Η τελευταία ευκαιρία να αποτραπεί η Μικρασιατική Καταστροφή
03/09/2022Σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τα μέτρα παρεμπόδισης της εξόδου των ελληνικών πληθυσμών από τη Μικρά Ασία (όπως περιγράψαμε στο προηγούμενο άρθρο, με αφορμή τα 100 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή) και σε συνέχεια των επισημάνσεων του Στεργιάδη περί του ανοχύρωτου της πόλεως, η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη θα αποστείλει την 1η Μεραρχία, που βρισκόταν στη Θράκη, με μεταγωγικά πλοία στο λιμάνι της Σμύρνης (23.8/5.9 1922). Δύο τάγματα της 1ης Μεραρχίας μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικώς προς τη Μαινεμένη, για να ανακόψουν το προσφυγικό κύμα προς τη Σμύρνη, ενδυναμώνοντας το ηθικό των γηγενών πληθυσμών.
Ο στόχος δεν επετεύχθη, καθότι η ορμή του προσφυγικού κύματος τα ανάγκασε να οπισθοχωρήσουν προς τη Σμύρνη, ενώ και οι άλλες μονάδες της 1ης Ελληνικής Μεραρχίας, αρνήθηκαν να αποβιβασθούν, απαιτώντας (και μάλιστα υπό την απειλή εξεγέρσεως) να επιστρέψουν στη Θράκη. Αξίζει να σημειωθεί ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού που βρισκόταν στην προκυμαία της Σμύρνης επιβιβάσθηκε, χωρίς κανέναν περιορισμό, σε καταπλέοντα πλοία, διαφεύγοντας από τη Μικρά Ασία, στις 25 Αυγούστου/7 Σεπτεμβρίου του 1922.
Την αμέσως επόμενη ημέρα (26.8/8.9.1922) απέπλευσαν και τα τελευταία ελληνικά πλοία από το λιμάνι της Σμύρνης, μεταφέροντας τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές. Ακολούθησε η είσοδος τμήματος του ιππικού του Κεμάλ στην ανοχύρωτη πόλη (27.8/9.9.1922) με τις συμπαρομαρτούσες φρικαλεότητες που εκτυλίχθηκαν τις αμέσως επόμενες μέρες.
Εύλογα λοιπόν δύναται κανείς να διερωτηθεί γιατί οι μετανοεμβριανές κυβερνήσεις δεν μερίμνησαν ν’ αποτρέψουν τον διαφαινόμενο οδυνηρό γεωπολιτικό μετασχηματισμό στη Μικρά Ασία, μετριάζοντας τις συνέπειες για τους ελληνικούς πληθυσμούς της Ιωνίας. Με διαφορετική διατύπωση το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί δεν αξιοποιηθήκαν οι προτάσεις των δυνάμεων της Ανταντ για διαμεσολάβηση και συνθηκολόγηση μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών;
Είναι γνωστές οι αβελτηρίες των μετανοεμβριανών κυβερνήσεων, ο διπλωματικός-οικονομικός αποκλεισμός και η οικονομική αποδιάρθρωση της Ελλάδος, η μεταστροφή της ισορροπίας δυνάμεων στη Μικρά Ασία, απότοκη της σύμπραξης Ιταλίας, Γαλλίας και Ρωσίας με τον Κεμάλ και της απόφασης των δυνάμεων της Αντάντ για αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών. Επίσης, η είναι γνωστό ότι η ελληνική στρατιωτική στρατηγική είχε συνεχώς επαναπροσδιοριζόμενους στόχους (Σαγγάριος, Άγκυρα, Κωνσταντινούπολη) με συνεπαγόμενο την απουσία μιας ορθολογικής στρατηγικής για τη διαχείριση του πολιτικοστρατιωτικού εγχειρήματος στη Μικρά Ασία.
Υψηλή στρατηγική και διπλωματία
Ωστόσο, κρίνεται σκόπιμο να επικεντρωθούμε στη διπλωματική διάσταση της ελληνικής υψηλής στρατηγικής. Χωρίς να θέλουμε να προδικάσουμε το αποτέλεσμα της διπλωματικής παρέμβασης των δυνάμεων της Αντάντ για τον τερματισμό του πολέμου στη Μικρά Ασία, ούτε να προδιαγράψουμε ένα διαφορετικό ιστορικό αποτέλεσμα, καθότι η ιστορία δεν γράφεται με “εάν”, αυτό το οποίο θα πρέπει να καταδειχθεί είναι η δυνατότητα που αναφύονταν για τη σύναψη ειρήνης με κάποια υπολογίσιμα ανταλλάγματα.
