“Καπετάν Ρέμπελος”: Τότε που πολεμούσαμε για τη Μακεδονία
18/06/2024Στην ανατολική πλευρά του νομού Αργολίδας, κοντά στα σύνορα με τον νομό Κορινθίας, βρίσκεται η Νέα Επίδαυρος, που στα χρόνια της Εθνεγερσίας ονομαζόταν Πιάδα. Είναι χτισμένη στο εσωτερικό ενός απόκρημνου βράχου, σε μία θέση που την καθιστούσε αθέατη από την θάλασσα, από την οποία απέχει ελάχιστα, για την προστασία του χωριού από τους πειρατές. Στην κορυφή του βράχου βρίσκονται τα κατάλοιπα βυζαντινού κάστρου.
Στη Νέα Επίδαυρο πραγματοποιήθηκε η Α’ Εθνοσυνέλευση τού επαναστατημένου ελληνικού κράτους, στις 20 Δεκεμβρίου του 1821, καθώς έξω από το Άργος, που είχε ορισθεί ως έδρα, είχε δολοφονηθεί τέσσερις μέρες πριν από ανθρώπους των προκρίτων της Ύδρας, ο Αντώνης Οικονόμου, που είχε βγάλει το νησί στην Επανάσταση, κόντρα στις επιφυλάξεις των. Τον Μάιο του 1822 το υπουργείο Εσωτερικών ανακοινώνει με έγγραφό του ότι «Εἰς τὸ ἑξῆς πᾶσα ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπικράτεια θέλει γνωρίζει τὸ μὲν χωρίον τῆς Πεδιάδος ὑπὸ τὸν τίτλον πόλις καὶ ὑπὸ τὸ ὄνομα “Νέα Ἐπίδαυρος”, τοὺς δὲ κατοίκους αὐτοῦ ὑπὸ τὸ ὄνομα “πολῖται Ἐπιδαύριοι”».
Στη Νέα Επίδαυρο, λοιπόν, γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1868 ο ήρωάς μας, ο Χρήστος Τσολακόπουλος, γιος του τελώνη Νικολή Τσολακόπουλου και της Ανθής Ιωάννου. Τελείωσε το Γυμνάσιο στο Ναύπλιο και στη συνέχεια κατατάχθηκε εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό, στις 15 Αυγούστου 1886. Ακολούθως, μετά από εξετάσεις εισήχθη στη Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας. Μαθητής ακόμα στην Σχολή, συμμετείχε στον ατυχή Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, φέροντας τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού, όπου και τραυματίστηκε. Στις 9 Αυγούστου 1899 αποφοίτησε από τη Σχολή Υπαξιωματικών ως Ανθυπολοχαγός του 2ου Συντάγματος Πεζικού.
Όταν ξεκίνησε ο Μακεδονικός Αγώνας, ο Χρήστος Τσολακόπουλος, μαζί με πολλούς εθελοντές, στρατιωτικούς και απλούς πολίτες από την απελευθερωμένη Ελλάδα αλλά και από την ακόμα τουρκοκρατούμενη Κρήτη, έσπευσε να συμμετάσχει, όπου και πήρε το προσωνύμιο “καπετάν Ρέμπελος”. Έδρασε στις περιοχές των Κορεστίων και του Μοριχόβου ως οπλαρχηγός αντάρτικου σώματος υπό την αρχηγία του καπετάν Βάρδα (Γεωργίου Τσόντου). Το σώμα του, ενισχυμένο και με τους άνδρες του καπετάν Οδυσσέα (υπολοχαγού Γεωργίου Βλαχογιάννη), που επέστρεψε στην Αθήνα για μικρή ανάπαυση και λήψη οδηγιών, κατέγραψε σημαντικές επιτυχίες σε βάρος των κομιτατζήδικων συμμοριών.
