Γιατί άρχισε και επιβλήθηκε η Επανάσταση στο Μοριά
26/03/2023Το πού και το πότε ακριβώς άρχισε η Επανάστασή μας συνιστά σήμερα ζήτημα ανεξιχνίαστο. Όπως έλεγε και ο Γέρος του Μοριά: «Τώρα που τελειώσαμε με το καλό τον πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, επαινόμεθα. Εάν εχάναμε όμως, ηθέλαμε τρώγει κατάραις, αναθέματα». Συνακολούθως, είναι ανέφικτο το να βρεθεί τόπος στην Πελοπόννησο και στη νότια ζώνη της Στερεάς Ελλάδα, στον οποίο δεν άρχισε η Επανάσταση – και μάλιστα πολλές μέρες ή και εβδομάδες πριν από τη συμβατική ημερομηνία της 25ης Μαρτίου.
Έχοντας λοιπόν αυτό κατά νουν και μη θέλοντας να αδικήσουμε κανένα μέρος του ελλαδικού μας χώρου, ας δεχτούμε ότι ο Μεγάλος Ξεσηκωμός άρχισε γενικώς κατά την άνοιξη του 1821 και ας στρέψουμε την προσοχή μας σε παράγοντες αδίκως παραμελημένους έως τώρα.
Κατά πρώτο και κύριο λόγο, ας ξεκαθαρίσουμε το εξής: Οι Έλληνες πραγματικά ήθελαν να απαλλαγούν από την οθωμανική κυριαρχία. Οι “ραγιάδες”, οι μη μουσουλμάνοι δηλαδή υπήκοοι της Υψηλής Πύλης, φορολογούνταν υπέρμετρα! Υπήρξαν μάλιστα εποχές κατά τις οποίες «μόνο στα αυγά της κότας δεν έμπαινε φόρος»…
Η επιθυμία όμως της απελευθέρωσης δεν αρκούσε, ώστε να προετοιμαστεί, να ξεκινήσει και να ευοδωθεί η Επανάσταση. Οι άνθρωποι, πράγματι, στη συντριπτική μας πλειοψηφία “μόνο για πρακτικά ζητήματα ενδιαφερόμαστε”. Και η προσπάθεια επίλυσης πρακτικών και μόνο ζητημάτων δεν επιφέρει επανάσταση. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα μπορεί να θεωρηθεί η κατά το 1611 υπό τον Διονύσιο τον Φιλόσοφο, πρώην μητροπολίτη Τρίκκης και Λαρίσσης, εξέγερση στην Ήπειρο.
Οι αγρότες ξεσηκώθηκαν λόγω δυσβάστακτης φορολόγησης και με το σύνθημα «χαράτσι, χαρατσόπουλο και αναζουλόπουλο» κατέλαβαν τα Γιάννενα. Η επιτυχία τους όμως αυτή υπήρξε εφήμερη: Οι Τούρκοι αποκατέστησαν τον έλεγχό τους στην πρωτεύουσα της Ηπείρου, πραγματοποιήθηκε εκτεταμένη σφαγή Χριστιανών και ο Διονύσιος, ο ηγήτορας του κινήματος, βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Γι’ αυτό και στη γαλλική γλώσσα, η ακριβολογία της οποίας διατηρείται αμείωτη, υπάρχει διάκριση σαφέστατη μεταξύ των όρων révolution (=επανάσταση) και jacquerie (=αγροτική εξέγερση συνήθως βραχύβια).
Οι παράγοντες της επανάστασης
Τι ήταν αυτό που έκανε τον Ξεσηκωμό του 1821 επανάσταση και όχι εξέγερση; Εξωτερικοί και κυρίως(!) διεθνείς παράγοντες. Κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, αγγλόφωνος συγγραφέας καθιέρωσε τον όρο “επανάσταση από τα πάνω” (revolution from above). Η διατύπωση είναι ορθή, αλλά πρόσφορη σε οιονεί παρεξηγήσεις. Και αυτό, διότι όλες οι επαναστάσεις από τα πάνω ξεκινούν και χάρη στα εν λόγω “πάνω” ευοδώνονται.
Η Γαλλική Επανάσταση κυοφορήθηκε –κατά την προσφυά φράση του Μέττερνιχ– στα «κομψά σαλονάκια (boudoirs) των κυριών της παρισινής αριστοκρατίας». Και τα γεγονότα του 1917 στη Ρωσία πυροδοτήθηκαν όχι μόνο μέσω της παντοειδούς ενίσχυσης που διεθνώς και μακροχρονίως παρεχόταν στους Τρότσκυ και Λένιν, αλλά και λόγω της στάσης που ως προς αυτά τήρησαν ανώτατοι και ανώτεροι αξιωματικοί του τσαρικού στρατεύματος.