Ειδικότερα, στις διασυμμαχικές προτάσεις για διαμεσολάβηση-συνθηκολόγηση (Φεβρουάριος/Μάρτιος 1921), προβλέπονταν η διατήρηση της ανατολικής Θράκης, η αυτονομία της Σμύρνης υπό Γενικό Διοικητή διοριζόμενο από την Κοινωνία των Εθνών και η παραμονή για ορισμένο χρονικό διάστημα του ελληνικού στρατού στην περιοχή, η διπλωματική υποστήριξη των δυνάμεων της Αντάντ και η επιβολή των όρων της συνθηκολόγησης στον Κεμάλ σε περίπτωση μη αποδοχής τους, από τον τελευταίο. Κατά τα λόγια του διπλωμάτη και πολιτικού Κωνσταντίνου Ρέντη: «Δεξιώς δε χειριζομένον το ζήτημα θα ηδύνατο η Ελληνική Κυβέρνησις να μετατρέψη την μεσολάβησιν των Μ. Δυνάμεων εις σύμπραξιν εναντίον των Τούρκων».
Αναλυτικότερα, οι διπλωματικές πρωτοβουλίες των δυνάμεων της Ανταντ, για διαμεσολάβηση μεταξύ των δύο εμπολέμων, διεξάγονται την περίοδο Φεβρουαρίου/Μαρτίου και Ιουνίου του 1921. Αν και οφείλουμε να προσημειώσουμε ότι προσδίδοντας ισότιμη θέση-ρόλο στον Κεμάλ, αναγνώριζαν de facto την κυβέρνησή του (επαναστατική κυβέρνηση της Άγκυρας), οι ευήθειες των μετανοεμβριανών κυβερνήσεων θα αποδυναμώσουν τη διπλωματική θέση της Αθήνας ενισχύοντας υπέρμετρα την αντίστοιχη θέση του Κεμάλ.
Αφενός η απόφαση της κυβέρνησης του Δημήτρη Γούναρη να εκκινήσει τις επιθετικές επιχειρήσεις της ελληνικής στρατιάς προς τη γραμμή Εσκί Σεχίρ, Κιουτάχεια, Αφιον Καραχισάρ (12/25. 3.1921) και ενώ προηγουμένως είχε αποδεχθεί (εν μέρει) το σχέδιο της διασυμμαχικής διάσκεψης του Λονδίνου (6/19.3.1921) για την εξεύρεση πολιτικής λύσης, υπονόμευσε τη διπλωματική διάσταση της ελληνικής υψηλής στρατηγικής.
Έλλειψη διαπραγματευτικής ισχύος
Ομοίως τον Ιούνιο του 1921 οι συμμαχικές δυνάμεις με διάβημά τους κάλεσαν την ελληνική κυβέρνηση να αποδεχθεί τη μεσολάβησή τους, για αναστολή των εχθροπραξιών και συνθηκολόγηση μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών, προδηλώνοντας ότι η απόρριψη της πρότασής τους, θα ενείχε υψηλό πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό κόστος για την Αθήνα.
«[…] Ἐὰν ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνησις ἀποφασίσῃ ὅτι δὲν συμφέρει αὐτῇ νὰ δεχθῇ παρέμβασίν τινα ἢ γνώμην ἔξωθεν διδομένην, αἱ Σύμμαχοι Δυνάμεις δὲν θὰ δυνηθοῦν νὰ ἐμμείνωσιν ἐν προσπαθείᾳ προωρισμένῃ προδήλως νὰ παραμείνῃ ἄκαρπος. Ἐν τῇ περιπτώσει ταύτῃ ἡ εὐθύνη τῶν συνεπειῶν τῆς ἐπαναλήψεως τοῦ ἀγῶνος θὰ βαρύνῃ ἀποκλειστικῶς τοὺς Ἕλληνας».