Η μάχη της Μπελκαμένης (Δροσοπηγής)
Ήταν πρωί Μεγάλης Παρασκευής (15/4/1905), που το αντάρτικο σώμα του καπετάν Νίδα (υπολοχαγού Νικόστρατου Καλομενόπουλου), δύναμης 115 ανδρών, το οποίο κατευθυνόταν προς τον τομέα Μοριχόβου-Γκραδέσνιτσας, βρέθηκε στο χωριό Μπελκαμένη της Φλώρινας (σήμερα Δροσοπηγή). Στρατοπέδευσαν για να ξεκουραστούν και το βράδυ παρακολούθησαν την περιφορά του Επιταφίου.
Δυστυχώς, η κούραση των ανδρών δεν επέτρεψε να φύγουν μετά την περιφορά και λίγο πριν τα χαράματα αντελήφθησαν πως είχαν κυκλωθεί από 200 περίπου Τούρκους, που κατέφθασαν ειδοποιημένοι από ντόπιους εξαρχικούς. Πέντε νεκροί αντάρτες ήσαν τα θύματα του αιφνιδιαστικού χτυπήματος που δέχτηκε το σώμα του καπετάν Νίδα. Ανάμεσά τους ο πρωτοπόρος Μακεδονομάχος Λαμπρινός Βρανάς, από τα Σφακιά και ο Νικόλαος Καπετανάκης, από το Χέλι (Αραχναίο) Αργολίδας.
Ο Καλομενόπουλος, συμμορφούμενος προς τις οδηγίες που είχε από το υπουργείο Πολέμου, αποφάσισε να μην χτυπηθεί με τον τουρκικό στρατό και να παραδοθεί. Τον ακολούθησαν σαράντα πέντε περίπου άντρες. Ωστόσο, κάποιοι από τους υπαρχηγούς του αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν έξοδο και αυτό έκαναν. Ο καπετάν Ρέμπελος, με τραύμα στο πόδι και ο Αντώνης Τσίτουρας κατόρθωσαν, τελικά, να διαφύγουν, ακολουθούμενοι από πενήντα πέντε περίπου άντρες. Ο καπετάν Νίδας οδηγήθηκε με τους άνδρες του στο Μοναστήρι, όπου δικάστηκε και καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Στα τρία χρόνια κατάφερε να δραπετεύσει…
Προσωπική μαρτυρία αντάρτη
Στην αθηναϊκή εφημερίδα ΣΚΡΙΠ (11 Μαΐου 1905), μιλάει για την μάχη της Μπελκαμένης ο εξ Αθηνών Ι. Ηλιάδης, αντάρτης στο σώμα του Ρέμπελου: «Τα χαράγματα της Μεγάλης Παρασκευής εφθάσαμεν εις το χωριό Βαλκαμένι της Φλωρίνης. Εκεί εμείναμεν όλην την Μ. Παρασκευήν και το εσπέρας ακούσαμεν την ακολουθίαν του Επιταφίου. Είχομεν σκοπόν μετά μίαν ώραν ν’ αναχωρήσωμεν δια τα λημέρια. Δυστυχώς μας εξύπνησαν μισή ώρα πριν χαράξη, και συγχρόνως μας ειδοποίησαν ότι είμεθα τελείως κυκλωμένοι από πολυαρίθμου τουρκικού στρατού… Ο καπετάν Ρέμπελος εκάλεσε τότε ιδιαιτέρως μερικούς από τους πρώην υπαξιωματικούς και μας είπεν ότι η επιχείρηση αυτή δεν είναι έξοδος, αλλά θυσία.