Κάτι ανάλογο έγινε και με τη δική μας Επανάσταση. Κατά τα έτη 1688-1715 η Πελοπόννησος είχε υπαχθεί στην κυριαρχία της “Γαληνοτάτης Δημοκρατίας” της Βενετίας. Το 1715 όμως οι Οθωμανοί επιχείρησαν να την ανακαταλάβουν και το επέτυχαν μέσα σε εκατό μόλις ημέρες! Η επιτυχία αυτή –ιδιαιτέρως σημαντική εάν ληφθούν υπόψη τα δεδομένα της εποχής– οφειλόταν στη στάση του κλήρου, των μοναχών και των προεστών της Πελοποννήσου, οι οποίοι προτίμησαν τον σουλτάνο από τον δόγη της Βενετίας.
Μέχρι σήμερα μπορεί κανείς να ακούσει από γέρους Μοραΐτες τη φράση: «Κάλλιο του Τούρκου το μαχαίρι παρά του Βενετσιάνου η κρίση». Και αποτέλεσμα της εν προκειμένω στάσης της πελοποννησιακής “ελίτ” υπήρξε η de facto αυτονόμηση της Πελοποννήσου. Οι Μοραΐτες, συνακολούθως, έστελναν βεκίληδες (<vekililer), δηλαδή δικούς τους αντιπροσώπους, στην Κωνσταντινούπολη και το σπουδαιότερο καθιερώθηκε στην Πελοπόννησο ο θεσμός των “κάπων”.
Αυτοί ορθώς έχουν θεωρηθεί ως ομόλογοι των αρματολών του υπόλοιπου ελλαδικού χώρου, αλλά με μία καθοριστική διαφορά: Δεν διορίζονταν από τις οθωμανικές αρχές, αλλά από τους χριστιανούς προύχοντες, από τους οποίους και μισθοδοτούνταν. Συνεπώς, υπήρχε από το πρώτο μισό του 18ου αιώνα στην Πελοπόννησο ένοπλη δύναμη που πλήρως ελεγχόταν από τη χριστιανική/ελληνική “ελίτ”.
Παραδόξως, τα Ορλωφικά του 1770 δεν διατάραξαν αποφασιστικώς αυτήν την τάξη πραγμάτων. Παρά τα όσα ακόμη και σήμερα λέγονται, η τότε εξέγερση, για λόγους πολλούς και διάφορους, δεν γενικεύθηκε. Και η από την πλευρά της Υψηλής Πύλης καταστολή σαφώς χαρακτηρίστηκε από τις αγριότητες των Τουρκαλβανών που τότε εισέβαλαν στην Πελοπόννησο. Από την άλλη όμως πλευρά, έχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι οι ίδιοι οι Οθωμανοί τελικώς εξόντωσαν τους “Αρνα[β]ούτηδες”, τους οποίους η Υψηλή Πύλη είχε καλέσει στον Μοριά, προκειμένου να καταστείλουν την εξέγερση των “ξεσηκωμένων από τους Ρώσους ραγιάδων”.
Όλα αυτά όμως (Βενετοκρατία, Ορλωφικά, υπέρμετρη ισχύς των Χριστιανών κοτζαμπάσηδων) είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση του τουρκικού πληθυσμού της Πελοποννήσου. Οι μεσαίων οικονομικών και κοινωνικών δυνατοτήτων μουσουλμάνοι προτιμούσαν να φύγουν. Έτσι –σύμφωνα με έγγραφα που διαφυλάσσονται στο Αρχείο του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών– στις αρχές του 1821 διαβιούσαν στον Μοριά 42.250 μουσουλμάνοι (Τούρκοι) και 458.000 χριστιανοί Ορθόδοξοι (Έλληνες).
Η υπέρ της ελληνικής πλευράς αναλογία ήταν συντριπτική. Επιπλέον, κατά τη μαρτυρία απογόνου εκχριστιανισμένων Τούρκων της Πελοποννήσου, οι γερλίσιοι (ντόπιοι, γεννημένοι στον Μοριά) μουσουλμάνοι είχανε πια γίνει, κατά τις παραμονές της Επανάστασης, «νωθροί και φιλειρηνικοί», με αποτέλεσμα να «ακούν μόνο αυτά που ήθελαν να ακούσουν». Έτσι, όταν πια έγινε σαφές το ότι έκρηξη της Επανάστασης ήτανε πια πολύ κοντά, η οθωμανική εξουσία προχώρησε στο μόνο οιονεί λογικό μέτρο. Συγκέντρωσε και κράτησε ως ομήρους στην Τριπολιτσά τους χριστιανούς προύχοντες βάσει του συλλογισμού πως, εφόσον από αυτούς τους τελευταίους ήταν θεσμικώς εξαρτημένοι οι κάποι που συναποτελούσαν το μόνο ένοπλο σώμα των “ραγιάδων”, η Επανάσταση γινόταν απίθανη.
