Η στρατηγική αγκίστρωσης της Ελλάδας στο βρετανικό άρμα
29/10/2019
Η εμπλοκή της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο συναρτήθηκε με την ιταλική επίθεση εις βάρος της τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, η οποία υπήρξε αποτέλεσμα, στο τελικό στάδιο της προετοιμασίας της, της προηγούμενης απόρριψης του ιταλικού τελεσιγράφου από τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά. Με αυτή του την ενέργεια, πέρα από την έκφραση των λαϊκών συναισθημάτων, ο Μεταξάς εξέφρασε και τους βαθύτερους στρατηγικούς προσανατολισμούς της Ελλάδας.
Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936 διέθετε χαρακτηριστικά, τα οποία προσομοίαζαν με εκείνα των φασιστικών τύπου καθεστώτων του Μεσοπολέμου. Ο ίδιος ο Μεταξάς θελγόταν από το αυταρχικό πρότυπο διακυβέρνησης, το οποίο εφάρμοζε στην Ελλάδα. Επιπλέον, ως νεαρός αξιωματικός του Μηχανικού είχε σπουδάσει στη Γερμανία και ψυχολογικά βρισκόταν εγγύτερα στη γερμανική κουλτούρα. Ωστόσο, σε τελική ανάλυση, ούτε το ιδεολογικό στοιχείο, ούτε οι προσωπικές του καταβολές βάρυναν αποφασιστικά στις διπλωματικές του επιλογές. Αντίθετα, αυτές οι επιλογές υπήρξαν, κατά μείζονα λόγο, αποτέλεσμα της ρεαλιστικής στάθμισης των γεωπολιτικών δεδομένων.
Ο Μεταξάς ήταν κοινωνός ενός θεμελιώδους δόγματος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, το οποίο προσδιόριζε τις στρατηγικές επιλογές της Ελλάδας ήδη από τον 19ο αιώνα: η Αθήνα δεν μπορούσε να βρεθεί σε αντίπαλο στρατόπεδο από εκείνο της μεγάλης δύναμης, η οποία ήλεγχε ναυτικά την Ανατολική Μεσόγειο. Η Ελλάδα διέθετε εκτεταμένα παράλια και πάρα πολλά νησιά, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμιακού και του παραγωγικού δυναμικού της βρισκόταν κοντά στη θάλασσα, ενώ ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τις θαλάσσιες συγκοινωνίες για τη διεξαγωγή του εισαγωγικού και του εξαγωγικού της εμπορίου (το ίδιο, εξάλλου, ίσχυε και για τη μεταφορά πολλών προϊόντων ακόμα και στο εσωτερικό της χώρας).
Κατά συνέπεια, ήταν εκτεθειμένη στις πιέσεις –όπως ο ναυτικός αποκλεισμός– που μπορούσε να της ασκήσει η θαλασσοκράτειρα δύναμη, η οποία στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν άλλη από τη Βρετανία. Δεν είναι τυχαίο ότι, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ακόμα και οι ηγέτες της αντιβενιζελικής παράταξης (μεταξύ αυτών και ο Μεταξάς) που προέβλεπαν, λανθασμένα, όπως αποδείχθηκε, την επικράτηση της Γερμανίας και των συμμάχων της, δεν πρότειναν τη συστράτευση της Αθήνας με το Βερολίνο, αλλά την τήρηση ουδετερότητας έναντι των εμπόλεμων συνασπισμών.
Ο φόβος ιταλικής ηγεμονίας
Από την άποψη του στρατηγικού προσανατολισμού, επομένως, το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν έκανε κάτι περισσότερο από το να συνεχίσει την παράδοση της φιλοβρετανικής τοποθέτησης της Ελλάδας. Αυτή η τοποθέτηση είχε, μεταξύ άλλων, επιβεβαιωθεί το φθινόπωρο του 1935, δηλαδή αρκετούς μήνες πριν από την ανάρρηση του Μεταξά στην εξουσία, όταν η Αθήνα συμπαρατάχθηκε με την επιλογή του Λονδίνου για την επιβολή κυρώσεων στην Ιταλία, η οποία είχε μόλις εισβάλλει στην Αιθιοπία.