»Είμεθα όμως αναγκασμένοι να την κάμωμεν, προσέθεσε, δια να αποσπάσωμεν την προσοχήν του τουρκικού στρατού, ούτως ώστε το κύριον σώμα να κατορθώσει να διαφύγει από άλλο μέρος του χωρίου, όπου η πολιορκία ήθελε χαλαρωθεί. .. Η θέσις μας ήτο κρίσιμος, αλλά κατορθώσαμεν εκείνο το οποίον προέβλεψε, επεδίωξεν ο καπετάν Ρέμπελος, δηλαδή να περισπάσωμεν την προσοχήν του στρατού, ούτως ώστε να δοθεί διέξοδος εις το κύριον σώμα… Πρώτος έπεσεν ο νεαρός Καπετανάκης, αντάρτης καταγόμενος από το Χέλι (σ.σ.: Αραχναίο Αργολίδας). Επειδή έπεσε πλησίον μου, ηθέλησα να του δώσω βοήθειαν. Δυστυχώς είχε πληγωθεί εις την κοιλίαν και εξέπνεε… Εφονεύθησαν πέντε και επληγώθησαν εξ. Την αυτήν στιγμήν επληγώθη και ο καπετάν Ρέμπελος, εις την πτέρναν του δεξιού ποδός, καθώς και ο αντάρτης Κέντρος…»
Εκείνες τις ώρες, ο Κρητικός Μακεδονομάχος Γεώργιος Δικώνυμος, γνωστός με το προσωνύμιο Μακρής (σωστή ορθογραφία Μακρύς, λόγω αναστήματος), βρισκόταν κοντά στο Λέχοβο. Μόλις τού έφτασε το μαντάτο, έσπευσε σε βοήθεια του Καλομενόπουλου, συγκεντρώνοντας στο δρόμο μέρος από το δικό του σώμα που είχε διαφύγει. Αλλά, δυστυχώς, ήταν πλέον αργά. Ήταν πρωί του Πάσχα, όταν σε ένα από τα λημέρια του, που βρισκόταν στους πρόποδες του όρους Βίτσι απέναντι από την Μπελκαμένη, βρήκε τον πληγωμένο καπετάν Ρέμπελο, τον Τσίτουρα και τους υπόλοιπους από το σώμα, που είχαν διαφύγει. Αφού οι πληγωμένοι ανέκτησαν όπως-όπως τις δυνάμεις τους, ενώθηκαν σε ένα σώμα μαζί του και κάνοντας μια σύντομη εξόρμηση στην περιοχή, συγκρούστηκαν με ένα τοπικό εξαρχικό σώμα, από το οποίο σκότωσαν έξι άντρες.
Ακολούθως, ο καπετάν Ρέμπελος, με τους 60 άνδρες που είχαν απομείνει από το αρχικό σώμα του καπετάν Νίδα, στις 19 Απριλίου συναντήθηκαν με μια ομάδα 90 κομιτατζήδων, που είχαν το λημέρι τους πάνω από το εξαρχικό χωριό Λάγενι (σήμερα Τριανταφυλλιά). Χωρίς να δειλιάσουν, παρότι λιγότεροι, τους χτύπησαν στο ψαχνό, με αποτέλεσμα οι Βούλγαροι να τραπούν σε άτακτη φυγή, προσπαθώντας να κρυφτούν στα σπίτια του χωριού.
Το πέσιμο της νύχτας τους γλίτωσε από πανωλεθρία. Αν και οι 17 κομιτατζήδες που σκοτώθηκαν δεν ήσαν και λίγοι… Από το σώμα που διηύθυνε, αν και τραυματίας ο Ρέμπελος, δεν υπήρξε απώλεια. Στη συνέχεια, ακολουθώντας τις εντολές του Κέντρου Μοναστηρίου, ο Ρέμπελος και ο Τσίτουρας μετακινήθηκαν προς το Μορίχοβο, όπου τους περίμενε ο Μοριχοβίτης καπετάν Αντώνης Ζώης, ο οποίος αναγνώρισε αμέσως ως αρχηγό τον καπετάν Ρέμπελο. Μαζί συνέχισαν τη δράση τους στο Μορίχοβο.
Το ελληνικό Μορίχοβο
Το Μορίχοβο είναι ορεινή ιστορική περιοχή της αρχαίας Παιονίας, στην βορειοδυτική πλευρά του Βόρα. Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα οι κομιτατζήδες πυρπόλησαν 100 χωριά με σκοπό να κάμψουν το φρόνημα των Ελλήνων κατοίκων. Κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, τον Οκτώβριο του 1912, το εθελοντικό σώμα του Μακεδονομάχου Αντώνιου Ζώη απελευθέρωσε το Μορίχοβο από τους Τούρκους και ύψωσε την Ελληνική σημαία, εν ονόματι του Βασιλέως Γεωργίου.
