Η αποστολή των πέντε στη Σμύρνη το 1919 – Οι φόβοι του Βενιζέλου
01/09/2022Πριν 100 χρόνια, τον Σεπτέμβριο 1922, η μακραίωνη παρουσία του Ελληνισμού στη Σμύρνη και γενικότερα στην Μικρά Ασία τερματίσθηκε με δραματική βία. Πριν φθάσουμε εκεί, όμως, είχε παιχθεί ένα πολιτικό δράμα. Η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η απόφαση των συμμάχων να προχωρήσουν σε εδαφικό διαμελισμό του μεγάλου ασθενούς, είχαν δώσει στον Ελευθέριο Βενιζέλο τη δυνατότητα να δημιουργήσει την “Ελλάδα των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών”.
Στις διαπραγματεύσεις του Συνεδρίου Ειρήνης των Παρισίων (από το 1919 έως το 1920), η απόκτηση ερείσματος στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου αποτέλεσε βασική προτεραιότητα της ελληνικής διπλωματίας. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαλυόταν από τους συμμάχους και κάποιος έπρεπε να καλύψει το κενό. Οι σύμμαχοι συναίνεσαν στην ελληνική επέκταση στη Μικρά Ασία, διότι αυτό προωθούσε, τη δεδομένη στιγμή, τα στρατηγικά τους συμφέροντα.
Ωστόσο, η Ιταλία, έτερος διεκδικητής της Σμύρνης, δεν συναίνεσε σε αυτή την απόφαση. Ο ελληνικός στρατός που θα αποβιβαζόταν στη Μικρά Ασία θα ήταν εντολοδόχος του Συνεδρίου Ειρήνης, με καθήκοντα την αποκατάσταση της τάξης και την προστασία των μειονοτικών ομάδων στην περιφέρεια της Σμύρνης. Ο Βενιζέλος δικαιολογούσε την παρουσία του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, πρώτον, ως απόρροια της πολιτικής των Άγγλων και δεύτερον, ως μέσο για τη σωτηρία των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας.
Ήδη από τον Δεκέμβριο 1918, ο Βενιζέλος προσπαθούσε να δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για μια ενδεχόμενη ελληνική απόβαση στη Μικρά Ασία. Σε αρχειακή έρευνά μας για τη “Μειονοτική πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου”, φέραμε στο φως τα πραγματικά προβλήματα με τα οποία ήρθε αντιμέτωπος ο Βενιζέλος. Στις 11 Δεκεμβρίου 1918 κατέπλευσε στο λιμάνι της Σμύρνης συμμαχική μοίρα, στην οποία συμμετείχε και το αντιτορπιλικό “Λέων” με κυβερνήτη τον Ηλία Μαυρουδή. Μαζί του βρισκόταν, ως πολιτικός σύμβουλος της αποστολής, ο βουλευτής Κυκλάδων Δ. Ζαμάνος.
Προλείανση του εδάφους το 1919
Στα μέλη της αποστολής συγκαταλέγονταν, εκτός από τον Μαυρουδή και τον Ζαμάνο, οι Περικλής Σκέφερης (απεσταλμένος του υπουργείου Εξωτερικών και γνώστης των μικρασιατικών θεμάτων, πρώην υποπρόξενος στη Σμύρνη), Μιχαήλ Ροδάς (δημοσιογράφος, μετέπειτα διευθυντής Τύπου της ελληνικής αρμοστείας στη Σμύρνη) και ο Μιχαήλ Μακράκης, ο οποίος έφτασε αργότερα και ως Τουρκοκρητικός και προσπάθησε να προσεγγίσει την πολυπληθή κοινότητα Τουρκοκρητικών της Σμύρνης. Ο Μαυρουδής και τα υπόλοιπα μέλη της αποστολής λειτούργησαν ως σύνδεσμοι ανάμεσα στο εκεί ομογενές στοιχείο και την ελληνική κυβέρνηση.
Σκοπός της αποστολής ήταν να καταγράψει από κοντά την κατάσταση στη Μικρά Ασία αλλά και να διαφωτίσει τους λαούς της περιοχής σχετικά με τις διαθέσεις της Ελλάδας έναντι των ντόπιων πληθυσμών. Τα μέλη της αποστολής προσπάθησαν να συλλέξουν στοιχεία για τη δυναμική του μικρασιατικού Ελληνισμού. Παράλληλα, προσπάθησαν να διαπιστώσουν τις διαθέσεις και των υπόλοιπων στοιχείων της Σμύρνης, όπως των Τούρκων, των Αρμενίων, των Εβραίων και των φραγκολεβαντίνων (δυτικών).
