Η Βασιλεύουσα ετοιμάζεται να γιορτάσει την Πρωτοχρονιά
29/12/2024Δεν είχαν περάσει παρά λίγες μέρες από την πρώτη εκ των τριών γιορτών του Αγίου Δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων* στο Βυζάντιο και οι πανηγυρισμοί (δημόσιοι και ιδιωτικοί) δεν είχαν κοπάσει ακόμα στη Βασιλεύουσα.
Ο αέρας δονούνταν από κύματα ενθουσιασμού μικρών και μεγάλων ενόψει της Πρωτοχρονιάς που ερχόταν. Λες και ήθελαν όλοι μαζί να πάρουν γλυκιά εκδίκηση εκ μέρους των προηγούμενων γενεών (αυτών των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού) οι οποίες – μέχρι τον 3ο αιώνα – δε γιόρταζαν τα Χριστούγεννα και από τα τέλη μόλις εκείνου άρχισαν να τα γιορτάζουν (μαζί με τα Θεοφάνεια) την 6η Ιανουαρίου.
Ωστόσο δεν στέριωσε η ημερομηνία αυτή και, μετά από πολλές συζητήσεις και διαφωνίες μεταξύ Εκκλησίας- Κράτους, ορίστηκε ως επετειακή των γενεθλίων του Θεανθρώπου η 25η Δεκεμβρίου, ημέρα που μέχρι τον 10ο αιώνα συνέπιπτε με την εθνική γιορτή του ”αήττητου Ήλιου”. Εορταστικό κατάλοιπο ρωμαϊκής ειδωλολατρικής τελετουργίας, κατά την οποία ο αυτοκράτορας-εκπρόσωπος του Ήλιου εμφανιζόταν με φωτοστέφανο στο κεφάλι (έμβλημα του εν λόγω θεού) και εκτελούσε ένα παραδοσιακό δρώμενο.
Έπαιζε παραδοσιακή παντομίμα, συγκεκριμένα, σε μια απ’ τις ”αίθουσες ακρόασης” του παλατιού, πριν απονείμει στους αυτοκρατορικούς αξιωματούχους (που τον περίμεναν γονατισμένοι) τα διπλώματα, τα διακριτικά και τα ”υπατικά δίπτυχα”, δηλαδή τις εγχάρακτες πλάκες από ελεφαντόδοντο όπου καταγράφονταν οι επιδόσεις τους. Τα ειδωλολατρικά ήθη, φυσικά, καταργήθηκαν μετά την αντικατάσταση της ειδωλολατρικής γιορτής από τη μέρα της θείας Γέννησης (25η Δεκεμβρίου), ενώ διαφοροποιήθηκε και ο ρόλος του αυτοκράτορα, ο οποίος εμφανιζόταν πλέον ως αντιπρόσωπος του Χριστού και όχι του θεού Ήλιου.
Αντιπρόσωπος του ενσαρκωτή του Τριαδικού Θεού, του Υιού και Λόγου Του, που έφερε το χρίσμα του Σωτήρα. Κάτι που αποδεικνύει τον άρρηκτο δεσμό του βυζαντινού θρόνου με τον Χριστιανισμό και το πόσο συνυφασμένη ήταν η ζωή των Βυζαντινών με τις γιορτές των Χριστουγέννων, τα τελετουργικά δρώμενα των οποίων τηρούσαν ευλαβικά (όπως και τα εθιμικά) καθ’ όλο του χρονικό διάστημα του Δωδεκαημέρου. Προπάντων αυτό μεταξύ Χριστουγέννων και Φώτων, που ήταν αφιερωμένο στη ”γιορτή των Καλενδών” (απ’ το λατιν. ”Kalendae” – κατά παράλειψη του ”dies” [ημέρες] –ονομασία της ρωμαϊκής πρωτομηνιάς, σε αντιστοιχία με την αρχαιοελληνική ”νουμηνία”). Γιορτή που δεν είχε εκλείψει ως τα τέλη του 12ου αιώνα, παρά το γεγονός ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία (δια της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη, 680-681) είχε αφορίσει τους συμμετέχοντες σε αυτήν.
Κι αυτό γιατί – ως ρωμαϊκή – ήταν κατάλοιπο μυσταγωγιών αρχαίων θρησκειών (διονυσιακών της ελληνικής αρχαιότητας, κυρίως) και ωθούσε τους μεταμφιεσμένους πανηγυριστές σε έκλυτες συμπεριφορές οι οποίες κατέληγαν σε όργια και άλλα παρατράγουδα υπό την επήρεια του διονυσιακού πνεύματος. Τα αρνητικά δεδομένα, μάλιστα, έδιναν πολλές φορές αφορμή στον Ιωάννη τον Χρυσόστομο (κορυφαίο Έλληνα ιεράρχη του 4ου αι. μ Χ απ’ την Αντιόχεια της Συρίας) να κατακεραυνώνει την εν λόγω γιορτή σε κάθε ευκαιρία. Όμως ο λαός επέμενε να γιορτάζει τις Καλένδες και να μασκαρεύεται, έστω και περιορισμένα, αψηφώντας τις απαγορεύσεις και τις ποινές των Συνόδων της νέας θρησκείας, χωρίς να παραλείπει ωστόσο να μένει πιστός στις χριστουγεννιάτικες παραδόσεις του και τα εθιμοτυπικά που τις συνόδευαν.