Τελικά μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, η περιοχή πέρασε στο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, ως αντάλλαγμα για τα χωριά ανατολικά της Φλώρινας, που είχαν καταλάβει οι Σέρβοι. Η ανταλλαγή κρίθηκε σκόπιμη για να… εξορθολογιστεί η χάραξη της Ελληνοσερβικής μεθορίου… Έτσι, το ηρωικό Μορίχοβο βρίσκεται πλέον εντεύθεν των βορείων συνόρων. Πάντως, “εις μνήμην” υπάρχει πλατεία στα Λαδάδικα, με το όνομα “πλατεία Μοριχόβου”.
Ο Ρέμπελος στο Μορίχοβο
Στις 20 Απριλίου, Τρίτη του Πάσχα, το σώμα του Ρέμπελου πήρε τον δρόμο για το Μορίχοβο, όπου έφτασε μετά από πορεία δύο ημερών. Πρώτος στόχος το χωριό Τέτισκα, βουλγαρικό προπύργιο, όπου βρισκόταν ισχυρή φρουρά με σκοπό να τρομοκρατεί τους Έλληνες της περιοχής. Χωρίς καθυστέρηση οι Έλληνες αντάρτες τους χτύπησαν, εξολοθρεύοντάς τους μέχρις ενός! Το ελληνικό σώμα είχε έναν νεκρό.
Στο Μορίχοβο ο καπετάν Ρέμπελος, εκτός από τον Αντώνη Ζώη, συνάντησε και τους Κρητικούς αρχηγούς Ιωάννη Καραβίτη και Παναγιώτη Φιωτάκη και ανέλαβαν από κοινού δράση. Έτσι, στις 26 Ιουνίου 1905, καθώς έμπαινε στο χωριό Μπίρνικ δέχτηκε ξαφνικά πυρά από ομάδα κομιτατζήδων, που του είχανε στήσει καρτέρι. Η αντίδρασή του ήταν αστραπιαία. Αφού ανταπεξήλθε χωρίς απώλειες στον αιφνιδιασμό, αντεπετέθη με αποτέλεσμα να χάσει το εξαρχικό σώμα, που είχε προηγουμένως δολοφονήσει ελληνόφρονες χωρικούς, έντεκα άντρες.
Τέσσερις μέρες μετά, στις 30 Ιουνίου, δηλαδή, πληροφορήθηκε ότι στο χωριό Πεταλίνα είχε καταφθάσει ο αρχικομιτατζής της περιοχής Δήμκο, με σκοπό την δολοφονία κατοίκων που αντιστέκονταν στο κομιτάτο. Κινήθηκε ταχύτατα προς τα ‘κει και χτύπησε ανελέητα τον εχθρό, πριν να προλάβει να ολοκληρώσει ό,τι σχεδίαζε. Ακολούθησε καταδίωξη των κομιτατζήδων, που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του Δήμκο και άλλων δύο ανδρών του. Ο θάνατος του αρχικομιτατζή έπεσε βαρύς στους συντρόφους του, οι οποίοι στις 5 Ιουλίου συγκέντρωσαν ισχυρή δύναμη με σκοπό να χτυπήσουν αφ’ ενός την Πεταλίνα και αφ’ ετέρου την Γραδέσνιτσα, που εθεωρείτο ελληνικό προπύργιο.
Οι κινούμενοι προς την Πεταλίνα κομιτατζήδες ξέσπασαν, κατ’ αρχάς σε έναν καταυλισμό Σαρακατσαναίων, στα Καλύβια Σουλτογιάννη, καίγοντας τις καλύβες τριάντα οικογενειών και κλέβοντας όσα πρόβατα του τσελιγκάτου μπόρεσαν. Πλησιάζοντας όμως στην Πεταλίνα έπεσαν επάνω σε αντάρτες του Ρέμπελου, με επικεφαλής τον σκληροτράχηλο Παναγιώτη Φιωτάκη, που τους τσάκισαν.
