του Γάλλου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΒ’, ο οποίος μάλιστα για τις υπηρεσίες του τον έχρισε κόμη και του παραχώρησε γαίες και χρήματα.
Περιέργως ο Μερκούριος είχε χριστεί κόμης (της Σουαβίας) και από τον Γερμανό αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό. Ευτυχώς ο Μπούας, που ονομαζόταν και Γρίβας, λόγω του χρώματος του αλόγου του (γκρι), αλλά και το πρωτοπαλίκαρο του, ο Ιωάννης (Τζάνες) Κορωναίος, ήσαν λάτρεις της αρχαίας ελληνικής ιστορίας και της Ιλιάδας. Έτσι ο Κορωναίος αποφάσισε να συγγράψει τα κατορθώματα του καπετάνιου του σε έμμετρο λόγο, σε ένα μακροσκελές ποίημα με τον τίτλο «Μερκουρίου ανθραγαθήματα». Έτσι έφτασαν μέχρι τις μέρες μας σημαντικές πληροφορίες για τη δράση του μεγίστου των Ελλήνων Στρατιωτών.
Ο Μερκούριος πολέμησε με το σώμα του σε όλες τις σημαντικές μάχες της πρώτης φάσης των Ιταλικών Πολέμων (1495-1512). Η μεγαλύτερη όμως νίκη του και η λεπτομερέστερα περιγραφείσα ήταν αυτή στη Γένοβα το 1507. Το 1507 ο Γάλλος βασιλιάς Λουδοβίκος πολιορκούσε την ιταλική πόλη Γένουα, σημαντικό λιμάνι, αλλά και σημείο διέλευσης από τη Γαλλία στην Ιταλία. Οι δυνάμεις του Γάλλου βασιλιά αριθμούσαν περί τους 50.000 άνδρες, πολλοί από τους οποίους ήσαν βοηθητικοί.
Μαζί του συμπολεμούσαν και 2.000 Στρατιώτες και Αργουλέτοι, υπό τον Μερκούριο Μπούα. Οι Γενουάτες, ενισχυμένοι και με άλλα ιταλικά τμήματα αντέτασσαν σθεναρή άμυνα, έχοντας οχυρώσει θέσεις μακριά από τα τείχη της πόλης τους, περιμετρικά αυτών, εκμεταλλευόμενοι το έδαφος. Σε ένα χαμηλό γήλοφο οι Γενουάτες είχαν κατασκευάσει ισχυρό προμαχώνα, ενισχυμένο και με πυροβόλα, από όπου δεκάτιζαν τους Γάλλους και τους απαγόρευαν κάθε σκέψη περί προχωρήσεως εγγύτερα της πόλης.
Ο προμαχώνας έπρεπε να καταληφθεί. Ο Γάλλος βασιλιάς είχε και προηγουμένως διατάξει τις δυνάμεις του να τον καταλάβουν. Όλες όμως οι γαλλικές έφοδοι απέτυχαν με μεγάλες απώλειες. Τότε ο Λουδοβίκος κάλεσε τον Μερκούριο και, σύμφωνα με τον βιογράφο του, του είπε: “Σύ δέ σενιόρ Μερκούριε σύρ’ εκ το χαμαιβούνι να δίδεις έναν πόλεμο, κ’ ημείς εδώθε άλλον». Τα έμμετρα λόγια του Κορωναίου επιβεβαιώνει πάντως και ο Γάλλος ιστορικός και αυτόπτης μάρτυρας, d’ Auton, ο οποίος αναφέρει: «Ο βασιλεύς καλέσας τον Μερκούριον τω είπε:
«Ιππεύσατε μεθ’ όλων των υμετέρων Στρατιωτών και αρχίστε ελαφρόν ακροβολισμόν προς το σώμα του εχθρού, το ευρισκόμενον εγγύτερον του προμαχώνα. Στήσατε όπισθεν του βουνού ενέδραν εξ’ υμετέρων ανδρών, πεζών και ιππέων όπως εν ανάγκη σας βοηθήση. Μετά τον ακροβολισμόν θέλετε προσποιηθή υποχώρησιν όπως σύρετε τους εχθρούς μέχρι της υμετέρας ενέδρα, και εκεί δώσετέ τους ένα καλόν χαιρετισμόν. Συγχρόνως θα διατάξω ν’ αναβώσιν εις το βουνόν αρκετοί πεζοί και βαρείς ιππείς, όπως υποστηρίξωσιν άνωθεν τους ημετέρους άνδρας και αρχίσωμεν την μάχην».