Ως εκ τούτου, το σημείο τρωτότητας της ελληνικής διπλωματικής στρατηγικής εντοπίζεται στην έλλειψη διαπραγματευτικής ισχύος και στην αδυναμία εγκαθίδρυσης ενός πλαισίου πελατειακών σχέσεων με τις δυνάμεις της Αντάντ (ιδίως τη Βρετανία). Η ελληνική διπλωματία διαποτιζόμενη από το αρχέτυπο του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς ηθικής, επικαλείται το αξίωμα της «pacta sunt servanda», δηλαδή του σεβασμού των διεθνών υποχρεώσεων, του απαραβίαστου των υποσχέσεων και του δεσμευτικού χαρακτήρα των συνθηκών, για να εκμαιεύσει πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά οφέλη.
Χαρακτηριστικά ο Έλληνας πρωθυπουργός, Δημήτρης Γούναρης, σε συνομιλία του με τον Ιταλό υπουργό Εξωτερικών Κάρλο Σκάντζερ, αναφέρει: «Τι ζητεί επι τέλους η Ελλάς; Ουδέν άλλο, ει μη μόνον την εκπλήρωσιν παρ’ υμών εκείνου μόνον του μέρους των υποχρεώσεων σας, όπερ σχετίζεται με την εξασφάλισιν αθώων πληθυσμών, ους απειλεί η φρικωδεστέρα καταστροφή! Ζητεί εκείνο, όπερ θα εδικαιούτο να ζητήση, και αν δεν προυπήρχε το γεγονός, ότι συνεπολέμησε μεθ’ υμών, και αν ακόμη δεν είχατε αναλάβη υποχρεώσεις!….
»Ζητεί τουλάχιστον την ανταπόδοσιν αδαπάνου δι’ υμάς βοήθειας, απέναντι των θυσιών και των καταστροφών, ας αυτή υπέστη, αποτελέσασα αυθορμήτως δια μέσου των αιώνων προπύργιον, εξασφαλίσαν τον Πολιτισμόν της Δύσεως εναντίον των εξ Ανατολής βαρβάρων επιδρομών! Αντί τούτου τι πράττετε υμείς; Βοηθείτε τους επιδρομείς αυτούς, ίνα εξοντώσωσι τον Μικρασιατικόν Ελληνισμόν! Ποιον συμφέρον είναι δυνατόν αν είναι ανώτερον της ηθικής;».
Φθαρμένα υπολείμματα της κομματοκρατίας
Καταλήγοντας, η επικαιρότητα του ζητήματος του αφανισμού των ελληνικών κοινών-πόλεων της Ιωνίας, συνέχεται με τις βαθύτερες γεωπολιτικές-γεωστρατηγικές του προεκτάσεις στην ιστορική διαχρονία και τις συμπαρομαρτούσες απολήξεις του, στην εσωτερική-εξωτερική πολιτική του ελλαδικού κράτους.
Στις πρώτες εγγράφεται ο στρατηγικός ανταγωνισμός μεταξύ ναυτικών (Μεγάλη Βρετανία, ΗΠΑ) και ηπειρωτικών δυνάμεων (Ρωσία) για τον έλεγχο της περιμέτρου της Ευρασίας και επέκεινα η ιδιάζουσα θέση-ρόλος των κρατών που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή ανάσχεσης (Ελλάδα, Τουρκία και Ιράν). Στις δεύτερες εμπερικλείονται οι πολιτικές της ελληνικής κομματοκρατίας που κυριάρχησε στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, αμέσως μετά τη δολοφονία του πρώτου Έλληνα κυβερνήτη, Ιωάννη Καποδίστρια, (1831) δημιουργώντας συνθήκες οικονομικής, πολιτικής και στρατηγικής καχεξίας-επαιτείας.
Για παράδειγμα, την τελευταία περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός Γούναρης, διαγιγνώσκοντας το στρατηγικό αδιέξοδο που οδηγείτο η Αθήνα, ανέλαβε, με τη συνεπικουρία του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Μπαλτατζή, μια τετράμηνη περιοδεία διπλωματικής επαιτείας σε Παρίσι και Λονδίνο (Οκτώβριος 1921-Φεβρουάριος 1922) για σύναψη δανείων άνευ αποτελέσματος, ενώ τον Μάιο του 1922 οδηγείται σε απευθείας διαπραγματεύσεις με τον Κεμάλ.