Δυστυχώς, η μικρή αριθμητική δύναμη του σώματος που ηγείτο ο Ρέμπελος δεν μπορούσε να βρίσκεται παντού. Έτσι, η ομάδα των κομιτατζήδων που κατευθύνθηκε προς την Γραδέσνιτσα δεν συνάντησε αντίσταση, με αποτέλεσμα να πληρώσει το χωριό βαρύ φόρο αίματος και καταστροφών. Η Ιστορία έχει καταγράψει τα ονόματα των θυμάτων εκείνης της ημέρας. Ήσαν οι χωρικοί Τραϊανός Πέτκου, Μήτρος Κράιος και Στώικος Γιοβάν, μαζί με τον παπά του χωριού, τον παπά Δημήτρη, που τον κάρφωσε με μανία στον λαιμό με ξιφολόγχη κάποιος βουλγαρόπαπας από το Πόζαρ, ο παπά Γκιούρος.
Αυτή η αριθμητική υστέρηση των ελληνικών σωμάτων της περιοχής περιγράφεται χαρακτηριστικά σε έγγραφο της 16ης Ιουλίου 1905, από το Ελληνικό Προξενείο Μοναστηρίου, όπου ο υποπρόξενος Φίλιππος Κοντογούρης αναφέρει πως «η μικρή αριθμητικά δύναμις του σώματος Ρέμπελου, έναντι της μεγάλης εκτάσεως της περιοχής που έπρεπε να προστατεύη, το ανάγκαζαν να σπεύδη από το ένα άκρο στο άλλο και για να προλαβαίνει ο Ρέμπελος το διαίρεσε σε ακόμη μικρότερες ομάδες».
“Γεια σου Ρέμπελε αητέ”
Από τις πενιχρές πηγές που έχουμε στην διάθεσή μας δεν προκύπτουν, δυστυχώς συγκεκριμένα στοιχεία για την εν συνεχεία παρουσία του Χρήστου Τσολακόπουλου – Καπετάν Ρέμπελου στην περιοχή του Μοριχόβου. Το σίγουρο είναι πως για ένα κρίσιμο χρονικό διάστημα είχε απομακρυνθεί από την περιοχή. Η επιστολή του προξένου Νικολάου Ξυδάκη από το Μοναστήρι γεννά την βάσιμη υποψία ότι για κάποιους λόγους ο Επιδαύριος οπλαρχηγός βρισκόταν εκών – άκων μακριά από το Μορίχοβο.
Γράφει χαρακτηριστικά στις 10 Μαρτίου 1906, ο Νικόλαος Ξυδάκης: «…ένεκα του ολιγαρίθμου των σωμάτων στην βόρεια περιφέρεια και της αποσυνθέσεως στην οποία βρίσκονται, επιβάλλεται να φτάση στο Μορίχοβο ο Ρέμπελος με ισχυρότατο σώμα. Η πείρα την οποία απέκτησε, πικρότατη, μάλιστα, πολλές φορές, μας απαλλάσσει από εξηγήσεις και οδηγίες για το πώς πρέπει να οργανωθεί το σώμα του».
Εδώ ολοκληρώνονται τα βιβλιογραφικά στοιχεία για την δράση του Χρήστου Τσολακόπουλου στον Μακεδονικό Αγώνα. Προφανώς, μια εμπεριστατωμένη έρευνα στα αρχεία του Προξενείου Μοναστηρίου της εποχής, θα μπορούσαν να την φωτίσουν περαιτέρω. Δυστυχώς, η συνεχής συμμετοχή του στους επακολουθήσαντες πολέμους, καθώς και η βαρύτατη νόσηση του, που τον οδήγησε στον θάνατο, δεν του έδωσαν τη δυνατότητα να αφήσει καταγραφές της δράσης του. Όμως, η μούσα πρόλαβε να τον τραγουδήσει:
Το τραγούδι του καπετάν Ρέμπελου
Λεβεντιά καμαρωτή,
μέσα στα βουνά, στα δάση,
Που προβάλλεις με σπαθί,
την Πατρίδα να δοξάσεις.