Η καλλιέργεια αγαθών σχέσεων με τα παραπάνω στοιχεία, προπάντων με τους Τούρκους, αποτελούσε επιτακτική ανάγκη για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Προς την κατεύθυνση της δημιουργίας θετικών εντυπώσεων, η ελληνική κυβέρνηση επιχορηγούσε τουρκικές εφημερίδες της Σμύρνης, με σκοπό την καλλιέργεια φιλελληνικού κλίματος. Όλα τα παραπάνω είχαν ως στόχο να προετοιμάσουν το έδαφος για μια ομαλή και άνευ επεισοδίων απόβαση του ελληνικού στρατού στην Σμύρνη.
«Σεβαστείτε τους αλλόθρησκους»!
Όταν πάρθηκε η απόφαση να καταπλεύσει στο λιμάνι της Σμύρνης συμμαχική μοίρα, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και το θωρηκτό “Κιλκίς”, ο Βενιζέλος με ένα μακροσκελές τηλεγράφημα προσπάθησε να θέσει τα θεμέλια της ελληνικής πολιτικής έναντι των αλλόθρησκων της Μικράς Ασίας και να προλάβει τη δημιουργία αρνητικών εντυπώσεων.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον ίδιο, ο ελληνικός στρατός έπρεπε να εγγυηθεί τη ζωή, την τιμή και την περιουσία όχι μόνο των ομογενών, αλλά και των αλλόθρησκων, κυρίως των μουσουλμάνων. Αυτός ήταν άλλωστε και ο σκοπός της αποστολής του. Ο Έλληνας πρωθυπουργός συνέδεε, σε μεγάλο βαθμό, τη συμπεριφορά του στρατεύματος έναντι των αλλόθρησκων, με την επιτυχία του ελληνικού εγχειρήματος. Οι προτροπές του Βενιζέλου δεν έμειναν μόνο στη συμπεριφορά των στρατιωτικών οργάνων, αλλά συμπεριλάμβαναν και το ομογενές στοιχείο της Σμύρνης, το οποίο έπρεπε να πειθαρχήσει «προς ημετέρας οδηγίας».
Εν ολίγοις, «να αποφύγωσι παν ό,τι δυνάμενον διαταράξη τη δημόσιαν τάξιν. Πάσα διατάραξις της τάξεως, η ευθύνη της οποίας θα αποδοθή εις το ομογενές στοιχείον θα έβλαπτεν ανεπανορθώτως τα εθνικά μας συμφέροντα». Κατά την άποψη του Κρητικού πολιτικού, καθήκον των ημετέρων” ήταν να διατηρήσουν και να αποκαταστήσουν άριστες σχέσεις με το τουρκικό στοιχείο και την ιταλική παροικία. Ο ρόλος των Ιταλών θα αποδειχτεί καταλυτικός για την παρουσία του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η προσπάθεια του Βενιζέλου να μεταδώσει στις ελληνικές αρχές, το πόσο σημαντικό ήταν να μεταστρέψουν την ψυχολογία του μουσουλμανικού πληθυσμού, εξηγώντας τους ότι «το ζήτημα της τύχης της Ανατολής θα λυθεί υπό του ευρωπαϊκού Συνεδρίου». Αναφορικά με τη στάση των ελληνικών στρατιωτικών αρχών έναντι των τουρκικών αρχών της πόλης «πρέπει να τηρήσωσιν αγαθάς σχέσεις». Συν τοις άλλοις, οι στρατιωτικοί έπρεπε να «είναι έτοιμοι να συνεργωσθώσιν μετά εγχωρίων αρχών».
