“Και μας χάλασαν τα μοναστήρια και τις εκκλησιές μας!”
25/09/2024Σαν σήμερα, στις 25 Σεπτεμβρίου του 1833, επί βαυαρικής αντιβασιλείας, ένα βασιλικό διάταγμα υπογεγραμμένο από τον ανήλικο Όθωνα διέτασσε το κλείσιμο όλων των ορθόδοξων μοναστηριών με λιγότερους από έξι μοναχούς, επέβαλε τον υποχρεωτικό αποσχηματισμό των καλογραιών κάτω των σαράντα ετών και ζητούσε την απομάκρυνση από τις μονές όλων των δοκίμων.
Kαθόρισε ειδικά μέτρα για τις μετακινήσεις των μοναχών, απαγόρευε τις συνηθισμένες δωρεές υπέρ της εκκλησίας και δέσμευε τη μοναστηριακή κτηματική περιουσία, τα λατρευτικά ιερά σκεύη, τις εικόνες, τα άμφια, τα λειτουργικά βιβλία, τα έπιπλα και δέσμευε παράλληλα ό,τι άλλο χρήσιμο βρίσκονταν στις μονές που θα σφραγίζονταν ως “λάφυρο”. Ό,τι πάλι θεωρούνταν “άχρηστο” ρίχνονταν στη φωτιά – «με τους μοναχούς να θρηνούν ολόγυρα» (τα μοναστήρια των Ρωμαιοκαθολικών έμειναν βεβαίως άθικτα, όπως και οι περιουσίες τους).
Με το διάταγμα αυτό, το βαυαρικό χτύπημα κατά της ορθοδοξίας και της βυζαντινής πνευματικής μας παράδοσης ήταν τεράστιο, αμέσως μετά την “πραξικοπηματική” ανακήρυξη του αυτοκέφαλου της ελλαδικής Εκκλησίας. Από τα 545 ανδρικά μοναστήρια και τα 18 γυναικεία που υπήρχαν στο “κουτσουρεμένο” μετεπαναστατικό κρατίδιο διατηρήθηκαν μόνο 148, ενώ στα τρία γυναικεία που διασώθηκαν συγκεντρώθηκαν με τη βία όλες οι μοναχές. Όσες ορθόδοξες μονές παρέμειναν ανοιχτές, έχασαν κάθε διοικητική αυτονομία και υποχρεώθηκαν να πληρώνουν δυσβάσταχτους φόρους. Oi πατροπαράδοτοι δεσμοί με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως έπρεπε να διαρραγούν και η Ελληνική Εκκλησία να υπαχθεί στην κρατική εξουσία.
Αυτό που δεν τόλμησαν να κάνουν οι Τούρκοι κατακτητές για 400 χρόνια το έκαναν οι Βαυαροί “διαφωτιστές” με τη συνδρομή των καθολικών μισσιονάριων και τις “θρησκευτικές αυθαιρεσίες” των θρησκευτικά αλλοτριωμένων Ελλήνων Κοραϊστών, που ανέλαβαν τη διοίκηση του νεοσύστατου κράτους. Μέσα σε λίγες μόνο ημέρες εκτυλίχτηκαν ατιμωτικές σκηνές ντροπής, λεηλασίας και βανδαλισμού μοναστηριών που η Ελλάδα δεν είχε γνωρίσει «ούτε στις εισβολές ποικίλων κατακτητών που είχαν κατά καιρούς καταλάβει ελληνικά εδάφη» (Χρ. Γιανναράς). Μερικά χρόνια αργότερα έγραφε δεικτικά ο ποιητής Παναγιώτης Σούτσος: «Εις της μεταλήψεως την αργυράν φυάλην, μεθά ο κλέπτης Έφορος μ΄ ανέδειαν μεγάλην!»
“Διαλύσαν τα μοναστήρια”
Να πως είδε όμως μέσα σ΄ ένα γενικευμένο κλίμα λαϊκής αγανάκτησης και ταπείνωσης γι’ αυτήν την “δολερή μπαυαρέζικη πολιτική” ο στρατηγός Μακρυγιάννης: «Διάλυσαν τα μοναστήρια˙ συνφώνησαν με τους Μπαυαρέζους και πούλαγαν τα δισκοπότηρα κι όλα τα γερά (ιερά) εις το παζάρι˙ και τα ζωντανά διά δίχως τίποτα. Παίρναν οι τοιούτοι … Αφάνισαν όλως διόλου τα μοναστήρια και οι καϊμένοι οι καλόγεροι όπου αφανιστήκαν εις τον αγώνα, πεθαίνουν της πείνας μέσα στους δρόμους, όπου αυτά τα μοναστήρια ήταν προπύργια της επανάστασής μας… Ήφεραν οι φωτισμένοι άνθρωποι της Ευρώπης το κοπίδι να κόψουν τους άγριους Έλληνες… Εις τον καιρόν της Τουρκιάς μίαν πέτραν δεν πείραζαν από τα παλιοκκλήσια˙ κι αυτοίνοι οι απατεώνες σύνδεσαν τα συμφέροντά τους με τους μολεμένους, Φαναργιώτες κι άλλους τοιούτους, όπου ήταν εις την Ευρώπη μόλεμα, και μας χάλασαν τα μοναστήρια και τις εκκλησιές μας – μαγαρίζουν μέσα κι άλλες έγιναν αχούρια».
Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο που από το 1833 (εξέγερση στην Τήνο) μέχρι το 1852 (εξέγερση Παπουλάκου στη νότια Πελοπόννησο) σημειώθηκαν συνολικά 21 λαϊκές εξεγέρσεις που είχαν στο επίκεντρό τους μεταξύ άλλων και την προάσπιση της Ορθοδοξίας, της εκκλησιαστικής παράδοσης και της πίστης των Ελλήνων, που τόσο βάναυσα προκαλούσαν “οι λουθηροκαλβίνοι που μας κυβερνούσαν”, Έλληνες και ξένοι. Οι Βαυαροί (και οι πρεσβείες Αγγλίας και Γαλλίας που ουσιαστικά κυβερνούσαν) «ένοιωθαν να απειλούνται από τις δραστηριότητες των μοναχών˙ τους θεωρούσαν συνδέσμους συνωμοσιών οπαδούς της Ρωσίας, λαοπλάνους και δημεγέρτες».
Παρά τις έντονες λαϊκές αντιδράσεις όμως ο “εξ άνωθεν” εκδυτικισμός του κρατιδίου «που γεννήθηκε με ευρωπαϊκό εμβρυουλκό» (Κωστής Παπαγιώργης) είχε ήδη ξεκινήσει από την πρώτη ημέρα της ύπαρξής του. Τα θεμέλια του “ανήκομεν εις την Δύσην” είχαν τεθεί από έναν προτεστάντη, τον Βαυαρό Μάουρερ και από έναν κοραϊστή, τον Φαρμακίδη.