Η βρετανική καταστολή στην Κύπρο από το 1920 έως το 1945
18/11/2024Η μάχη των πληροφοριών στην Κύπρο μέσα από τα βρετανικά αποικιακά αρχεία, από τα Οκτωβριανά μέχρι την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μελετώντας τα έγγραφα που έχει συγκεντρώσει ο ερευνητής και συγγραφέας Θεοχάρης Σταυρίδης στο μνημειώδες έργο του, “Η Ιερά Μονή Κύκκου στα Βρετανικά Αρχεία 1930-39″, έχουμε επιλέξει μια ολόκληρη σειρά εγγράφων, αναφορών, τηλεγραφημάτων, κρυπτογραφικών μηνυμάτων, ερωτήσεων και απαντήσεων, οδηγιών από το Υπουργείο Αποικιών προς την Κύπρο.
Από αυτά, μετά από τις αναγκαίες διασταυρώσεις και παράλληλες αναγνώσεις, καταλήξαμε σε κάποια συμπεράσματα γύρω από τις μυστικές υπηρεσίες και τη συλλογή και ανάλυση πληροφοριών από τη βρετανική κυβέρνηση και την αποικιακή Διοίκηση που είχε εγκατασταθεί στην Κύπρο. Από τις αναφορές που παρουσιάζει για καταστολή στην Κύπρο ο Θεοχάρης Σταυρίδης είναι παραπάνω από προφανής ο ρόλος του αστυνομικού υποδεκανέα Κ. Τ. ως πληροφοριοδότη και συντάκτη αναφορών για πάμπολλα γεγονότα και εκδηλώσεις που προηγήθηκαν είτε ακολούθησαν των Οκτωβριανών. Σε κάποιες από τις δραστηριότητες της Αστυνομίας της Λευκωσίας εμφανίζεται και ο αινιγματικός πληροφοριοδότης Α.
Αξιοσημείωτη είναι επίσης και η περίπτωση ενός σημαντικού προσώπου της κυπριακής κοινωνίας, ο οποίος στα κατοπινά χρόνια θα ενταχθεί στους ψιθυριστές, το αινιγματικό αυτό δίκτυο που αποκαλύφτηκε προ ετών και ουσιαστικά προβλημάτισε τους ερευνητές για την οργάνωση των Βρετανών σε ζητήματα πληροφοριών στην Κύπρο των δεκαετιών του 1930, 1940 και 1950. Σύμφωνα με απόρρητο έγγραφο είχε προγραμματιστεί τυχαία συνάντηση με τον Κυβερνήτη για διαβίβαση σοβαρών πληροφοριών, χωρίς να προξενηθούν υποψίες για την ιδιότητά του ως σημαντικού πληροφοριοδότη.
Ενώ το Νοέμβριο του 1931 η Κύπρος δεινοπαθεί και εισέρχεται σε μια περίοδο καταστολής και καταπιεστικής σκλαβιάς, στη Λευκωσία ξεκινούν οι διεργασίες για να τιμηθούν με μετάλλια δύο πιστοί στην Αυτοκρατορία Έλληνες της Κύπρου. Ο υποδεκανέας Κλεάνθης Ιωάννου Τσέστος και ο υπάλληλος του Τμήματος Δασών Αντώνης Σταύρου Ζαχαριάδης. Για τον πρώτο έχουμε πλέον ικανό αριθμό εγγράφων που τεκμηριώνουν ικανοποιητικά την εικόνα γύρω από τη δράση του στον τομέα των πληροφοριών. Για τον δεύτερο τιμηθέντα για τη συμβολή του στην πάταξη της εξέγερσης των Οκτωβριανών η έρευνα βρίσκεται στο αρχικό στάδιο.
»Οι δύο αυτοί υπάλληλοι, σύμφωνα με τα ευρήματα μας στις ειδικές βρετανικές γκαζέττες, τυγχάνουν της παρακάτω αμοιβής: “Award of the medal of Civil Division of the Most Excellent Order of the British Empire”. Αυτά εν έτει 1932 ενώ οι εξόριστοι ήδη δεινοπαθούν. Για το “ζαπτιέ” της Κυπριακής Στρατιωτικής Αστυνομίας Κ. Τσέστο, ειδικό στις παρακολουθήσεις στη συλλογή πληροφοριών και στην εύρεση πληροφοριοδοτών, φιλοτεχνεί ένα ενδιαφέρον πορτρέτο ο ένας των εξορίστων Θεοφάνης Χ. Τσαγγαρίδης στο αξιόλογο βιβλίο του “Το ημερολόγιο ενός εξορίστου” Αθήνα 1948.
