Κριμαϊκός Πόλεμος: Τα αίτια και οι γεωπολιτικές επιπτώσεις
08/12/2021Ο Κριμαϊκός Πόλεμος είναι αρκετά παραγνωρισμένος, ειδικά από την ελληνική ιστοριογραφία, παρά το γεγονός ότι οι συνέπειες του υπήρξαν καταλυτικές για την Ελλάδα, όχι μόνο την εποχή εκείνη, αλλά σε βάθος χρόνου και, τολμούμε να πούμε, έως σήμερα. Κάθε πόλεμος χρειάζεται αιτίες και αφορμές για να ξεσπάσει.
Όσον αφορά τον Κριμαϊκό Πόλεμο οι αφορμές ήταν θρησκευτικές, οι αιτίες όμως, όπως πάντα άλλωστε, βαθιά πολιτικές και για την ακρίβεια, στην προκειμένη περίπτωση, γεωπολιτικές. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος, είχε κυριότερο αίτιο τη βαθύτερη επιθυμία της Ρωσίας να διαλύσει την ετοιμόρροπη Οθωμανική Αυτοκρατορία και να επεκτείνει την επιρροή της στα ορθόδοξα Βαλκάνια.
Απέναντί της όμως η Ρωσία βρήκε τη Βρετανία και τη Γαλλία, οι οποίες, για δικούς τους λόγους, δεν επιθυμούσαν τον οριστικό θάνατο του “μεγάλου ασθενούς”, αλλά κυρίως δεν επιθυμούσαν την ισχυροποίηση της Ρωσίας. Η βρετανική πολιτική βασιζόταν στην αρχή της ευρωπαϊκής ισορροπίας. Σύμφωνα με την αρχή αυτή καμία ευρωπαϊκή δύναμη δεν έπρεπε να αφεθεί να κυριαρχήσει στον ευρωπαϊκό ζωτικό χώρο. Στην περίπτωση του Κριμαϊκού ο έλεγχος των Στενών των Δαρδανελίων ήταν ένας ακόμα βασικός λόγος να στραφούν Βρετανία και Γαλλία κατά της Ρωσίας.
Οι δύο ισχυρότερες, εκείνη την εποχή, ευρωπαϊκές δυνάμεις, προτιμούσαν να έχουν απέναντί τους την ανίσχυρη Οθωμανική Αυτοκρατορία από την αναδυόμενη Ρωσία. Έτσι ξέσπασε ένας πόλεμος που χαρακτηρίστηκε “ανίερος” –λες και υπάρχουν ηθικοί πόλεμοι– ειδικά στην Ελλάδα, όπου ποτέ η λογική δεν κατόρθωσε, εις βάρος των εθνικών της ζητημάτων, να υπερκεράσει το συναίσθημα.
Σε μια Ελλάδα όπου ακόμα τα αγγλικό, γαλλικό και ρωσικό κόμμα κυβερνούσαν και ο βασιλιάς Όθων προσπαθούσε να ισορροπήσει την επιρροή των τριών “προστάτιδων” δυνάμεων, ο Κριμαϊκός Πόλεμος αποτέλεσε έκρηξη παραλογισμού, την απόλυτη νίκη του συναισθήματος επί της λογικής. Έτσι οι Έλληνες, παρασυρμένοι από το “ομόδοξον”, βρέθηκαν στην πλευρά των ηττημένων και μάλιστα έχοντας υποστεί τρομακτικές βλάβες, χωρίς καν να πολεμήσουν. Όσον αφορά τον διεθνή του αντίκτυπο, ο Κριμαϊκός Πόλεμος έδωσε παράταση ζωής 25 περίπου, ετών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όσον αφορά την κατοχή της Βόρειας Βαλκανικής, αλλά και κατέδειξε τη ρωσική στρατιωτική αδυναμία.
