Υπήρχαν σχολεία για τους χριστιανούς στην Οθωμανική Αυτοκρατορία;
10/04/2024Στο δεύτερο άρθρο μας για το εκπαιδευτικό σύστημα την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα εστιάσουμε στα πρωτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα. Από τις πηγές προκύπτει ότι βρίσκονταν γενικά είτε μέσα είτε κοντά στο μουσουλμανικό τέμενος της κοινότητας. Οι άνθρωποι τα αποκαλούσαν είτε “mahalle (γειτονιά)” είτε “sıbyan“ (μαθητής) mektebi (σχολεία της γειτονιάς ή Δημοτικά Σχολεία). Ιδρύονταν συχνά από ένα βακούφι (vakıf: ευσεβές ίδρυμα) και από κληροδοτήματα σημαντικών προσωπικοτήτων του κράτους ή αξιοσέβαστων πολιτών της τοπικής κοινωνίας.
Οι δαπάνες, ειδικά αυτές της μισθοδοσίας των δασκάλων, πληρώνονταν από τις χορηγίες των βακουφιών. Σύμφωνα με τη μουσουλμανική πρακτική τα σχολεία sıbyan (Δημοτικά Σχολεία) ή της κοινότητας ακολουθούσαν μια ενιαία μεθοδολογία διδασκαλίας: οι μαθητές διάβαζαν απλά το Κοράνι στην αυθεντική αραβική γλώσσα, χωρίς μετάφραση και χωρίς κατανόηση ή ερμηνεία του κειμένου. Μόνον ορισμένα τελετουργικά επίκλησης διδάσκονταν στην τουρκική γλώσσα. Κάποια βακουφικά σχολεία, ανάλογα με το βαθμό ευημερίας της κοινότητας, παρείχαν τον ιματισμό, τα τρόφιμα και κάποιο χρηματικό ποσό στους μαθητές.
Στα σχολεία οι μαθητές κάθονταν γονατιστοί στο πάτωμα, που ήταν καλυμμένο με χαλιά ή τάπητες, ή στα μαξιλάρια καθισμάτων που έφερναν από τα σπίτια τους. Τα βιβλία τοποθετούνταν σε χαμηλά τραπεζάκια, τα αποκαλούμενα “rahle-i tedris” (γραφεία μελέτης), για την ανάγνωση. Οι μαθητές επαναλάμβαναν και απομνημόνευαν τα μαθήματα που ορίζονταν από το δάσκαλο. Η φυσική τιμωρία, το ράπισμα των χεριών των κοριτσιών και το κτύπημα των ποδιών των αγοριών, ήταν ο κανόνας, παρά η εξαίρεση. Κατά την έναρξη του νέου σχολικού έτους ήταν μέρος του τελετουργικού η εξής φράση του γονέα προς το δάσκαλο παρουσία του παιδιού: «Η σάρκα δική σου, τα κόκκαλα δικά μου!» Ο δάσκαλος εξουσιοδοτούνταν έτσι να τιμωρεί το παιδί με κάθε τρόπο, όταν έκρινε ότι άρμοζε.
Οι Οθωμανοί ενδιαφέρθηκαν επίσης για τη βαθύτερη γνώση της κλασικής ισλαμικής παιδείας. Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκαν σε πολλές πόλεις μεντρεσέδες (medrese), οι οποίοι αποτελούσαν τμήματα των μεγάλων μουσουλμανικών τεμενών και συντηρούνταν από τα Βακούφια. Οι μεντρεσέδες ήταν ένα είδος “κολεγίου” για τη συστηματική μελέτη των ισλαμικών επιστημών, ιδιαίτερα της ισλαμικής νομολογίας και του Κορανίου απ’ όπου έβγαιναν οι ανώτεροι κληρικοί/ νομικοί Ulema. Ταυτόχρονα, διδάσκονταν και ορισμένα “βοηθητικά μαθήματα”, όπως π.χ. η αραβική γραμματική και φιλολογία, η γνώση των οποίων βοηθούσε στην κατανόηση των ιερών και νομικών κειμένων, αλλά και οι αποκαλούμενες “ξένες επιστήμες,” όπως η φιλοσοφία και η ιατρική, που αποτέλεσαν επίσης μέρος της εκπαίδευσης.
Πηγές- Έρευνα του Δρα Τσιανάκα
(*Γενικά για την οθωμανική εκπαίδευση βλ.: Andreas Kazamias, Education and the quest for modernity in Turkey, Chicago: The University of Chicago Press, 1966, Yahya Akyüz, Türk eğitim tarihi, başlangιçtan 1999’a (Ιστορία της τουρκικής εκπαίδευσης, από τις αρχές ως το 1999), Αlfa, Κωνσταντινούπολη, 1999. Hasan Akgündüz, Klasik dönem Osmanlı medrese sistemi: amaç – yapı – işleyiş [Το σύστημα των οθωμανικών μεντρεσέδων της κλασικής περιόδου: σκοποί – κτίρια – λειτουργία], Κωνσταντινούπολη: Ulusal Yayınları, 1997, Yasar Sarıkaya, Medreseler ve modernleşme [Μεντρεσέδες και εκσυγχρονισμός], Κωνσταντινούπολη: İz Yayıncılık, 1997, Cevat İzgi, Osmanlı medreselerinde ilim [Η επιστήμη στους οθωμανικούς μεντρεσέδες], Cilt 1-2, Κωνσταντινούπολη: İz Yayıncılık, 1997. Akgündüz H., Klasik dönem Osmanlı medrese sistemi: amaç – yapı – işleyiş [Το σύστημα των οθωμανικών μεντρεσέδων της κλασικής περιόδου: σκοποί – κτίρια – λειτουργία], Κωνσταντινούπολη: Ulusal Yayınları, 1997. Akyüz Y., Türk eğitim tarihi, başlangιçtan 1999’a (Ιστορία της τουρκικής εκπαίδευσης, από τις αρχές ως το 1999), Αlfa, Κωνσταντινούπολη, 1999. İzgi C., Osmanlı medreselerinde ilim [Η επιστήμη στους οθωμανικούς μεντρεσέδες], Cilt 1-2, Κωνσταντινούπολη: İz Yayıncılık, 1997. Sarıkaya Y., Medreseler ve modernleşme [Μεντρεσέδες και εκσυγχρονισμός], Κωνσταντινούπολη: İz Yayıncılık, 1997).
