Η παράδοση του Ρούπελ και η λεηλατητική κατοχή του κράτους
31/05/2018Η παράδοση του οχυρού Ρούπελ, τέτοιες ημέρες πριν 102 χρόνια (26 Μαΐου 1916), στα γερμανοβουλγαρικά στρατεύματα και η κατοχή εδαφών της Μακεδονίας (Σέρρες, Δράμα, Καβάλα, Φλώρινα, κτλ.) αποτελεί το κορυφαίο σημείο του εθνικού διχασμού μεταξύ βενιζελικών-αντιβενιζελικών, όπου μετά και την εκδήλωση του κινήματος της «Εθνικής Άμυνας», τον Αύγουστο του 1916 στη Θεσσαλονίκη, προσλαμβάνει τον χαρακτήρα εμφύλιας σύρραξης. Παράλληλα, καταδεικνύει την ολική επαναφορά των δυνάμεων του παλαιοκομματισμού/κομματοκρατίας στην εσωτερική πολιτική σκηνή, μετά την ήττα τους στο Γουδί, το 1909.
Απότοκο της εξέλιξης αυτής, ήταν η κατάλυση της ελληνικής πολιτείας και της εσωτερικής τάξης-ασφάλειας με τη δημιουργία της Ελλάδας των δύο κυβερνήσεων, (Αθηνών-Θεσσαλονίκης), την κατάληψη της Θεσσαλονίκης και ελληνικών νησιών του Ιονίου- Αιγαίου από τις δυνάμεις της Αντάντ, την εδαφική κατοχή της Ανατολικής & Δυτικής Μακεδονίας από τα γερμανοβουλγαρικά στρατεύματα, τον ναυτικό αποκλεισμό της Ελλάδας από την Αντάντ και τη συνακόλουθη εσωτερική υπονόμευση του πολιτικοστρατιωτικού εγχειρήματος στη Μικρά Ασία.
Είναι αναμφίλεκτο ιστορικό γεγονός ότι η εγκαθίδρυση της κομματοκρατίας –η ιδιοποίηση δηλαδή του/της πολιτικού/πολιτικής συστήματος/λειτουργίας από το κομματικό σύστημα και η νομή του δημόσιου πλούτου για ικανοποίηση μικροπολιτικών συμφερόντων– από τον πρώτο συνταγματικό πρωθυπουργό, Ιωάννη Κωλλέτη, και η εξομοίωση του εθνικού με τον κομματικό πατριωτισμό, θα υπονομεύσει, εν είδει σταθεράς, κάθε μεθοδικά οργανωμένη στρατηγική για την πραγμάτωση του αέναου στόχου της εθνικής ολοκλήρωσης –Μεγάλη Ιδέα.
Υπό αυτό το πρίσμα δεν καθίσταται μεροληπτική η περιγραφή του Γεώργιου Βεντήρη (Η Ελλάς του 1910-1920, τομ. β’, σ. 106) για τα γεγονότα του Ρούπελ και τα παρελκόμενά του: «Η πολιτεία παρεδόθη εις τα μάλλον εφθαρμένα υπολλείματα του παλαιοκομματισμού. Το έθνος κατήντησε περίγελος και σκύβαλον των Βουλγάρων. Το Ρούπελ, η Καβάλλα, τα Νοεμβριανά, μαρτυρούν την ποιότητα της ελληνικής απολυταρχίας και είνε ισάριθμοι σταθμοί προς τον δρόμον της αυτοκτονίας της».
Χωρίς να υπεισέλθουμε σε ενδελεχή ανάλυση των αιτίων του εθνικού διχασμού, τα οποία εντοπίζονται στο διαπροσωπικό, ενδοκρατικό και διακρατικό επίπεδο, κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί η αφετηριακή του αιτία, την εν λόγω ιστορική περίοδο. Συγκεκριμένα, αναφερόμαστε στη διάσταση μεταξύ του Έλληνα πρωθυπουργού, Ελευθερίου Βενιζέλου, με το Γενικό Στρατιωτικό Επιτελείο, τον βασιλιά Κωνσταντίνο και τις αντιβενιζελικές πολιτικές δυνάμεις, αναφορικά με την ακολουθητέα πολιτική στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Για μια σειρά από λόγους και αιτίες που συνέχονται με τη γεωγραφική θέση της Ελλάδας, τα στρατηγικά συμφέροντα των δύο πολιτικοστρατιωτικών συνασπισμών (Αντάντ & Κεντρικές Δυνάμεις) την πολιτική στάση των συνδαιτημόνων της Αθήνας στη Χερσόνησο του Αίμου και τις άμεσες απειλές (Οθωμανική Αυτοκρατορία & Βουλγαρία) για το συμφέρον επιβίωσης του ελλαδικού-εξωελλαδικού Ελληνισμού, η επιλογή της πολιτικής ουδετερότητας ήταν η πλέον ανορθολογική και ουσιαστικά μη εφικτή πολιτική.