Έπεσαν έξω οι Οθωμανοί
Κι όμως, οι Οθωμανοί έπεσαν έξω! Κι αυτό λόγω των διεθνών παραγόντων. Σήμερα, βάσει της αναδίφησης ρωσικών και τουρκικών αρχειακών πηγών, έχει πια αποδειχθεί ότι “Υπέρτατη Αρχή” της Φιλικής Εταιρείας πραγματικά ήταν ο Ρώσος αυτοκράτορας Αλέξανδρος Α’. Φερέφωνό του ως προς τα ελληνικά πράγματα ήταν ο Ιωάννης Καποδίστριας και επίτροπός του, δηλαδή εντεταλμένος του αντιπρόσωπος στην ιεραρχία των Φιλικών ο Αλέξανδρος Υψηλάντης.
Ο Ρώσος Τσάρος, νικητής καθώς ήταν του Μεγάλου Ναπολέοντα, ήθελε να “αναστήσει” τη μεγάλη Ελληνοχριστιανική Αυτοκρατορία του Μεσαίωνα. Συνακολούθως, επέτρεψε στον Υψηλάντη να κηρύξει τον Φεβρουάριο του 1821 στις ρουμανικές ηγεμονίες της Βλαχίας και Μολδαβίας, την κατά της Υψηλής Πύλης επανάσταση. Πίστευε, πράγματι, ο τσάρος Αλέξανδρος πως έτσι θα άρχιζε η ρωσική πορεία προς την Κωνσταντινούπολη.
Όταν όμως πληροφορήθηκε –κυριολεκτικώς την τελευταία στιγμή– ότι ο Υψηλάντης και ακροθιγώς ο Καποδίστριας συμμετείχαν σε επαναστατική οργάνωση που ήθελε να εκμεταλλευτεί τον προσεχή ρωσοτουρκικό πόλεμο, προκειμένου να ανατρέψει τη ρωσική μοναρχία, αποκήρυξε την Ελληνική Επανάσταση γενικώς, τον Υψηλάντη ιδιαιτέρως και υποχρέωσε τον Καποδίστρια να αποσυρθεί στην Ελβετία.
Έτσι, η οθωμανική επικυριαρχία αποκαταστάθηκε στις ρουμανικές ηγεμονίες, αλλά η Επανάσταση ξέσπασε στον Μοριά! Γιατί; Διότι οι Βρετανοί επιτυχώς επιχείρησαν να προλάβουν τους Ρώσους! Οι Ρώσοι δεν έπρεπε να αποκτήσουν σταθερή βάση στη Μεσόγειο, επειδή έτσι θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την παγκόσμια ηγεμονία. Γνωρίζοντας λοιπόν πολύ καλά τα σχετικά με τη Φιλική Εταιρεία, είχαν στείλει ήδη στις αρχές του 1821 στην πλήρως αυτόνομη Μάνη τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Ταυτόχρονα, συνδαύλισαν τη φιλοδοξία του εκεί τοπικώς πανίσχυρου Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, αφήνοντας να κυκλοφορήσει η φήμη πως αυτός ο τελευταίος έμελλε να στεφθεί βασιλιάς του ανεξάρτητου Κράτους το οποίο θα γινόταν στην Πελοπόννησο. Έτσι, μια εβδομάδα πριν από τη συμβατική ημερομηνία της 25ης Μαρτίου, η Επανάσταση κηρύχθηκε στην πρωτεύουσα της Μάνης, Τσίμοβα (σήμερα Αρεόπολη), όπου βέβαια δεν υπήρχαν Τούρκοι.
Και μετά ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, επικεφαλής ποικιλόμορφου στρατεύματος, προχώρησε προς την Καλαμάτα, όπου –όπως είναι πια γνωστό– ελάχιστοι μουσουλμάνοι κατοικούσαν. Και εκεί, στην Καλαμάτα, έγινε η μεγάλη ανατροπή. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, με ελάχιστη –λόγω του από το Πατριαρχείο αφορισμού του– απήχηση στον τοπικό πληθυσμό, επιβλήθηκε ευτυχώς(!) ως κορυφαία μορφή του Αγώνα που άρχιζε.
Παραμέρισε, πράγματι, όχι μόνο τον Μαυρομιχάλη, αλλά και τον ίδιο τον Παπαφλέσσα, επίσημο αντιπρόσωπο, στην Πελοπόννησο των Φιλικών. Πώς το κατάφερε; Απλό, απλούστατο! Φορούσε στολή ταγματάρχη αγγλικού στρατιωτικού σώματος, εκείνου του “Ελαφρού Ελληνικού Πεζικού του Δούκα της Υόρκης”. Χάρη στη στολή αυτήν ξεχάστηκε ο αφορισμός του και χάρη στην απαράμιλλη ευφυία του γρήγορα καθιερώθηκε ως στρατιωτικός ηγήτορας της Επανάστασής μας.