Η μεγάλη γιορτή
Έτσι οι Βυζαντινοί στόλιζαν προεόρτια κάθε εκκλησία με ομοίωμα σπηλαίου και φάτνης, µέσα στην οποία τοποθετούσαν το βρέφος-Χριστό (σε ανάμνηση της Θείας Γέννησης). Ανήμερα των Χριστουγέννων, μάλιστα – μετά τη Θεία Λειτουργία – γιόρταζαν στα σπίτια τους τη μεγάλη γιορτή καθισμένοι σε σπειροειδή καμπύλη, που παρέπεμπε στο σπήλαιο της Βηθλεέμ, και τοποθετούσαν στο στρώμα ένα παιδί σε ανάμνηση του θείου βρέφους. Παράδοση η οποία διατηρήθηκε μέχρι και τον 12ο αιώνα (Θεόδωρος Βαλσαμών, τιτουλάριος [σχολιαστής Κανόνων] και ορθόδοξος Πατριάρχης Αντιοχείας).
Τη μέρα της Θείας Γέννησης, επίσης, ήταν δημοφιλές στους Βυζαντινούς το λεγόμενο ”λοχάζεμα”, προς τιμήν της λοχείας της Παναγίας. Έθιμο ανταλλαγής, όπου προσφερόταν ως δώρο στα σπίτια με λεχώνες ζωμός ανακατεμένος με φρέσκο σιμιγδάλι. Έθιμο που δεν έβρισκε σύμφωνη την Εκκλησία και γι’ αυτό το κατάργησε με τον 79ο κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου (βλ. Η εν Τρούλλω Σύνοδος).
Ήταν μια κατάργηση, ωστόσο, που δεν πέρασε στον λαό, όπως ομολογεί ο Συμεών ο μεταφραστής τον 10ο αιώνα, γιατί κρατούσε μέχρι και τον 12ο, τουλάχιστον, στην Κωνσταντινούπολη. Όπερ σημαίνει ότι οι Βυζαντινοί, στην πλειοψηφία τους, απέρριπταν τις απολυταρχικού τύπου αποφάσεις των Συνόδων της Χριστιανικής Εκκλησίας, οι οποίες ήθελαν να επιβάλλουν περιορισμούς σε διαχρονικά έθιμα και λαϊκές παραδόσεις.
Περιορισμούς που δε σκίαζαν ευτυχώς την ευφρόσυνη οπτική των Χριστουγέννων. Την μεγαλύτερη βέβαια χαρά, κατά την περίοδο αυτή, την έπαιρναν τα παιδιά όχι μόνο με τις ευφάνταστες μεταμφιέσεις τους, αλλά και με τα Κάλαντα που τραγουδούσαν στους δρόµους καθ’ όλο το Άγιο Δωδεκαήµερο, από το ξηµέρωµα έως το δείλι. Πρόσθεταν, μάλιστα, επιπλέον εγκωμιαστικούς στίχους στους καθιερωμένους της βυζαντινής παράδοσης, για να αυξήσουν την αμοιβή τους.
Βαθιά χαρά πρόσφερε η Πρωτοχρονιά…
Υπό τους ήχους μουσικών οργάνων έψαλαν τα κάλαντα και οι μεγάλοι, παρέα με μέλη ορχηστρών. Κυκλοφορούσαν στους δρόμους και χτυπούσαν πόρτες τραγουδώντας μέχρι το βράδυ τα βυζαντινά Κάλαντα σε μια ονειρική Κωνσταντινούπολη με καθαρούς δρόμους και στολισμένα με στεφάνια από άνθη, κλαδιά λεπτοκαρυάς (φουντουκιάς), μυρτιάς και δενδρολίβανου καταστήματα και δημόσια μνημεία.
Με καθαρούς δρόμους και σπίτια πεντακάθαρα, φροντισμένα και στολισμένα ως τα υπέρθυρά τους. Με…, με…, με… ”Εὐφροσύνης ἐπιτηδεύοντες”, καθώς το μέλημα όλων ήταν να απολαύσουν τη βαθιά χαρά που τους πρόσφερε η Πρωτοχρονιά (Γρηγόριος Νύσσης: Περί Ψυχής και Αναστάσεως”).
Κάθε τι εξέπεμπε πάστρα και χαρά! Χαρά τις μέρες του Δωδεκαημέρου έπαιρναν και εκείνοι που ξέφευγαν απ’ την πλήξη της καθημερινότητας παρακολουθώντας – μεταμφιεσμένοι ή μη και με την παρουσία, συνήθως, του αυτοκράτορα – αρματοδρομίες στον Ιππόδρομο, ο οποίος βρισκόταν στην καρδιά της Κωνσταντινούπολης, όπως η Αγία Σοφία και το Παλάτι του Βουκολέοντα στην ακτή της Θάλασσας του Μαρμαρά, νότια του Ιπποδρόμου.