Ο Ρωσικός Στρατός, ο μεγαλύτερος της Ευρώπης, δεν κατόρθωσε να επικρατήσει των μικρών, επαγγελματικών όμως, εκστρατευτικών σωμάτων Βρετανίας και Γαλλίας και ταπεινώθηκε εντός του ίδιου του ρωσικού εδάφους. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος ήταν επίσης ένα τεράστιο πολιτικό λάθος της τσαρικής Ρωσίας, η ηγεσία της οποίας δεν κατόρθωσε να αναγνώσει με ακρίβεια τα εξ Εσπερίας πολιτικά μηνύματα και προχώρησε σε μια περιπέτεια, από την οποία δεν μπορούσε να εξέλθει νικήτρια.
Λάθος της Ρωσίας
Η απόφαση για τον πόλεμο αποτελούσε εσφαλμένο υπολογισμό του ρωσικού ανακτοβουλίου. Το ότι δεν στοίχισε στη χώρα όπως ο Ρωσοϊαπωνικός Πόλεμος του 1904-05, οφείλεται στην αύξηση του γερμανικού κινδύνου στην Ευρώπη. Έτσι όταν η Ρωσία ξαναδοκίμασε την τύχη της, επιτυχώς αυτή τη φορά, στα Βαλκάνια το 1876-77, Βρετανία και Γαλλία αδιαφόρησαν, καθώς είχαν μεσολαβήσει σοβαρότερες εξελίξεις στην Ευρώπη (Πόλεμος Αυστρίας-Πρωσίας, Γαλλοπρωσικός Πόλεμος και ίδρυση Γερμανικής Αυτοκρατορίας). Σημαντική, τέλος, συνέπεια του Κριμαϊκού Πολέμου ήταν και η γέννηση και η άνδρωση του Πανσλαβισμού.
Η διαμάχη που οδήγησε στην έκρηξη του Κριμαϊκού Πολέμου, ξεκίνησε το 1848 στους Αγίους Τόπους. Το 1847 ξέσπασε σύγκρουση σχετικά με τον έλεγχο της εκκλησίας της Γεννήσεως, στη Βηθλεέμ. Εκείνη την εποχή μόνο οι ορθόδοξοι και οι προ-χαλκηδώνιοι Αρμένιοι είχαν τα κλειδιά του ναού, παραχωρώντας κατά το δοκούν το δικαίωμα χρήσης στους καθολικούς. Κάποια στιγμή εκλάπη από το ναό ένα ασημένιο αστέρι, προσφορά των καθολικών. Το γεγονός ενέτεινε τη σύγκρουση μεταξύ των διαφορετικών δογμάτων, η οποία όμως είχε ουσιαστικά ξεκινήσει από το 1845, όταν, για πρώτη φορά από το 1291, ο πάπας Πίος Θ’, έστειλε ρωμαιοκαθολικό πατριάρχη στην Ιερουσαλήμ.
Σταδιακά η διαμάχη των δογμάτων εξελίχθηκε σε πολιτική, με τη Γαλλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, το Πεδεμόντιο, το Βασίλειο της Νεαπόλεως και το Βέλγιο, να ασκούν διπλωματικές πιέσεις στους Οθωμανούς, υπέρ των ρωμαιοκαθολικών, στους Αγίους Τόπους. Η Γαλλία ειδικά, ανέλαβε τον ρόλο του προστάτη των ρωμαιοκαθολικών. Χάρη στην υποστήριξή της, ο πάπας ζήτησε πλέον να έχει έλεγχο και στον ναό του Παναγίου Τάφου και στον τάφο της Παναγίας, στη Γεσθημανή.
