ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Μικρασιατική Εκστρατεία: Η βρετανική στάση

Μικρασιατική Εκστρατεία: Η βρετανική στάση, Βλάσης Αγτζίδης

Η Βρετανία, ως η μεγάλη κερδισμένη του πολέμου, έχοντας κατοχυρώσει υπέρ αυτής τα πλούσια υπεδάφη της Μοσούλης και του Κιρκούκ, επιζητούσε τη συνεργασία με μια φιλική χώρα που θα προστάτευε με την παρουσία της και τα δικά της συμφέροντα. Και αυτή η χώρα μετά την απόφαση των συμμάχων να θέσουν τέλος στην ύπαρξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν μπορούσε να είναι άλλη από την Ελλάδα. Επιπλέον, τα γεωπολιτικά βρετανικά συμφέροντα εδραζόταν στην εξασφάλιση των Στενών, καθώς και της διώρυγας του Σουέζ για την αδιατάρακτη επικοινωνία με την Ινδία.

Η παρουσία του Λόιντ Τζορτζ στην πρωθυπουργία διευκόλυνε την ελληνοβρετανική συνεργασία. Ο Λόιντ Τζορτζ, που προερχόταν από το Κόμμα των Φιλελευθέρων, ακολούθησε φιλελληνική πολιτική. Δεν ήταν όλοι σύμφωνοι με την πολιτική αυτή. Ειδικά όταν εμφανίστηκε η απόκλιση των γαλλικών συμφερόντων από τα βρετανικά, ο επικεφαλής των Συντηρητικών υποστήριζε ότι η συνεργασία με τη Γαλλία για τη διατήρηση του μεταπολεμικού στάτους κβο στην Ευρώπη είχε προτεραιότητα σε σχέση με τη βρετανική πολιτική που ευνοούσε τα ελληνικά συμφέροντα και τον καλούσε να εγκαταλείψει τις πολεμικές περιπέτειες στη Μέση Ανατολή.

Ο υπουργός Εξωτερικών λόρδος Κώρζον είχε εκφράσει και αυτός τις αντιρρήσεις του στην πολιτική του Λόιντ Τζόρτζ για το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όμως δεν ήταν αντίθετος στις εδαφικές παραχωρήσεις προς την Ελλάδα από τη στιγμή που ο διαμελισμός ήταν δεδομένος (1). Κατά τις συνομιλίες για τη μεταπολεμική ειρήνη που οδήγησαν στη Συνθήκη των Σεβρών, η Βρετανία υποστήριξε τα ελληνικά αιτήματα για τη διεκδίκηση της περιοχής της Σμύρνης, που δεν ήταν αρεστά ούτε από την ιταλική ούτε και από τη γαλλική πλευρά.

Το κλίμα που αντιμετώπιζε ο Βενιζέλος στις διαπραγματεύσεις περιγράφεται από την Πηνελόπη Δέλτα. Ήταν η εποχή που η ποντιακή αντιπροσωπεία τον συνάντησε στο Παρίσι για να του εκφράσει τις αντιρρήσεις της για την υπαγωγή του Πόντου στην Αρμενία: «Βρήκαν τον Βενιζέλο εκνευρισμένο από συζητήσεις και δυσκολίες που συναντούσε με Γάλλους και Ιταλούς και από τα πρώτα λόγια τους αποπήρε και τους είπε: ‘‘Δεν έχει να επανέλθομε σ’ αυτό το ζήτημα. Αποφασίστηκε πια η τύχη του Πόντου και δε θέλω να ξανανοίξω συζήτηση. Αρκετές δυσκολίες μας κάνουν για όλες μας τις εθνικές απαιτήσεις”» (2).

Στη Συνθήκη των Σεβρών ενσωματώθηκαν ρήτρες με βάση τις οποίες οι συμμαχικές χώρες ήταν υποχρεωμένες να επιβάλουν τους όρους στην Τουρκία. Βέβαια η Συνθήκη αυτή, για τη Γαλλία και την Ιταλία που την υπέγραψαν με όχι μεγάλη προθυμία, θεωρήθηκε ως αγγλο-ελληνική επιτυχία, έχοντας κοινή την πεποίθηση ότι τα ελληνικά και βρετανικά συμφέροντα συνέπιπταν (3).

