Η γιουγκοσλαβική ήττα αιφνιδιάζει την Ελλάδα: Πληροφορίες που ΔΕΝ…
13/11/2019Στις 7 Απριλίου 1941 ο συνταγματάρχης Θωμάς Πεντζόπουλος βρισκόταν στο Μοναστήρι της τότε Γιουγκοσλαβίας. Ο συνταγματάρχης ήταν απεσταλμένους του ελληνικού Γενικού Στρατηγείου (ΓΣ) με σκοπό να διασαφηνιστεί η κατάσταση και να επιτευχθεί σύνδεσμος με το γιουγκοσλαβικό γενικό επιτελείο. Οι μέχρι τότε πληροφορίες που είχε το ελληνικό αρχηγείο ήταν άκρως συγκεχυμένες και εν πολλοίς αντιφατικές. Το ΓΣ είχε πληροφορίες ότι οι γερμανικές δυνάμεις είχαν διασπάσει την γιουγκοσλαβική άμυνα ειδικά στην περιοχή βόρεια των οχυρών.
Αντίθετα η βρετανική υπηρεσία πληροφοριών και ο Γιουγκοσλάβος στρατιωτικός ακόλουθος στην Αθήνα διαβεβαίωναν πως όχι μόνο κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί αλλά και ότι οι γιουγκοσλαβικές δυνάμεις είχαν προελάσει εντός του βουλγαρικού εδάφους.
Ο συνταγματάρχης Πεντζόπουλος από την στιγμή της άφιξής του στο Μοναστήρι συνάντησε εικόνες διάλυσης. Φτάνοντας στα Βελεσσά συναντήθηκε με τον στρατηγό διοικητή της μεραρχίας «Μπρεγκαλνίτσα» η οποία είχε διαλυθεί. Ο Έλληνας αξιωματικός κινήθηκε με δική του πρωτοβουλία προς τα Σκόπια, αλλά δεν έφτασε ποτέ καθώς η πόλη είχε καταληφθεί από τους Γερμανούς.
Ο Πεντζόπουλος ανέφερε σχετικά στο ΓΣ, αλλά η αναφορά του δεν αξιολογήθηκε με την αμεσότητα που οι στιγμές απαιτούσαν. Φαίνεται πως η ταχύτατη συντριβή του γιουγκοσλαβικού στρατού αιφνιδίασε την ελληνική ηγεσία το ίδιο με την γιουγκοσλαβική. Πάντως το ΓΣ διέταξε την τροποποίηση της διάταξης των ελληνοβρετανικών δυνάμεων στην Κεντρική Μακεδονία, ώστε να σχηματιστεί μέτωπο προς Βορρά.
Παράλληλα διέταξε και άλλες μετακινήσεις των λίγων διαθέσιμων μονάδων προς κάλυψη του διαδρόμου της Φλώρινας από όπου οι Γερμανοί θα μπορούσαν να πλαγιοκοπήσουν τα μαχόμενα στη Βόρεια Ήπειρο ελληνικά στρατεύματα. Όλα αυτά όμως ήταν ημίμετρα.
Οι κινήσεις αυτές ήταν και καθυστερημένες και ανεπαρκείς. Από την στιγμή της πρώτης αναφοράς Πεεντζόπουλου, στις 7 Απριλίου, έπρεπε να έχουν διαταχθεί διορθωτικές κινήσεις και κυρίως η προετοιμασία υποχώρησης των ελληνικών δυνάμεων από τη Βόρεια Ήπειρο, ή έστω των δυνάμεων του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) προς δημιουργία επικαμπής και ισχυρής σύνδεσης με την Μεραρχία Ιππικού (ΜΙ) που ανέλαβε την κάλυψη του δεξιού πλευρού των ελληνικών δυνάμεων στη Βόρεια Ήπειρο.
Για να διαπιστώσει την κατάσταση ο ελληνικό ΓΣ απέστειλε στις 9 Απριλίου την αποστολή και άλλου αξιωματικού στην Γιουγκοσλαβία. Στάλθηκε ο ταγματάρχης Θεοδόσιος Παπαθανασιάδης. Ο Παπαθανασιάδης μετά και από ένα ατύχημα, έφτασε το βράδυ της 10ης Απριλίου στο Μαυροβούνιο και την επομένη το βράδυ στο Σεράγεβο. Κατάφερε μόνος στις 13 Απριλίου να φτάσει στο γιουγκοσλαβικό γενικό επιτελείο, μεταφέροντας την παράκληση του ελληνικού ΓΣ για έναρξη γιουγκοσλαβικής επίθεσης κατά των Ιταλών στην Αλβανία.
Προφανώς το αίτημα αυτό ήταν επιεικώς άτοπο καθώς ήδη δεν υπήρχε καν γιουγκοσλαβικός στρατός ώστε να επιτεθεί οπουδήποτε. Ο Παπαθανασιάδης επέστρεψε στη Αθήνα μόλις το βράδυ της 14ης Απριλίου. Μέχρι τότε οι Γερμανοί είχαν ήδη επιτεθεί κατά των μη σταθερά εγκατεστημένων ελληνοβρετανικών δυνάμεων ήδη από της 10ης Απριλίου. Η διαταγή υποχώρησης των ελληνικών δυνάμεων της Βορείας Ηπείρου δόθηκε μόλις στις 12 Απριλίου.
Ήταν ήδη αργά. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΤΣΔΜ ζητούσε ήδη από τις 8 Απριλίου από το ΓΣ να εγκρίνει τον υποχωρητικό ελιγμό που είχε ήδη σχεδιάσει. Οι ελληνικές δυνάμεις, μετά την καταστροφή του Τμήματος Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας και την υποχώρηση των Βρετανών, δεν ήταν δυνατό να ξεφύγουν…
Φυσικά το ιδανικό θα ήταν εξαρχής η ανάπτυξη των ελληνικών και βρετανικών δυνάμεων σε μια γραμμή άμυνας και όχι σε δύο (Μπέλες – Νέστος και Βέρμιο – Όλυμπος). Αυτό προϋπέθετε την προσωρινή εγκατάλειψη της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και την μεταφορά των εκτός των οχυρών δυνάμεων σε μια γραμμή που θα μπορούσε να καλύψει και το πλευρό των στην Βόρεια Ήπειρο ελληνικών δυνάμεων.
Η εγκατάλειψη της τοποθεσίας Μπέλες – Νέστος δεν αποφασίστηκε καθώς η Αθήνα ανέμενε από το Βελιγράδι να αποσαφηνίσει την στάση του και το κυριότερο περίμενε, μετά την αλλαγή καθεστώτος στην Γιουγκοσλαβία, από τους Γιουγκοσλάβους, να αντέξουν αρκετό χρόνο έναντι των Γερμανών και των συμμάχων τους.