Απογοητευτικά τα συμπεράσματα το 1919
Διαφαίνεται όμως, μια επιφύλαξη του Βενιζέλου για το αν ήταν ικανή η στρατιωτική ηγεσία από μόνη της να εφαρμόσει την παραπάνω πολιτική και για τον λόγο αυτό τόνιζε ότι έπρεπε να παρίσταται σε όλες τις παραπάνω ενέργειες και πολιτικός σύμβουλος. Ωστόσο, τα συμπεράσματα της πρώτης ελληνικής αποστολής, με επικεφαλής τον Μαυρουδή (το 1919), δεν ήταν ενθαρρυντικά όσον αφορά τη στάση των αλλογενών στο ενδεχόμενο της κατάληψης της πόλης από τον ελληνικό στρατό. Ενδεικτικά, «των Τούρκων ο φανατισμός παραμένει αμείωτος και των Λεβαντίνων η δυσμένεια καταφανής… δεν κατορθώθη ακόμη να κατανοήσωσιν οι Τούρκοι ότι οιαδήποτε ήθελεν είσθαι η λύσις του εδαφικού ζητήματος, λύσις ούτε απ’ αυτών ούτε αφ’ ημών εξαρτώμενη».
Τα συμπεράσματα της αποστολής προμήνυαν τα όσα θα επακολουθούσαν τα επόμενα χρόνια. Βασική παράμετρος της ψυχολογίας των κατοίκων της πόλης παρέμενε «η εξόγκωσις των παλαιών και προσφάτων παθών». Αναλυτικότερα, «δεν κατορθώθη ακόμη να κατανοήσωσιν οι Τούρκοι ότι συμφέρον έχουσι ν’ αλλάξωσι την αδιάλλακτον πολιτικήν των προς την Ελλάδα και τους Έλληνας, ίνα και το ίδιον συμφέρον εξασφαλίσωσιν». Σύμφωνα, επίσης, με τα συμπεράσματα της αποστολής δεν κατέστη δυνατό να πεισθούν οι Τούρκοι ότι οι περισσότερο ικανοί απ’ αυτούς θα διατηρηθούν στις θέσεις τους μετά την εγκατάσταση των ελληνικών αρχών.
Δεν κατορθώθηκε, ακόμα, να πεισθούν ότι «μεταβαλλομένου του καθεστώτος το πλείστον των τουρκικών νόμων θέλει παραμείνει επί το πολύ εν ισχύι, ίνα ουδείς κλονισμός, ουδεμία βλάβη επέλθη, εις τα ιδιωτικά συμφέροντα και τας συναλλαγάς των πολιτών». Τέλος, σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης το 1919, οι Τούρκοι δεν πίστευαν «ούτε εις το φιλελεύθερον ούτε εις το φιλοδίκαιον του πολιτεύματος ημών».
Αντικρουόμενα συμφέροντα
Εκτός, όμως, των αντιδράσεων των διαφόρων εθνοτήτων της Σμύρνης, η ελληνική πλευρά είχε να αντιμετωπίσει και τα αντικρουόμενα συμφέροντα των συμμάχων στη Μικρά Ασία. Η Ιταλία, έτερος διεκδικητής της Σμύρνης και κάτοχος των Δωδεκανήσων, επιθυμούσε διακαώς να επεκτείνει την επιρροή της, στην Ανατολική Μεσόγειο. Επομένως, η ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με τα ιταλικά συμφέροντα, γεγονός που έκανε τον Βενιζέλο να ανησυχεί ιδιαίτερα για τον (υπονομευτικό) ρόλο των Ιταλών σε σχέση με την ελληνική παρουσία εκεί.
Για παράδειγμα, οι Ιταλοί μετέφεραν στη Σμύρνη χοτζάδες από τη Ρόδο, οι οποίοι προπαγάνδιζαν τα αγαθά της ιταλικής διοίκησης, προτρέποντας τους Τούρκους να ζητήσουν ιταλική προστασία. Μην ξεχνάμε, επίσης, ότι οι σύμμαχοι έδωσαν στον Βενιζέλο, την εντολή απόβασης του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, όταν ο Ιταλός αντιπρόσωπος έλειπε από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Η ευρωπαϊκή παροικία της Σμύρνης είχε και αυτή τις επιφυλάξεις της για την ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία. Όπως ανέφερε ο Μιχαήλ Ροδάς, οι Λεβαντίνοι «την ελληνικήν κίνησιν την έβλεπον δυσπίστως και δεν εφαντάζοντο ποτέ, ότι ήτο δυνατόν η Ελλάς να καταλάβη την Σμύρνην». Οι Ευρωπαίοι, έχοντας αποσπάσει σημαντικά προνόμια μέσω των διομολογήσεων, είχαν αναπτύξει αξιόλογη οικονομική δραστηριότητα στη Σμύρνη, η οποία ίσως κινδύνευε υπό τη νέα ελληνική διοίκηση. Επίσης, υπέθεταν ότι η ελληνική κυβέρνηση θα υποστήριζε το ήδη οικονομικά ισχυρό και δραστήριο ελληνικό στοιχείο της πόλης, σε βάρος των δικών τους οικονομικών συμφερόντων.