Οι εκλογές του 1920

Το σημείο μιας κάποιας διαφοροποίησης των Βρετανών θα είναι οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του 1920 με τη νίκη των παλιών φιλογερμανικών πολιτικών δυνάμεων και η επαναφορά του Κωνσταντίνου Α΄ στο θρόνο. Παρόλα αυτά, τόσο ο Λόιντ Τζορτζ όσο και ο υπουργός εξωτερικός λόρδος Κώρζον, εμπόδισαν τις άλλες συμμαχικές δυνάμεις να επιβάλλουν άμεσα σκληρά μέτρα κατά την νέας ελληνικής κυβέρνησης. Δηλαδή να διακοπούν οι διπλωματικές σχέσεις με την Ελλάδα, να σταματήσει η οικονομική βοήθεια και να μην επιτραπεί στους Έλληνες να διατηρούν υπό τον έλεγχό τους κρίσιμες στρατιωτικές θέσεις και εν τέλει να εκδιωχθούν από τη Μικρά Ασία και τα νησιά.

Η βρετανική πλευρά υποστήριξε ότι οι Σύμμαχοι είχαν κάποιες υποχρεώσεις προς την Ελλάδα και ότι εάν επέστρεφε ο Κωνσταντίνος θα έπρεπε να του δώσουν την ευκαιρία να παραμείνει πιστός στις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις του προηγούμενου βενιζελικού καθεστώτος. Ο Λόιντ Τζορτζ αντιτάχθηκε στη Γαλλία, όταν στις 20 Νοεμβρίου (3 Δεκεμβρίου με το νέο) πρότεινε να δοθεί η Σμύρνη στον Μουσταφά Κεμάλ.

Όμως συμφώνησε στο να εκδοθεί μια κοινή προειδοποίηση στην Ελλάδα από όλους τους Συμμάχους ότι ως πρώτο βήμα αντίδρασης στην πολιτική επαναφοράς στο θρόνο του Κωνσταντίνου, θα διέκοπταν κάθε οικονομική βοήθεια. Όπως γράφει ο Douglas Dakin: «Δίνοντας την συγκατάθεσή του σε αυτό το μέτρο, ο Λόιντ Τζορτζ έχανε μάλλον παρά κέρδιζε. Στο εξής δεν έκανε τίποτα για τους Έλληνες, στους οποίους είχε στηρίξει τη μεσανατολική πολιτική του. Και έμειναν ο λόρδος Κώρζον και το Φόρειν Όφις για να τους υπερασπιστούν όσο καλύτερα μπορούσαν» (4).

Συμμαχική στροφή μετά την αλλαγή 

Παρότι ο Βενιζέλος, από την υπερορία όπου βρέθηκε μετά τις εκλογές, παρότρυνε τους Βρετανούς να υποστηρίξουν έστω τον Κωνσταντίνο αντί να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, ο Λόιντ Τζορτζ επέλεξε την αποστασιοποίηση και την υπόδειξη προς τη νέα ελληνική κυβέρνηση ότι πρέπει να είναι προετοιμασμένη για μια συμβιβαστική λύση με παραχωρήσεις προς τον Κεμάλ.

Πιθανότατα η στάση του Λόιντ Τζορτζ να υπαγορεύτηκε από τις εσωτερικές αντιδράσεις μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, από οικονομικούς παράγοντες του Λονδίνου, αλλά και με όσους διαχειρίζονταν τα ζητήματα των αποικιών (Υπουργεία Πολέμου και των Ινδιών) που φοβούνταν μια κινητοποίηση των μουσουλμάνων υπέρ του Χαλιφάτου και του Μουσταφά Κεμάλ. Σε αυτή την κατηγορία των αντιδρώντων στην πολιτική του Λόιντ Τζορτζ ανήκε και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος σε υπόμνημα που συνέταξε τον Δεκέμβριο του 1920 έγραφε: «…εμείς (οι Βρετανοί) πρέπει να εγκαινιάσουμε και με σταθερότητα και συνέπεια να ακολουθήσουμε πολιτική φιλίας με την (κεμαλική) Τουρκία (5)».