Η διήγηση του Τσαγγαρίδη
« Ήταν Παρασκευή νύχτα, 23 Οκτωβρίου 1931. Ό κόσμος κουρασμένος από τη συμμετοχή του στην πάνδημη κηδεία του πρώτου θύματος τής Εθνικής εξεγέρσεως, του Ονούφριου Κληρίδη, τραβήχτηκε στα σπίτια του. Από νωρίς οι “ζαπτιέδες” είχαν βγει και πρόσταζαν να μη κυκλοφορήσει κανένας. Γι’ αυτό μόλις σουρούπωσε, η Λευκωσία σχεδόν ερημώθηκε. Μόνο μερικοί τολμηροί ή καθυστερημένοι κυκλοφορούσαν στα απόμερα στενά της πόλης.
»Από νωρίς μαζεύτηκα κι’ εγώ στο σπίτι μου, μία μικρή μονοκατοικία πίσω από την οδό Λήδρας, όπου έμενα με τον αδελφό μου. Όπως ήμουν κουρασμένος γρήγορα τραβήχτηκα στο κρεβάτι μου και δεν άργησε να με πάρει ο ύπνος. Πόσο ήταν ευχάριστος και ζωογόνος ο ύπνος εκείνος, ύστερ’ από τον σωματικό κάματο και τις αλησμόνητα συγκλονιστικές συγκινήσεις των δύο προηγουμένων ημερών… Θα ‘θελα να κοιμόμουν όλη τη νύχτα κι’ όλη, την άλλη μέρα συνεχώς. Άλλα όμως εκέλευεν ο Σερ Ρόναλντ Στόρς, ο Κυβερνήτης της μαρτυρικής μας πατρίδας – κυβερνήτης που δεν τον προσκαλέσαμε ούτε τον διαλέξαμε.
»Μέσα στο γλυκό αυτό ύπνο, ακούω σαν από μακριά, πολύ μακριά, σαν σ’ όνειρο, κτύπους. Για μία στιγμή νομίζω πως με καλούν με τ’ όνομά μου. Δεν δίνω σημασία και μισοκοιμισμένος γυρίζω στ’ άλλο πλευρό. Οι κτύποι όμως συνεχίζονται πιο δυνατοί. Ακούω πια καθαρά τ’ όνομά μου. Σηκώνομαι κι’ ανοίγω το παράθυρο, πού έβλεπε στο δρόμο και ρωτώ: Ποιος είναι; τι θέλετε; Εγώ είμαι, άπαντα κάποιος. Σκύβω από το παράθυρο, καθώς το άνοιξα, και βλέπω τρεις ζαπτιέδες μπρος στην εξώθυρα. Ανάμεσα τους γνώρισα ευθύς τον πασίγνωστο χαφιέ Τσέστο. Κατάλαβα αμέσως τον σκοπό της απρόοπτης νυχτερινής επίσκεψης.
»Ξαναρωτώ: Τί θέλετε; Εσύ δεν είσαι ο κ. Θεοφάνης Τσαγγαρίδης; ρωτάει ο Τσέστος. Μάλιστα απαντώ. Ο ίδιος; ξαναρωτά. Ολόκληρος, καθώς βλέπεις, απαντώ. Σας παρακαλεί ο κ. αστυνόμος να ρθείτε να πάμε μια στιγμή στην αστυνομία για μια κατάθεση. Να πείτε στον κ. αστυνόμο ότι νύχτα ώρα, δεν μπορώ να τρέχω στες αστυνομίες και μόλις ξημερώσει, όπως ορίζει ο νόμος, θα ‘ρθω και συγχρόνως έκλεισα το παράθυρο.