Το μεγάλο πρόβλημα
Έναν ακόμα σκόπελο που έπρεπε να αποφύγει ο Βενιζέλος στη προσπάθεια του να κατοχυρώσει τη Σμύρνη ήταν ο ρόλος των ομογενών κατοίκων της. Η στάση τους τον προβλημάτιζε έντονα, περισσότερο και από τη στάση των Τούρκων. Ο Έλληνας πρωθυπουργός εξέφραζε επιφυλάξεις, αν πράγματι οι ομογενείς είχαν καταλάβει το βαθύτερο νόημα και τη σημασία της ιστορικής απόφασης του Συνεδρίου.
Εν ολίγοις, το πώς θα ερμηνευόταν η παραπάνω απόφαση από το ομογενές στοιχείο. Θα την ερμήνευαν ως πράξη προς την κατεύθυνση της σύσφιξης των σχέσεων τους με τους αλλόφυλους, ή ως την αφετηρία της ελληνικής κυριαρχίας επί των αλλοφύλων; Όπως ο ίδιος ανέφερε, «η Ελλάς εκλήθη υπό του Συνεδρίου Ειρήνης να καταλάβη Σμύρνην ίνα ασφαλίση τάξιν».
Η ένωση της Σμύρνης με την Ελλάδα δεν έπρεπε να λάβει χαρακτήρα «ούτε εχθρότητος ούτε υπεροψίας απέναντι ουδενός συνοίκων στοιχείων πληθυσμών». Οι συγκεκριμένοι έπρεπε να αντιληφθούν ότι «δεν εορτάζομεν κατάλυσιν ενός ζυγού δια να υποκαταστήσωμεν εις αυτόν την ιδίαν ημών επικράτησιν επί βλάβη άλλων αλλά η ελληνική ελευθερία φέρει όλους ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος ισότητα και δικαιοσύνην». Εμπνέοντας εμπιστοσύνη στους αλλόφυλους πληθυσμούς της Σμύρνης, «δεν μένομεν μόνον πιστοί εις αυτήν εθνικήν μας υπόστασιν αλλά και εξυπηρετούμεν άριστα τα υπέρτερα εθνικά συμφέροντα».
Η στάση των στρατιωτικών αρχών
Ένα ακόμα γεγονός που προβλημάτιζε τον Βενιζέλο, σχετικά με την παρουσία της Ελλάδας στη Μικρά Ασία, ήταν η στάση των ελληνικών στρατιωτικών αρχών έναντι κυρίως του τουρκικού στοιχείου της περιοχής. Για τον λόγο αυτό ο Βενιζέλος, λίγες μέρες πριν την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, προέβη σε μια μορφή κατήχησης-διδασκαλίας προς τα στελέχη του στρατού, προσπαθώντας να τους μεταλαμπαδεύσει τις βασικές αρχές της μειονοτικής του πολιτικής.
Στα τηλεγραφήματά του από το 1919 προσπαθούσε να σκιαγραφήσει με κάθε λεπτομέρεια το σκηνικό της απόβασης, ώστε να προλάβει τυχόν υπερβάσεις. Επικεντρώθηκε κυρίως στη συμπεριφορά προς τους αλλοεθνείς της πόλης, (Τούρκοι, Εβραίοι, Ευρωπαίοι υπήκοοι), έναντι των οποίων «θα δείξητε δια τη συμπεριφοράς σας ότι ο ελληνικός στρατός… διεκδικεί να ευρίσκεται εις την πρώτην γραμμήν του πολιτισμού. Από την εμπιστοσύνην που θα εμπνεύσητε εις όλα τα ξένα στοιχεία και προ παντός το πολυαριθμώτερον τουρκικόν θα εξαρτηθή εν μεγάλω μέτρω η πραγματοποίησις των εθνικών μας συμφερόντων».