Τουρκικές προσπάθειες επίλυσης
Οι Τούρκοι αρχικά επέδειξαν ελάχιστο ενδιαφέρον για τις διαμάχες των “απίστων”, παρακολουθώντας τις με ευχαρίστηση. Όταν όμως η κατάσταση άρχισε να εκφεύγει συγκάλεσαν, στην Ιερουσαλήμ, το 1851, σύσκεψη εκπροσώπων των τριών χριστιανικών δογμάτων, η οποία όμως δεν κατέληξε πουθενά. Συγκάλεσαν κατόπιν σύνοδο μουσουλμάνων ιεροδιδασκάλων, το 1852, οι οποίοι μελετώντας τα οθωμανικά φιρμάνια, επιχείρησαν να δημιουργήσουν νομικό πλαίσιο. Και αυτή η προσπάθεια όμως δεν απέδωσε, λόγω της άρνησης των χριστιανών να αποδεχτούν ρυθμίσεις που η μια πλευρά υποστήριζε ότι εξυπηρετούν την άλλη. Ειδικά η απόφαση των Τούρκων να δώσουν κλειδιά του ναού της Γεννήσεως και στους ρωμαιοκαθολικούς, προκάλεσε την έντονη αντίδραση των ορθοδόξων.
Έτσι οι Τούρκοι άφησαν τα πράγματα να εξελιχθούν, θεωρώντας ότι με την πάροδο του χρόνου τη διαμάχη θα καταλάγιαζε. Συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Η εμπλοκή των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων έχει να κάνει με το γενικότερο γεωστρατηγικό πλαίσιο που είχε διαμορφωθεί στην Ευρώπη στα μέσα του 19ου αιώνα. Το 1848 ήταν έτος κρίσης για όλες, σχεδόν, τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Στη Γαλλία ξέσπασε αντιμοναρχική επανάσταση που οδήγησε στην οριστική έξωση των Βουρβόνων, με τον βασιλιά Λουδοβίκο-Φίλιππο να καταφεύγει στη Βρετανία. Τον αντικατέστησε, ως πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Λουδοβίκος Ναπολέων, ανεψιός του Μεγάλου Ναπολέοντος, ο οποίος, το 1852, έγινε αυτοκράτορας με το όνομα Ναπολέων Γ’.
Η εμπλοκή της Γαλλίας στους Αγίους Τόπους ήταν δική του ιδέα, η οποία είχε να κάνει με τη συσπείρωση, στο πρόσωπό του, των πιστών καθολικών Γάλλων, αλλά κυρίως είχε να κάνει με τη διπλωματική προσπάθεια του Ναπολέοντα Γ’ να αλλάξει το ευρωπαϊκό status quo, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί, μετά την ήττα του θείου του στο Βατερλώ, το 1815. Για μεγάλο διάστημα η Γαλλία έφερε το στίγμα των Ναπολεόντειων Πολέμων.
Η Βρετανία, που ήταν η μόνη ευρωπαϊκή δύναμη που δεν δοκιμάστηκε από τον επαναστατικό πυρετό του 1848, δεν είδε με καλό μάτι τις εξελίξεις στη Γαλλία. Η αναγέννηση της Γαλλίας υπό έναν νέο Ναπολέοντα, ξύπνησε αντιβοναπαρτικά αισθήματα, σε τέτοιο βαθμό που υπήρχε ακόμα και η σκέψη κήρυξης πολέμου κατά της Γαλλίας. Τελικά όμως η Ρωσία αποδείχτηκε πιο επικίνδυνη για τα βρετανικά συμφέροντα.
Η σύγκρουση Βρετανίας-Ρωσίας ήταν αρχικά εμπορικής φύσεως. Οι δύο δυνάμεις έριζαν μεταξύ τους, συγκρουόμενες εμπορικά από τη, ρωσική τότε, Αλάσκα μέχρι τον Ειρηνικό και από τη Βαλτική μέχρι την Περσία. Η Ρωσία, η οποία επέκτεινε τον έλεγχό της σε μεγάλα τμήματα της Ασίας, αποτελούσε εν δυνάμει απειλή για τη Βρετανία, η οποία κατείχε την Ινδία και είχε εντός της ζώνης επιρροής της το Αφγανιστάν και την Περσία.