Εξάλλου, στη συγκυρία του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1930, τη φιλοβρετανική πολιτική της ελληνικής πλευράς ενίσχυε η επιστροφή στο θρόνο του βασιλιά Γεωργίου Β’, ο οποίος ήταν ένθερμος υποστηρικτής της διατήρησης στενών και εγκάρδιων σχέσεων με το Λονδίνο. Η αναζήτηση διπλωματικών ερεισμάτων προς την κατεύθυνση αυτή ήταν άμεσα συναρτημένη με το φόβο που προκαλούσε στην Αθήνα η –ολοένα ενεργότερα εκδηλούμενη– επεκτατική πολιτική της φασιστικής Ιταλίας.
Τυχόν υλοποίηση των σχεδίων του Μπενίτο Μουσολίνι για τη δημιουργία μιας νέας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που θα κυριαρχούσε στη Μεσόγειο, μοιραία θα συνεπαγόταν τη μετατροπή της Ελλάδας σε δορυφόρο της Ιταλίας. Οι Ιταλοί διέθεταν δύο σημαντικές αποικίες στη Μεσόγειο, τη Λιβύη και τα Δωδεκάνησα, τις οποίες φιλοδοξούσαν να χρησιμοποιήσουν ως εφαλτήρια για την επιβολή της ηγεμονίας τους στην ευρύτερη περιοχή.
Επιπλέον, είχαν από καιρό καταστήσει την Αλβανία εξάρτημα της εξωτερικής τους πολιτικής, ενώ τον Απρίλιο του 1939 ο ιταλικός στρατός κατέλαβε τη χώρα και τη μετέτρεψε σε de facto προτεκτοράτο της Ρώμης. Η Ελλάδα βρισκόταν ακριβώς στο μέσο του τριγώνου που σχηματιζόταν από τη Λιβύη, τα Δωδεκάνησα και την Αλβανία. Ήταν, επομένως, σαφές ότι αργά ή γρήγορα, ιδίως μέσα σε συνθήκες γενικευμένης πολεμικής σύρραξης στην Ευρώπη, οι ιταλικές βλέψεις θα μεταφράζονταν σε απόπειρα εδαφικής απομείωσης της Ελλάδας και ουσιαστικής κατάργησης της εθνικής της ανεξαρτησίας.
Οι βρετανικές ανησυχίες
Από την πλευρά τους, οι Βρετανοί ήθελαν με κάθε τρόπο να αποφύγουν την πρόσδεση της Αθήνας στη διπλωματικό άρμα της Ρώμης. Αντίθετα, επιδίωκαν σταθερά τη διατήρησή της στη σφαίρα επιρροής του Λονδίνου. Η προοπτική της αύξησης της ιταλικής ισχύος στη Μεσόγειο ανησυχούσε ιδιαίτερα τους Βρετανούς, οι οποίοι επιθυμούσαν διακαώς να διατηρήσουν τα πρωτεία σε μια περιοχή που αποτελούσε κρίσιμο κρίκο στην αλυσίδα του δρόμου προς τις Ινδίες. Μια Ελλάδα υποταγμένη στην Ιταλία θα διευκόλυνε τα σχέδια της Ρώμης.
Αντίθετα, μια φιλοβρετανική Ελλάδα θα λειτουργούσε ανασχετικά στην υλοποίηση αυτών των σχεδίων. Όπως και ο Μεταξάς, έτσι και η βρετανική κυβέρνηση παραμέριζε τις όποιες ιδεολογικές αναστολές και πρότασσε την εξυπηρέτηση των στρατηγικών της συμφερόντων: «Διακηρύξαμε πάντοτε ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι να θεμελιώσουμε την εξωτερική μας πολιτική πάνω σε αντίπαλες ιδεολογίες», αποφάνθηκε από το βήμα της Βουλής των Κοινοτήτων ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Άντονυ Ήντεν, όταν του ζητήθηκε να σχολιάσει τη στρατηγική υποστήριξη που παρείχε η κυβέρνησή του προς το αντιδημοκρατικό και ανελεύθερο καθεστώς της 4ης Αυγούστου.