»Πήγα στο δωμάτιο του αδελφού μου. Κοιμόταν. Δεν είχε ακούσει τους κτύπους… Φροντίζοντας να κρατήσω την ψυχραιμία μου για να μην τον ξαφνιάσω, του φωνάζω: Οδυσσέα, Οδυσσέα, ξύπνα, ήρθαν να με συλλάβουν. Πετάγεται αλαφιασμένος από το κρεβάτι του και αγουροξυπνημένος με ρωτά με αγωνία. Τώρα τι θα κάνουμε; θα παραδοθείς; Φυσικά θα παραδοθώ. Τι να κάμω; Να σας πάρω και σας στο λαιμό μου έτσι άσκοπα;
Αποικιακή καταστολή στην Κύπρο
»Πιο δυνατά συνεχίστηκαν στην πόρτα τα χτυπήματα. Ήταν φανερό πως προσπαθούσαν να σπάσουν την πόρτα μας. Το ρολόι που ήταν στο κομοδίνο έδειχνε 3.10′. Ο αδελφός μου με κοιτάζει σιωπηλός, με ματιές αγωνίας. Εγώ, καθισμένος ημίγυμνος στην άκρη του κρεβατιού του, τον κοιτάζω με στοργή. Είναι οι στιγμές που δεν λαλεί η γλώσσα και μιλά η ψυχή. Τ’ αδιάκοπα βάναυσα χτυπήματα με ξαναφέρνουν στην πραγματικότητα. Ξανανοίγω το παράθυρο και τους φωνάζω με οργή τώρα πια. Τι τρόπος είναι αυτός; Ντροπή σας! Σας είπα, μόλις γεννηθεί ο ήλιος, όπως ορίζει ο νόμος, θα ‘ρθω στην αστυνομία. Τι άλλο θέλετε;
»Δεν ήξερα πως την ίδια νύχτα είχε δημοσιευτεί το Διάταγμα περί Αμύνης των Αποικιών (στρατιωτικός νόμος) που καταργούσε το οικογενειακό άσυλο. Τότε ο χαφιές Τσέστος με το μελιστάλαχτο ύφος του προδότη μου λέγει παρακλητικά. Κατέβα, κ. Τσαγγαρίδη, να σου δώσουμε την κλήση και να φύγουμε. Πίστεψα και δεν πίστεψα πως θα μου διναν κλήση. Πάντως όμως, για να δώσω και μία διέξοδο, έτσι όπως ήμουν ημίγυμνος, άναψα το φως της σκάλας και κατέβηκα ν’ ανοίξω την εξώθυρα. Πριν καλά-καλά προφτάσω ν’ ανοίξω την πόρτα, εισορμήσανε στο σπίτι καμία δεκαριά πάνοπλοι άγγλοι στρατιώτες. Με αρπάζουν, άλλος από τα χέρια, άλλος από τα πόδια, κι άλλος μου βούλωσε το στόμα.
»Δεν είχα δει τούς στρατιώτες όταν άνοιξα το παράθυρο, γιατί ήτανε κρυμμένοι πίσω από τούς τοίχους ενός μισοτελειωμένου σπιτιού απέναντι στο δικό μου, που τότε ακόμη χτιζόταν. Πρόφτασα και τους είπα: Σταθείτε. Τι τρόπος ειν’ αυτός; Δεν είμαι κανένας ληστής. Ο Τσέστος διατάσσει ένα μελαψό Τούρκο ζαπτιέ: Βάλ’ του βρε, γλήορα τους κελεψιέδες (χειροπέδες). Στη βία τους απάνω, τόσοι ένοπλοι να συλλάβουν έναν άοπλο και να τον αχρηστεύσουν, μου γδάρανε τα χέρια βάζοντας μου τις χειροπέδες. Είναι η βία του δειλού πou γίνεται βάναυσος όταν καταλάβει πως ο αντίπαλος του είναι αδύνατος.
»Μόλις μου πέρασαν τα σίδερα στα χέρια μ’ άφησαν να πατήσω στη γη. Τότε είδα τούς στρατιώτες πού είχαν μπει στο σπίτι νάχουν στραμμένα τα γεμάτα όπλα τους προς τις πόρτες των δωματίων του ισογείου και στη σκάλα. Την ίδια στιγμή είδα τον αδερφό μου να προσπαθεί να κατέβει την σκάλα για να μου φέρει τα ρούχα μου. Μόλις τον είδαν οι στρατιώτες έθεσαν νευρικά τα όπλα “επί σκοπό”, έτοιμοι να πυροβολήσουν».
Το απόσπασμα αυτό ιχνηλατεί ποιος έλαβε την υψηλή τιμή του “Most Excellent Order of British Empire” και για ποιους λόγους. Όταν ο Τσαγγαρίδης θα συνειδητοποιούσε την πολύχρονη διάρκεια της εξορίας του, ο διώκτης του θα ήταν ήδη από τους πλέον τετιμημένους της Κυπριακής Αποικιακής Στρατιωτικής Αστυνομίας. Ήδη, μετά από επισταμένη έρευνα έχουμε εντοπίσει και μια σειρά άλλων εγγράφων συνδεδεμένων με την Αστυνομία Λευκωσίας, καθώς και τον Αστυνομικό Κλεάνθη Τσέστο.
Από τα έγγραφα, ορισμένα εκ των οποίων παραθέτει και ο Πέτρος Στυλιανού στα παραρτήματα του βιβλίου του “Τα Οκτωβριανά” (εκδόσεις Επιφανίου 2002) διαφαίνεται εκτενής παρακολούθησης και των στελεχών του Κ.Κ.Κ. Έτσι συμπληρώνεται αισθητά η εικόνα. Εθνική Οργάνωση και Κ.Κ.Κ. αποτελούσαν το συνεχή στόχο των παρακολουθήσεων. Κάποιοι γι’ αυτές τις παρακολουθήσεις λάμβαναν ύψιστες τιμές και κάποιοι έφευγαν στις εξορίες του θανάτου.