Έτσι το τελευταίο που οι Βρετανοί επιθυμούσαν ήταν η περαιτέρω ισχυροποίηση της Ρωσίας. Κάθε, κατά συνέπεια, ρωσική απόπειρα εκμετάλλευσης της αδυναμίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θεωρείτο σοβαρή απειλή για τη Βρετανία. Οι Βρετανοί, ειδικά, δεν θα επέτρεπαν ποτέ στους Ρώσους να κυριαρχήσουν στα στενά των Δαρδανελίων και στην Περσία. Η Ρωσία ήταν η μεγαλύτερη σε έκταση και πληθυσμό ευρωπαϊκή δύναμη. Ωστόσο ήταν οικονομικά καθυστερημένη και διατηρούσε πάντα το καθεστώς της δουλοπαροικίας. Στην περίοδο από τη λήξη των Ναπολεόντειων Πολέμων μέχρι την έναρξη του Κριμαϊκού, η Ρωσία βρέθηκε αντιμέτωπη με σοβαρές εσωτερικές περιπλοκές.
Ρωσική αλαζονεία
Ο τσάρος Νικόλας Α’, ο οποίος ανέβηκε στον θρόνο το 1825, χρειάστηκε εξαρχής, να καταστείλει, με ιδιαίτερη σκληρότητα, τη στάση αξιωματικών του, οι οποίοι απλώς ζητούσαν μεταρρυθμίσεις (Επανάσταση Δεκεμβριστών). Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίστηκαν εξεγέρσεις στην Πολωνία, στο εσωτερικό της Ρωσίας και στις μουσουλμανικές περιοχές του σημερινού Καζακστάν και της σημερινής Τσετσενίας.
Στα τέλη του 1852 ο τσάρος Νικόλαος Α’ αποφάσισε να κλιμακώσει τις πιέσεις του κατά των Τούρκων, στο ζήτημα των Αγίων Τόπων, εμφανίζοντας τη Ρωσία, ως προστάτιδα δύναμη των ορθοδόξων. Βασικές αφορμές της ρωσικής πίεσης προς τους Τούρκους ήταν η παράδοση από αυτούς των κλειδιών του ναού της Γεννήσεως στους ρωμαιοκαθολικούς, αλλά και το ξέσπασμα επανάστασης των Μαυροβούνιων κατά της οθωμανικής διοίκησης.
Οι αιτία ωστόσο ήταν άλλη. Η Ρωσία δεν χάρηκε καθόλου με την ανάδειξη του Ναπολέοντα Γ’ σε αυτοκράτορα, γεγονός που σηματοδοτούσε την αναβάθμιση της Γαλλίας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Επίσης δεν ανεχόταν τη βρετανική πρωτοκαθεδρία. Σαν να μην έφταναν αυτά έφτασε στη Ρωσία έκκληση του Οικουμενικού Πατριάρχη, με την οποία το Φανάρι ζητούσε από τον τσάρο να προστατεύσει την ορθοδοξία. Ήταν ένα θανάσιμο λάθος.
Μετά από την πατριαρχική έκκληση ο τσάρος αποφάσισε ότι είχε έρθει η στιγμή να πραγματοποιήσει το προαιώνιο ρωσικό όνειρο, να διαλύσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία και να φέρει τη Ρωσία στις “θερμές” θάλασσες. Έτσι ο Νικόλαος ανέπτυξε μεγάλη διπλωματική προσπάθεια. Σε πρώτο χρόνο αποφάσισε να αποστείλει στην Κωνσταντινούπολη τον πρίγκιπα Αλεξάντρ Μέντσικοφ, με σκοπό να πιέσει ασφυκτικά τους Τούρκους.
Ο ακατάλληλος άνθρωπος
Ο Μέντσικοφ όμως δεν διακρίνονταν για τις διπλωματικές του ικανότητες και ήταν ο ιδανικός άνθρωπος για να προκαλέσει κρίση. Οι εντολές που έλαβε ο Μέντσικοφ ήταν σαφείς. Όφειλε να πιέσει τους Τούρκους να επιβεβαιώσουν όλα τα παλαιά προνόμια στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και να επιτρέψουν την ανέγερση νέου ναού και νοσοκομείου-πανδοχείου, υπό την επίβλεψη του ρωσικού προξενείου.