Μετά τα παραπάνω, και την τόσο εμπεριστατωμένη έρευνα του Δρα Τσιανάκα, εύκολα γίνεται κατανοητό, πως τα εδώ κι’ εκεί σπαρμένα οθωμανικά ιεροσπουδαστήρια που λειτουργούσαν με ιδιωτικούς (βακουφικούς) πόρους και έβγαζαν ελάχιστους αποφοίτους (όσους χρειαζόταν η διοίκηση και μόνον), με τα εδώ κι’ εκεί αντιστοίχως ελάχιστα σπαρμένα ελληνικά “ιεροσπουδαστήρια” που είτε έβγαζαν τους μελλοντικούς κληρικούς, είτε τους ενταγμένους εντός της εκκλησίας κοσμικούς, δεν αρκούν για να πούμε πως η οθωμανική κοινωνία ήταν μορφωμένη.
Τα σχολεία για τους χριστιανούς
Τα χριστιανόπουλα που πήγαιναν σε κάποιο σχολείο (κυρίως μετά το 1670), όχι γιατί είχαν δικαίωμα (αφού ήταν ανακλητό προνόμιο η παιδεία), αλλά γιατί είχαν δωροδοκήσει, συν το γεγονός πως τα σχολεία ήταν ελάχιστα και σε μακρινές αποστάσεις και φυσικά τα παιδιά δεν μπορούσαν να μεταβούν σ’ αυτά (λόγω αδυναμίας καλύψεως των εξόδων τους από τους γονείς τους), έμεναν κυρίως αμόρφωτα. Εκτός και τα αναλάμβανε κάποιος ευκατάστατος τρίτος ως χορηγός/ανάδοχος, ή τα έστελναν στα Επτάνησα ή την Ευρώπη.
Οι υπόλοιποι (ο πολύς πληθυσμός) χριστιανοί και μουσουλμάνοι βασικά ήταν αγράμματοι, με την εξής διαφορά: Οι μουσουλμάνοι αν ήθελαν και μπορούσαν να μάθουν “ιερά” γράμματα το έκαναν ελεύθερα, ενώ υπερηφανεύοντο για την γνώση τους, αντιθέτως οι χριστιανοί δεν είχαν αυτό το δικαίωμα, αλλά μόνον το ανά πάσα στιγμή ανακλητό προνόμιο, καθώς και ελάχιστα απομακρυσμένα από τα χωριά τους βακουφικά σχολεία (γεγονός αποτρεπτικό να παρακολουθήσουν, π.χ Σοπωτό Καλαβρύτων), συν το ότι όταν το προνόμιο ανακαλείτο, έπρεπε να πηγαίνουν “κρυφίως” σ’ αυτά, ενώ επ’ουδενί υπερηφανεύοντο πως ’ξέραν “γράμματα”, γιατί εύκολα αυτό εκλαμβανόταν ως “έπαρση/εξυπνακισμός” και λόγω “παρεξήγησης” συχνά κινδύνευε η ζωή τους.
Ποιος μάθαινε “γράμματα” σε μουσουλμάνους και/ ή χριστιανούς; Κυρίως, οι ιερείς των δογμάτων τους. Όσο και να θέλει κάποιος, δεν μπορεί να αρνηθεί την μεγάλη προσφορά της Εκκλησίας για την διατήρηση της αυτοσυνειδησίας του Γένους και την αναζήτηση της ελευθερίας καθ’ όλη την διάρκεια της οθωμανοκρατίας.
Αφηγούμενος ο Κολοκοτρώνης το 1836 στον Γεώργιο Τερτσέτη τα προ της επαναστάσεως βίου του, λέγει και τα εξής: «Εις τον καιρό της νεότητος οπού ημπορούσα να μάθω κάτι τί, σχολεία, ακαδημίαι δεν υπήρχαν μόλις ήσαν μερικά σχολεία, εις τα όποια εμάθαιναν να γράφουν και να διαβάζουν. Οι παλαιοί κοτζαμπάσηδες οπού ήσαν οι πρώτιστοι του τόπου, μόλις ήξευραν να γράφουν το όνομά τους, το μεγαλύτερο μέρος των αρχιερέων δεν ήξευρε παρά εκκλησιαστικά κατά πράξιν, κανένας όμως δεν είχε μάθησι, το ψαλτήρι, το κτωήχι, ο μηναϊος, άλλαι προφητείαι, ήσαν τα βιβλία οπού ανέγνωσα».