Τότε ο Μερκούριος πήρε μαζί του 100 Στρατιώτες και άρχισε να ανεβαίνει τον γήλοφο. Ο Μερκούριος εγκατέστησε αρκετούς από τους άνδρες του σε ενέδρα και με τους υπόλοιπους κίνησε για τον προμαχώνα. Παράλληλα 3.000 Ελβετοί και 6.000 Γάλλοι πεζοί άρχισαν να ανεβαίνουν τον γήλοφο, ακολουθούμενοι από το βαρύ ιππικό. Την ίδια ώρα οι Έλληνες είχαν φτάσει μπροστά από τον προμαχώνα και είχαν αρχίσει τον ακροβολισμό με τους Γενουάτες.
Οι Γενουάτες υποδέχθηκαν τους Στρατιώτες με βροχή βελών και βλημάτων. Οι Στρατιώτες απάντησαν με αρκεβούζια και βαλλίστρες, κινούμενοι όμως συνεχώς, για να μη δίνουν στόχο. Όλοι τότε πίστεψαν ότι ο Μερκούριος και οι άνδρες του σίγουρα θα χανόταν. Οι Ελβετοί σωματοφύλακες του βασιλιά μάλιστα έπεσαν με το πρόσωπο στη γη και προσεύχονταν για την σωτηρία των Ελλήνων.
Και φαίνεται ότι οι προσευχές τους εισακούσθηκαν, αφού οι Έλληνες όχι μόνο επέζησαν όλοι, πλην ενός, αλλά σκότωσαν και έξι Γενουάτες. Παρόλα αυτά έπρεπε να αντέξουν ακόμα, μέχρις ότου ο όγκος του στρατού ανέβει το γήλοφο. Τελικά όταν ο Μερκούριος είδε το πεζικό να ανεβαίνει, διέταξε τους άνδρες του να υποχωρήσουν, όσο το δυνατό πιο «πανικόβλητοι».
Στη φάση αυτοί άλλοι δύο άνδρες του πληγώθηκαν. Οι Γενουάτες, έχοντας επικεντρώσει την προσοχή τους στους θρασείς Στρατιώτες, δεν πρόσεξαν τους πολλούς εχθρούς που έρχονταν από καλυμμένο δρομολόγιο. Οργισμένοι μάλιστα από τις απώλειες που είχαν υποστεί από τους Έλληνες, πολλοί από αυτούς, άφησαν τις θέσεις τους και όρμησαν καταπάνω τους με την ιαχή «accarne» (στο ψαχνό!).
Ξαφνικά όμως βρέθηκαν προ εκπλήξεως. Σε ένα ξέφωτο είδαν με τρόμο δύο πυροβόλα απέναντί τους, να τους σημαδεύουν απειλητικά. Πριν προλάβουν να αντιδράσουν δύο εκρήξεις ακούστηκαν και τα γεμισμένα με κομμάτια αλυσίδας πυροβόλα έβαλαν εναντίον τους το θανατηφόρο φορτίο τους, θερίζοντας τους. Πριν προλάβουν να συνέλθουν ξεπετάχτηκαν μπροστά τους και οι υπόλοιποι Στρατιώτες και Γάλλοι πεζοί και του αφάνισαν.
Ένα δεύτερο γενουατικό τμήμα που ακολουθούσε, τράπηκε σε φυγή χωρίς μάχη. Οι άνδρες του πέταγαν τα όπλα και τους θώρακες τους, προσπαθώντας να ξεφύγουν από την καταδίωξη των Στρατιωτών. Οι Ελβετοί στο μεταξύ κατέλαβαν τον προμαχώνα. Η μάχη είχε κερδηθεί χάρις στους Στρατιώτες. Οι συνολικές απώλειες του γαλλικού στρατού, σε νεκρούς, έφτασαν τους 39 άνδρες. Οι Γενουάτες αντίθετα άφησαν πίσω τους 1.400 νεκρούς. Κατά τη διάρκεια της ίδιας πολιορκίας ο Μερκούριος και οι Στρατιώτες του εκτέλεσαν ένα ακόμα μεγαλύτερο κατόρθωμα. Μόνοι, αυτή τη φορά, κινήθηκαν νύκτα, μέσω ενός βουνού, και με το πρώτο φως της επομένης επέπεσαν στους ανυποψίαστους Γενουάτες.