Απενεργοποίηση του δικαιώματος της κυριαρχίας
Ως εκ τούτου, η ορθολογικά υπολογισμένη στρατηγική του Ελευθερίου Βενιζέλου για σύμπραξη της Ελλάδας με την Αντάντ, στη βάση μιας πελατειακής-ανταλλακτικής σχέσης, θα υπονομευθεί από τις δυνάμεις του παλαιοκομματισμού και τον θρόνο. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τη διπλή παραίτηση της κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου (21.2/6.3.1915 & 22.9/5.10.1915), την κήρυξη και διατήρηση της γενικής επιστράτευσης (Σεπτέμβριος 1915).
Επίσης, την εφαρμογή της «νόθας» πολιτικής ουδετερότητας, λόγω της εγκατάστασης των αγγλογαλλικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη από τον Οκτώβριο του 1915 (σε συνέχεια της απόφασης της ελληνικής κυβέρνησης για την αναπλήρωση των σερβικών στρατευμάτων). Η εγκατάσταση των αγγλογαλλικών δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη και η ανάληψη επιχειρησιακής δράσης, θα αποτελέσει το πρόσχημα για την είσοδο των γερμανοβουλγαρικών στρατευμάτων στην ελληνική εδαφική επικράτεια.
Όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται στα τηλεγραφήματα των πρεσβευτών της Γερμανίας-Βουλγαρίας προς τον Έλληνα πρωθυπουργού, Στέφανο Σκουλούδη, (9/22.5.1916):
«Συνέπεια των επιθετικών μέτρων, άτινα έλαβον τελευταίως τα στρατεύματα της Συνεννοήσεως, η Γερμανία και οι Σύμμαχοι αυτής ευρίσκονται εις την ανάγκην να εισέλθωσιν εις το Ελληνικόν έδαφος, όπως εξασφαλίσωσι την ελευθέραν δίοδον των σπουδαιοτάτων στενών της φάραγγος του Ρούπελ. Πρόκειται μόνον περί μέτρου αμυντικού το οποίον προεκλήθη αποκλειστικώς υπό των κινήσεων των στρατιωτικών δυνάμεων της Συνεννοήσεως και το οποίον θα περιορισθή εντός των ορίων των υπαγορευομένων υπό των καθαρώς στρατιωτικών συμφερόντων».
Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να απενεργοποιήσει/καταλύσει το αναφαίρετο δικαίωμα της εξωτερικής/εσωτερικής της κυριαρχίας, δεν καταδεικνύει μόνο την ανυπαρξία εθνικής στρατηγικής. Κυρίως αντικατοπτρίζει την πάγια τακτική της παλαιοκομματικής ολιγαρχίας να υπονομεύει κάθε ολοκληρωμένο πολιτικοστρατιωτικό εγχείρημα για την πραγμάτωση της εθνικής ολοκλήρωσης, με σκοπό την εξυπηρέτηση των μικροπολιτικών της συμφερόντων.