Φεύγουν οι εχθροί μας, παν,
κάθε βούλγαρος αντάρτης,
φεύγουν, πίσω δεν κοιτάν,
ποιός θε να σταθεί μπροστά της;
Γεια σου, Ρέμπελε αητέ,
Ρέμπελε χρυσέ λεβέντη,
με ντουφέκι, με σπαθί,
ποιος το είδε τέτοιο γλέντι;
Τα μετά την Μακεδονία
Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912–13 πολέμησε ως αξιωματικός στο 8ο Σύνταγμα Πεζικού και τραυματίστηκε στην πολιορκία των Ιωαννίνων. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στη Μάχη Κιλκίς-Λαχανά στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο. Υπηρετώντας ως βοηθός του διοικητή του συντάγματος, συνταγματάρχη Καμπάνη, απέκρυψε τον θάνατο του Συνταγματάρχη από τα στρατεύματα και ανέλαβε τη διοίκηση μέχρι το τέλος της μάχης. Το 1917-1918 υπηρέτησε ως διοικητής του 35ου Συντάγματος Πεζικού στον τομέα του Στρυμόνα, του Μακεδονικού μετώπου. Το 1919 συμμετείχε με το σύνταγμά του στην συμμαχική επέμβαση στην Οδησσό, υπέρ των “Λευκών” Ρώσων.
Αποστρατεύθηκε λόγω σοβαρού προβλήματος υγείας το 1920 με τον βαθμό του συνταγματάρχη. Κατά την αποστρατεία του, συνάδελφοί του έστησαν μια μοναδική γιορτή στον πευκώνα, μπροστά από το Στρατηγείο της Θεσσαλονίκης, όπου η μουσική της φρουράς παιάνιζε, κατά την είσοδό του στον χώρο τής γιορτής, το “Τραγούδι του Ρέμπελου”. Πέθανε στο Ναύπλιο στις 10 Φεβρουαρίου του 1923. Με τον θάνατό του το 1923, η ελληνική κυβέρνηση τον προήγαγε στο βαθμό του υποστρατήγου.
Αργολιδείς Μακεδονομάχοι
Ο πιο φημισμένος Μακεδονομάχος, από την Αργολίδα, ήταν ο εθνομάρτυρας καπετάν Τέλλος Άγρας (Σαράντος Αγαπηνός), γεννημένος στο Ναύπλιο, στο οποίο υπηρετούσε τότε ως Εφέτης, ο εκ Γαργαλιάνων της Μεσσηνίας πατέρας του Ανδρέας. Στο Ναύπλιο τελείωσε το Γυμνάσιο και από ‘κει εισήχθη στην Σχολή Ευελπίδων. Περισσότερα γι’ αυτόν θα βρείτε στα “Μυστικά του βάλτου” της Πηνελόπης Δέλτα και στην επίσημη ιστορία.
Επίσης στον Μακεδονικό Αγώνα καταγράφονται ως ομαδάρχες οι Αναπλιώτες Δ. Ζερβογιάννης (επιλοχίας) και Κ. Ζυγουράκης καθώς και ο αντάρτης Ιωακείμ Σμυρνιώτης εξ Άργους. Τα στοιχεία έχουν ως πηγή το βιβλίο του Παύλου Γύπαρη “Οι πρωτοπόροι του Μακεδονικού Αγώνος 1903 – 1909”. Οι τόποι καταγωγής πρέπει να είναι κατά προσέγγιση, καθώς για παράδειγμα, ο Νικόλαος Καπετανάκης, που σκοτώθηκε στην Μπελκαμένη, αναφέρεται ως Αργείος, ενώ ήταν από το ορεινό Χέλι (Αραχναίο) της Αργολίδας.