Αυτόν ήταν το έλασσον αίτημα και αποσκοπούσε στην ταπείνωση του σουλτάνου, αλλά και του Ναπολέοντα Γ’ της Γαλλίας, που εμφανιζόταν ως προστάτης των οαθολικών. Το μείζον αίτημα ήταν άλλο. Η Ρωσία απαιτούσε από τον σουλτάνο να την αναγνωρίσει, επισήμως, ως προστάτιδα δύναμη των ορθοδόξων χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το αίτημα αυτό, αν γινόταν δεκτό, θα επέτρεπε στη Ρωσία να επεμβαίνει, κατά το δοκούν, στα εσωτερικά του οθωμανικού κράτους.
Κατά συνέπεια το αίτημα αυτό δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό. Ο τσάρος Νικόλαος, πάντως, για να ισχυροποιήσει τη διαπραγματευτική του θέση, διέταξε την κινητοποίηση δύο σωμάτων στρατού στην Οδησσό, με σκοπό την εισβολή στα οθωμανικά εδάφη και την προέλαση, ενδεχομένως, μέχρι την Κωνσταντινούπολη, πριν οι Γάλλοι και ειδικά οι Βρετανοί, προλάβουν να αντιδράσουν.
Ο τσάρος όμως δεν ενημέρωσε για τα σχέδιά του τη ρωσική στρατιωτική ηγεσία, η οποία, προφανώς, θα του έλεγε ότι απαιτούνται μεγαλύτερες των δύο σωμάτων στρατού δυνάμεις για να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Ο τσάρος είχε στο μυαλό του έναν “πολιτικό” πόλεμο, όντας σίγουρος πως θα τον κέρδιζε χωρίς σοβαρή εμπλοκή των στρατιωτικών του δυνάμεων. Πίστευε ότι δεν χρειάζονταν μεγαλύτερες δυνάμεις γιατί θα έπειθε τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις να συμμετάσχουν στον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με αντάλλαγμα την παραχώρηση οθωμανικών εδαφών σε αυτές.
Το καταστροφικό για την Ελλάδα σχέδιο
Το σχέδιο διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που επεξεργάστηκε ο Νικόλαος Α’, το οποίο αν εφαρμόζονταν τελικά, θα είχε καταστροφικές συνέπειες για τον Ελληνισμό, προέβλεπε την κατάληψη από τη Ρωσία της Μολδαβίας, μέρους της Βλαχίας και της βόρειας Βουλγαρίας, την ανεξαρτητοποίηση της Σερβίας και της υπόλοιπης Βουλγαρίας, την παράδοση στην Αυστρία της ελληνικής Ηπείρου και της δυτικής Μακεδονίας, μέχρι τη Θεσσαλονίκη, την παράδοση της Αιγύπτου, της Κύπρου και της Ρόδου στους Βρετανούς και την παράδοση της Κρήτης και των ελληνικών νησιών που δεν ανήκαν στο Βασίλειο της Ελλάδος, στη Γαλλία.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα περιορίζονταν στα ασιατικά της εδάφη. Είναι εμφανές ότι αν ποτέ το σχέδιο εφαρμοζόταν η Ελλάδα πολύ δύσκολα θα είχε τη μορφή που έχει σήμερα. Το σχέδιο αυτό, πάντως, ούτως ή άλλως απορρίφθηκε από τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, καθώς η Ρωσία θα κυριαρχούσε στα Βαλκάνια, μέσω των δύο δορυφόρων κρατών που θα ιδρύονταν και θα ήλεγχε και τα Στενά. Η αποστολή Μέντσικοφ κατέληξε σε αποτυχία, καθώς ο Ρώσος απεσταλμένος έθεσε στους Τούρκους όρους που θα τους έφερναν σε ευθεία σύγκρουση με τη Γαλλία και ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτοί. Άλλωστε ο Μέντσικοφ δεν είχε πάει στην Κωνσταντινούπολη για να διαπραγματευτεί, αλλά για να επιβάλει τους ρωσικούς όρους.