Ο Μεταξάς παρέμενε, επίσης, πιστός σε ακόμα ένα αξίωμα, το οποίο είχε προσδιορίσει την ελληνική εξωτερική πολιτική μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης: την επιθυμία αποφυγής ανάμιξης σε μια πανευρωπαϊκή –και κατ’ επέκταση παγκόσμια– ένοπλη αναμέτρηση, όπως εκείνη των ετών 1914-1918. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η Ελλάδα είχε μετατραπεί από δύναμη αναθεωρητική σε δύναμη υποστήριξης του status quo.
Αυτός, εξάλλου, ήταν ακόμα ένας λόγος να αντιμετωπίζει με καχυποψία την εξωτερική πολιτική των μελών του Άξονα που επιδίωκαν την πλήρη ανατροπή του διεθνούς συστήματος του Μεσοπολέμου. Και αντίστροφα, να προσβλέπει με μεγαλύτερη συμπάθεια στα κράτη –όπως η Βρετανία– που υπερασπίζονταν τη διεθνή καθεστηκυία τάξη.
Εφεκτική πλην προετοιμασμένη στάση
Εξάλλου, τα δεινά που είχε σωρεύσει στην Ελλάδα ο Εθνικός Διχασμός, ο οποίος είχε εκδηλωθεί ακριβώς λόγω των αντικρουόμενων απόψεων αναφορικά με το ζήτημα της συμμετοχής ή όχι της χώρας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν φυσικό να ενισχύουν, σχεδόν ενστικτωδώς, τις ελληνικές αναστολές εμπλοκής σε μια ανάλογη αναμέτρηση. Αναμέτρηση ου με την πάροδο του χρόνου φαινόταν ολοένα πιθανότερη.
Με αυτά τα δεδομένα, ο Μεταξάς διατηρούσε μεν ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με το Λονδίνο, αλλά ταυτόχρονα προσπαθούσε να αποφύγει κάθε ενέργεια, η οποία θα μπορούσε να δώσει αφορμή στην Ιταλία, προκειμένου να εκδηλώσει τα επεκτατικά της σχέδια έναντι της Ελλάδας. Ωστόσο, αυτή η εφεκτική στάση της Αθήνας κάθε άλλο παρά καταμαρτυρούσε την έλλειψη προετοιμασίας από ελληνικής πλευράς.
Η αντίσταση σε ενδεχόμενη ιταλική επίθεση ήταν επιβεβλημένη όχι μόνο για λόγους εθνικής φιλοτιμίας, αλλά πρωτίστως για λόγους εθνικής επιβίωσης. Εάν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωνε με νίκη του Άξονα, η παράδοση της Ελλάδας στην Ιταλία θα συνεπαγόταν μοιραία το διαμελισμό της ελληνικής επικράτειας: κατά πάσα πιθανότητα, οι Ιταλοί θα κρατούσαν για τον εαυτό τους τα Επτάνησα και θα εκχωρούσαν στην –απολύτως ελεγχόμενη από τους ίδιους– Αλβανία το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής Ηπείρου. Την ίδια στιγμή, οι Βούλγαροι θα αποκτούσαν τη Δυτική Θράκη και ένα σημαντικό κομμάτι (ή ακόμα και το σύνολο) της Ανατολικής Μακεδονίας.
Από την άλλη, η ελληνική υποταγή στις διαθέσεις της Ρώμης θα εξέθετε την Ελλάδα στον θανάσιμο κίνδυνο των βρετανικών αντιποίνων: σε πρώτη φάση, ήταν αναμενόμενο ότι οι Βρετανοί θα επενέβαιναν με τις ναυτικές τους δυνάμεις προκειμένου να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την Κρήτη και κάποια από τα υπόλοιπα ελληνικά νησιά του Αιγαίου, τα οποία θεωρούσαν κρίσιμα για τη στρατηγική τους κάλυψη στη Μεσόγειο. Σε περίπτωση δε βρετανικής νίκης στον πόλεμο, η Ελλάδα όχι μόνο δεν θα είχε να προσδοκά κέρδη, αλλά αντίθετα θα κινδύνευε να υποστεί ακόμα και εδαφικές απώλειες από τη στιγμή που θα είχε συμπαραταχθεί με τους αντιπάλους του Λονδίνου.