Ο Βενιζέλος με συνεχή αλληλογραφία με το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, αλλά και με τους Έλληνες στρατιωτικούς στη Σμύρνη προσπάθησε να οργανώσει κάθε πτυχή της επικείμενης απόβασης. Τα τηλεγραφήματά του απέπνεαν μια αγωνία αν η Ελλάδα θα στεκόταν ικανή απέναντι στο πλήρωμα του χρόνου. Η Μεγάλη Ιδέα φαινόταν ότι έπαιρνε σάρκα και οστά και οι Έλληνες καλούνταν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων που επέβαλλε αυτή η μοναδική ιστορική συγκυρία. Ο Κρητικός πολιτικός διατυμπάνιζε σε όλους τους τόνους ότι το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας περνούσε μέσα από την ανωτερότητα που επιβαλλόταν να επιδείξουν οι ελληνικοί πληθυσμοί και η ελληνική διοίκηση έναντι των αλλοφύλων της Μικράς Ασίας.
Τα σοβαρά εμπόδια
Ο Έλληνας πρωθυπουργός, όμως, είχε να ξεπεράσει σοβαρά εμπόδια στο δρόμο για τη Σμύρνη. Πρώτον, οι υποσχέσεις της κυβέρνησής του για το μέλλον της Σμύρνης υπό ελληνική διοίκηση δεν είχαν πείσει τους μουσουλμάνους, οι οποίοι είχαν χάσει την ψυχολογία του επικυρίαρχου της Ανατολής και έπρεπε να συμφιλιωθούν με την ιδιότητα του υπηκόου της ελληνικής Πολιτείας. Κυρίως, όμως, οι μουσουλμάνοι δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν ότι μια μελλοντική κατάληψη της Σμύρνης από τον ελληνικό στρατό θα λάμβανε χώρα ως συμμαχική εντολή. Εξέλαβαν την απόβαση του ελληνικού στρατού ως ελληνική κατάκτηση της Σμύρνης, γεγονός που πυροδότησε έντονες αντιδράσεις και εθνικιστικό αναβρασμό στο εσωτερικό της τουρκικής κοινωνίας.
Δεύτερον, ο μικρασιατικός Ελληνισμός, αιώνες υποδουλωμένος στην οθωμανική κυριαρχία δεν μπόρεσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του για την απελευθέρωσή του. Ο ενθουσιασμός αυτός έφερε στην επιφάνεια τα πάθη των προηγούμενων αιώνων. Με άλλα λόγια, οι αλγεινές μνήμες της ελληνοτουρκικής συνύπαρξης, θα αποτελέσουν το βασικότερο εμπόδιο της βενιζελικής μειονοτικής πολιτικής στη Σμύρνη. Αν και ο Βενιζέλος προσπάθησε να καταστεί ο αγγελιοφόρος ενός νέου ελπιδοφόρου μηνύματος για τη συνύπαρξη των δυο λαών, με την Ελλάδα αυτήν τη φορά να έχει τον κυρίαρχο ρόλο, ωστόσο, οι μνήμες των λαών, και από τις δυο πλευρές του Αιγαίου, αποδείχτηκαν πιο ισχυρές.
Τρίτον, η δράση της Ιταλίας στη Μικρά Ασία θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την τύχη της μικρασιατικής Ελλάδας. Η ιταλική πλευρά έκανε ό,τι μπορούσε για να υπονομεύσει την ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία. Ο Βενιζέλος προσπάθησε να αδρανοποιήσει την επιρροή και τον ρόλο του ιταλικού παράγοντα, αλλά οι Ιταλοί ήταν αποφασισμένοι να κάνουν ό,τι περνούσε από το χέρι τους, για να εκδιώξουν την Ελλάδα από την περιοχή.
Προκύπτει σαφώς, από τα παραπάνω, ότι οι συνθήκες που επικρατούσαν στη Σμύρνη, πριν την έλευση του ελληνικού στρατού, δεν ευνοούσαν την ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία. Μπορεί το ελληνικό στοιχείο να υποδέχτηκε με ενθουσιασμό την απόβαση του ελληνικού στρατού στην προκυμαία της Σμύρνης, εντούτοις, η πόλη, παραμονές της απόβασης, ήταν ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Σε επόμενο άρθρο που θα ακολουθήσει, θα περιγράψουμε την χαρακτηριστική απειθαρχία Ελλήνων αξιωματικών, που προκάλεσαν την οργή του Έλληνα πρωθυπουργού.