Ο εκκλησιασμός πριν την Πρωτοχρονιά
Όλα αυτά όμως, που έδιναν άλλο χρώμα στις χριστουγεννιάτικες μέρες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, έρχονταν σε δεύτερη μοίρα γιατί τα πρωτεία κατείχε πάντα ο εκκλησιασμός των Ορθόδοξων Βυζαντινών στην Αγία Σοφία, παρουσία του αυτοκράτορα.
Ο ”Βασιλέας” με χλαμύδα και στέμμα, ακολουθούμενος απ’ τη συνοδεία του (πατρικίους, συγκλητικούς και στρατηγούς), διέσχιζε με χρυσοστόλιστη άμαξα την Μέση Οδό, για να φτάσει επευφημούμενος από τον λαό στην Αγία Σοφία, όπου ο ”πραιπόσιτος ιερού κοιτώνος” (”praepositus sacri cubiculi”, λατινιστί: [αυτοκρατορικός] υπάλληλος-επιστάτης) τού έπαιρνε το στέµµα, πριν συναντήσει τον Πατριάρχη.
Τον Πατριάρχη τον συναντούσε ο αυτοκράτορας στον νάρθηκα (πρόναο) και έμπαιναν µαζί στην ”Μεγάλη Εκκλησία”, στην οποία – σημειωτέον – χωρούσαν 23.000 πιστοί, ενώ την υπηρετούσαν 525 ιερείς, διάκονοι και ψάλτες επί μακεδονικής δυναστείας (σ.σ: μέχρι πριν απ’ την Άλωση οι εν λόγω είχαν φτάσει τους 800). Εκεί είχε πάρει θέση ήδη, στο τμήμα των επισήμων, η άρχουσα τάξη μαζί με 12 φτωχούς (συμβολισμός των 12 Αποστόλων) και παρακολουθούσαν από κοινού με ιερή κατάνυξη τους ψάλτες της Αγια-Σοφιάς και των Δώδεκα Αποστόλων να ψάλλουν τον Όρθρο των Χριστουγέννων:
”Ἡ γέννησίς σου Χριστέ ὁ Θεός ἡµῶν…” (Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος; ”Έκθεσις της Περί του Βασιλείου Τάξεως”, 956-959 & Μέγας Φώτιος: ”Νοµοκάνονας”,4ος αι). Από τα σαράντα παράθυρα της Αγίας Σοφίας ξέφευγαν ήδη τούφες λιβανωτού αέρα που έσμιγε με την αλμύρα της θάλασσας του Βοσπόρου και την αρωματική ρητίνη των πευκόδεντρων καταλαγιάζοντας την καπνιά απ’ τις καμινάδες της Πόλης.
Της Κωνσταντινούπολης, πρωτεύουσας της Βυζαντινής (Μεσαιωνικής) Αυτοκρατορίας, στην οποία μικροί και μεγάλοι ετοιμάζονταν πυρετωδώς για τις επόμενες μεγάλες γιορτές του Δωδεκαημέρου προβάροντας τα Κάλαντα και την υμνολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Αξίζει να σημειωθεί, στο σημείο αυτό, ότι Πόντιοι και Καππαδόκες ταύτιζαν ανέκαθεν την 1η Ιανουαρίου (”Καλαντάριν”) με τα ”Κάλαντα” (εύθυμα άσματα) και ακολουθούσαν πιστά τα παραδοσιακά έθιμα των εορτών του Δωδεκαημέρου.
Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι η 1η Ιανουαρίου του Νέου Έτους, είχε καθιερωθεί τον 1ο αιώνα π Χ από τους Ρωμαίους και υιοθετήθηκε απ’ τους Βυζαντινούς, χωρίς όμως να έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ορθόδοξη Εκκλησία, πέραν της εορτής τιμής και μνήμης του σπουδαίου ιεράρχη και κορυφαίου θεολόγου, Αγίου Βασιλείου.
*Η πρώτη γιορτή Χριστουγέννων στην Κωνσταντινούπολη έγινε στις 25 Δεκεμβρίου του 378 (όπως μαρτυρεί εορταστική ομιλία του Ιω. Χρυσοστόμου), ενώ στην Αντιόχεια της Συρίας το 386 και το 433 στη Βηθλεέμ. Άξιο λόγου είναι το γεγονός ότι την ηµέρα των Χριστουγέννων του 380 µ.Χ στην Κωνσταντινούπολη, τον πρώτο εορταστικό λόγο είχε εκφωνήσει ο Γρηγόριος Θεολόγος (ένας από τους Τρεις Ιεράρχες της Ορθοδοξίας) αρχίζοντας µε τον πεζό κανόνα του Κοσμά Μελωδού για τα Χριστούγεννα: ”Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε, Χριστός ἐξ ουρανῶν, ἀπαντήσατε, Χριστός ἐπί γῆς, ὑψώθητε”.