Η δικαιολογία του Σκουλούδη
Είναι χαρακτηριστική η αιτιολόγηση του Έλληνα πρωθυπουργού, Σκουλούδη, στη συνεδρίαση της Ελληνικής βουλής (ΝΓ’, 23.5.1916) για τα γεγονότα του Ρούπελ:
«Την 1ην μεταμεσονύκτιον της 13ης προς 14ην ελήφθη τηλεγράφημα της 6ης Μεραρχίας καθ’ όν ο αρχηγός την έναντι του Ρούπελ Γερμανο-Βουλγαρικών στρατευμάτων εδήλωσε εις τον Διοικητήν του Οχυρού ότι τούτο δέον να εκκενωθή εντός της νυκτός καθόσον πάντως θα καταληφθή υπ’ αυτών. Υπό τοιαύτας περιστάσεις ευρεθείσα η Κυβέρνησις και βλέπουσα αφ’ ενός μεν την απόφασιν των εισβαλόντων, να καταλάβωσι το οχυρόν, αφ’ ετέρου δε ότι η εξακολούθησις τας ενόπλου αντιστάσεως δυναμένη από στιγμής εις στιγμήν να μεταβληθή αφ’ εαυτής εις γενικήν σύρραξιν θα ήγεν εις έξοδον από της πολιτικής της ουδετερότητος, την οποίαν δεν εννοεί να εγκαταλείπη, διέταξεν δια του Υπουργείου των Στρατιωτικών, πρώτον μεν την παύσιν της αντιστάσεως, είπα δε όπως δηλωθή εις τον Γερμανόν αρχηγόν ότι απέναντι γενικής εισβολής του Γερμανικού Στρατού εν τον στενωπώ του Δεμίρ-Ισσάρ εντός της οποίας ευρίσκεται το οχυρόν, είναι ηναγκασμένη η Φρουρά του Οχυρού να αποσυρθή τούτου συναποκομίζουσα άπαν το εν τω οχυρώ υλικόν. [….] Αφ’ ετέρου οφείλω να μη παραλίπω ότι ο χαρακτήρ της ενέργειας των εισβαλλόντων εις το Ελληνικόν έδαφος Γερμανών και Βουλγάρων κατά τας δηλώσεις αι οποίαι περί τούτο εγένοντο, επιτρέπει εις την Κυβέρνησιν να διαβεβαιώση ότι πρόκειται περί ενεργείας ήτις αποβλέπει εις αποκλειστικώς στρατιωτικόν σκοπόν και ουδαμώς εκθέτει εις κίνδυνον την ακεραιότητα ή τα συμφέροντα της χώρας».
Τα άμεσα αποτελέσματα των γεγονότων του Ρούπελ και της στρατιωτικής κατοχής εδαφικών περιοχών της Μακεδονίας από τα γερμανοβουλγαρικά στρατεύματα, ήταν:
- η κήρυξη στρατιωτικού νόμου στη Θεσσαλονίκη, από τον διοικητή των στρατιωτικών δυνάμεων της Ανταντ στο Μακεδονικό μέτωπο, τον Γάλλο αρχιστράτηγο Σαράιγ (Μάιος 1916),
- η πολιτική αξίωση της σερβικής Βουλής και του σέρβου αντιβασιλέα, η οποία έδρευε στη Θεσσαλονίκη, προς τον αρχιστράτηγο Σαράιγ να τους εκχωρήσει την πολιτική διοίκηση της πόλης,
- η συμμαχική διακοίνωση (Ιούνιος 1916) για την άμεση και γενική αποστράτευση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων,
- η αντικατάσταση της κυβέρνησης Σκουλούδη από υπηρεσιακή κυβέρνηση, η συγκρότηση της προσωρινής κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης και η οριστική διάρρηξη των πολιτικοδιπλωματικών σχέσεων των δυνάμεων της Ανταντ με τον βασιλιά Κωνσταντίνο αμέσως μετά τα Νοεμβριανά (Νοέμβριος 1916).
Το ιστορικό δίδαγμα που κομίζουν τα γεγονότα του Ρούπελ στην παρούσα μνημονιακή συγκυρία και όπως ορθά αποφαίνεται ο Γιώργος Κοντογιώργης, είναι η επονείδιστη πραγματικότητα της «ολικής επαναφοράς στο καθεστώς της φαυλοκρατίας [κομματοκρατίας] του 19ο αιώνα». Συναφώς, το διακύβευμα για το σύνολο των φορέων της κομματοκρατίας δεν ήταν και δεν είναι ή άρση των αιτίων που οδήγησαν στην κρίση, αφού οι ίδιοι είναι η γενεσιουργός αιτία, αλλά η διατήρηση των προνομίων τους, συνεχίζοντας τη «δυναστική και λεηλατική κατοχή του κράτους» για τους ίδιους, «τις ομάδες συμφερόντων και τους περιμετρικούς συγκατανευσιφάγους».