Το σχέδιο που κατέθεσε στους Τούρκους δεν ήταν διαπραγματεύσιμο. Οι Τούρκοι όφειλαν, απλώς, να το αποδεχθούν, κάτι που τελικά δεν συνέβη. Το σουλτανικό συμβούλιο απέρριψε το σχέδιο Μέντσικοφ, έχοντας συνεννοηθεί με Βρετανούς και Γάλλους και έχοντας εξασφαλίσει τη διπλωματική, κατ’ αρχήν, υποστήριξη των δύο αυτών δυνάμεων. Ο Μέντσικοφ ζήτησε οδηγίες από τον Τσάρο. Η μόνη διαταγή όμως που έλαβε ήταν να επαναφέρει, πιεστικά και απειλητικά, το ρωσικό σχέδιο ενώπιον της τουρκικής ηγεσίας.
Οι Τούρκοι αποδέχτηκαν τον πρώτο όρο του ρωσικού αιτήματος και επετεύχθη ένας συμβιβασμός αποδεκτός και από τους Ρώσους και από τους Γάλλους. Οι καθολικοί δεν είχαν καμία κυριαρχία στο ναό του Τάφου της Παναγίας. Θα μπορούσαν μόνο να τελέσουν μια ακολουθία, καθημερινά, εκεί, διάρκειας 90 λεπτών και αυτή μετά την τέλεση της ορθόδοξης και της αρμενικής ακολουθίας.
Οι Τούρκοι θα επισκεύαζαν αυτοί τον ναό του Παναγίου Τάφου, υπό την εποπτεία του ορθοδόξου κλήρου. Ουσιαστικά με τις παραχωρήσεις αυτές οι Τούρκοι έκλειναν το ζήτημα που είχε προκύψει μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών σχετικά με τα άγια προσκυνήματα, υπέρ των ορθοδόξων και της Ρωσίας. Ωστόσο, η όλη διαμάχη είχε εκφύγει από το θρησκευτικό πλαίσιο.
Στις 5 Μαΐου 1853 ο Μέντσικοφ έθεσε στους Τούρκους ένα τελεσίγραφο, βάσει του οποίου είχαν πέντε ημέρες καιρό για να αποδεχθούν τη ρωσική «προστασία» επί των ορθοδόξων υπηκόων τους. Οι Τούρκοι απάντησαν εκδίδοντας φιρμάνι με το οποίο επιβεβαίωναν τα προνόμια των ορθόδοξων Πατριαρχείων που υπήρχαν στην επικράτειά τους, της Κωνσταντινούπολης, της Αντιόχειας και των Ιεροσολύμων.
Ωστόσο η παραχώρηση αυτή δεν ήταν αρκετή για τη Ρωσία. Ο Μέντσικοφ απέρριψε τις τουρκικές αντιπροτάσεις και ενημέρωσε, σχετικά, τον τσάρο. Στις 21 Μαΐου ο Μέτσικοφ αποχώρησε από την Πόλη, μαζί με όλο το προσωπικό της ρωσικής πρεσβείας. Οι δύο χώρες δεν είχαν πλέον διπλωματικές σχέσεις. Η μη αποδοχή των όρων του εξόργισε τον τσάρο, ο οποίος απείλησε ανοικτά με πόλεμο τους Τούρκους. Οι τελευταίοι απάντησαν ξεκινώντας τις δικές τους πολεμικές προετοιμασίες. Έλαβαν μάλιστα και δάνειο 450.000 στερλινών από τη Βρετανία για τις πολεμικές τους ανάγκες.
Ρωσική αβελτηρία
Ο τσάρος αποφάσισε, τότε, να καταλάβει τη Μολδαβία και τη Βλαχία. Πίστευε πως μια στρατιωτική επίδειξη, στην ουσία, εκεί, θα έπειθε τους Τούρκους. Δεν θέλησε να κινηθεί γενικευμένα κατά των Τούρκων φοβούμενος την αντίδραση Βρετανών και Γάλλων. Στις 2 Ιουλίου 1853 δύο ρωσικά σώματα στρατού, με συνολικά 50.000 άνδρες εισέβαλαν στη Μολδαβία.
Επρόκειτο για το 4ο και το 5ο Σώμα Στρατού (ΣΣ), τα οποία τελούσαν υπό τη διοίκηση του πρίγκιπα Γκόρσακοφ. Ως τις 15 Ιουλίου οι Ρώσοι είχαν προελάσει μέχρι το Βουκουρέστι, στο πριγκιπάτο της Βλαχίας, σχεδόν χωρίς αντίσταση. Εκεί όμως σταμάτησαν, με εντολή του τσάρου, ο οποίος πίστευε ότι θα μπορούσε τελικά να επιβάλει τους όρους του χωρίς μάχη. Στο μεταξύ οι Τούρκοι ενίσχυσαν την άμυνα της Κωνσταντινούπολης.
Στο σημείο αυτό όμως επενέβησαν οι Αυστριακοί, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν περαιτέρω ενίσχυση της Ρωσίας στα Βαλκάνια και ανέλαβαν μεσολαβητικό ρόλο. Ένα σχέδιο συμφωνίας που κατατέθηκε έγινε δεκτό από τους Ρώσους, αλλά όχι και από τους Τούρκους. Η Βρετανία, οι οποία είχε ήδη εκτεθεί, υποστηρίζοντας, από θαλάσσης, την άμυνα της Κωνσταντινούπολης, δεν μπορούσε πλέον να εγκαταλείψει τους Τούρκους στην τύχη τους, χωρίς να χάσει το κύρος της. Εξάλλου οι αιτίες που την εξώθησαν στην υποστήριξη των Τούρκων δεν είχαν εκλείψει.
«Αν εγκαταλείψουμε τους Τούρκους, μετά την απόρριψη από αυτούς της αυστριακής μεσολάβησης, θα τους καταστήσουμε εύκολη λεία για τη Ρωσία και την Αυστρία», έλεγε ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών λόρδος Κλάρεντον. Η κίνηση Βρετανών και Γάλλων να υποστηρίξουν, άνευ όρων ουσιαστικά, τους Τούρκους, χωρίς να έχουν υπογράψει καμία συμφωνία μαζί τους, ήταν διπλωματικά έωλη, καθώς έδινε απόλυτη ελευθερία κινήσεων στους Τούρκους, την οποία και εκμεταλλεύτηκαν κινούμενοι οι ίδιοι κατά της Ρωσίας. Στις 29 Σεπτεμβρίου ο σουλτάνος διέταξε την κινητοποίηση 40.000 εφέδρων.
Παράλληλα οι Τούρκοι εκμεταλλεύτηκαν την προστασία και το διπλωματικό βάρος που τους προσέδιδε η παρουσία των συμμαχικών στόλων στην Κωνσταντινούπολή, στέλνοντας τελεσίγραφο, στις 8 Οκτωβρίου 1853, στους Ρώσους, απειλώντας με πόλεμο αν αυτοί δεν εκκένωναν τη Μολδαβία και τη Βλαχία. Οι Ρώσοι αγνόησαν το τουρκικό τελεσίγραφο και οι Τούρκοι τους κήρυξαν τον πόλεμο στις 4 Οκτωβρίου 1853. Ο πρίγκιπας Γκόρσακοφ, μη έχοντας καμία διαταγή από τον τσάρο, παρατηρούσε απλώς την τουρκική προέλαση.