Επίσης υπήρξε και η πίεση από τους Εργατικούς, που ήταν ενάντια σε κάθε προοπτική νέου πολέμου και επιστράτευσης. Πάντως ο Λόιντ Τζορτζ προσπαθούσε να επιτύχει την έμμεση οικονομική βοήθεια της Ελλάδας. Όμως προσέκρουαν οι προσπάθειες αυτές στην αντίδραση του υπουργικού συμβουλίου που διέβλεπε τον κίνδυνο δημιουργίας περιπλοκών στις σχέσεις της Βρετανίας με τους υπόλοιπους συμμάχους (6). Η μόνη από τις συμμαχικές δυνάμεις που μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 έδινε μια άτυπη υποστήριξη στην ελληνική πλευρά ευελπιστώντας σε στρατιωτική νίκη, χωρίς όμως παράλληλα να τη συνοδεύει με ουσιαστική οικονομική και στρατιωτική βοήθεια, ήταν η Μεγάλη Βρετανία (7).

Όλες αυτές οι μεταβολές ευνοήθηκαν από την πολιτική αλλαγή της Ελλάδας, που αφενός έδωσε τα επιχειρήματα σε όσους διαφωνούσαν με τις ρυθμίσεις αυτές. Μετά τη Διάσκεψη του Λονδίνου το Φεβρουάριο του 1921 όπου διαφάνηκε η αλλαγή της στάσης των Συμμάχων, οι Έλληνες αποφάσισαν την στρατιωτική επιχείρηση για την κατάληψη της Άγκυρας, η οποία όμως δεν θα ευοδωθεί. Την επαύριο της Διάσκεψης, η Ιταλία και η Γαλλία έκαναν μια στροφή 180 μοιρών, περιφρονώντας κατάφορα τις υπογραφές τους, επιδίωξαν τη στρατιωτική ενίσχυση του Κεμάλ ώστε με τη στρατιωτική νίκη επί των Ελλήνων να μειώσουν τα γεωπολιτικά κέρδη της Μεγάλης Βρετανίας.

Έτσι η Ελλάδα αντιμετωπίζοντας από τη μια την ανοιχτή εχθρότητα της Ιταλίας και της Γαλλίας και από την άλλη την ουδετερότητα της Μεγάλης Βρετανίας, αντιμετώπισε μόνη της τον κεμαλικό στρατό, ο οποίος εφοδιάζονταν αφειδώς από τους Σοβιετικούς, τους Γάλλους και τους Ιταλούς. Οι Βρετανοί βεβαίως, παρόλη την ουδετεροποίησή τους, συνέχιζαν να ελπίζουν σε μια ελληνική στρατιωτική νίκη, όπως φάνηκε από τις συνομιλίες Γούναρη-Κώρζον τον Φεβρουάριο του 1922 (8). Πάντως και οι τρεις συμμαχικές χώρες (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία) απέρριψαν τέλος το αγωνιώδες αίτημα των Μικρασιατών για δημιουργία αυτόνομου μικρασιατικού κράτους με πρωτεύουσα τη Σμύρνη. Απείλησαν δε με ένοπλη αντιμετώπιση, στην περίπτωση που ο ελληνικός στρατός επιχειρούσε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη (9).

Οι συζητήσεις στα Μουδανιά 

Η τελευταία θετική προσπάθεια του Λόιντ Τζορτζ ήταν η προθυμία του για ένοπλη αντιπαράθεση με τον κεμαλικό στρατό τον Σεπτέμβριο του 1922, όταν αυτός είχε πλησιάσει την ουδέτερη ζώνη των Στενών με εμφανή πρόθεση να την καταλάβει ώστε να φτάσει έως τις ασιατικές ακτές της Προποντίδας. Οι Γάλλοι και οι Ιταλοί που βρίσκονταν στη ζώνη ήταν σύμμαχοι των κεμαλικών και η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να αμυνθεί ήταν οι βρετανικές φρουρές. Ο Ρsomiades αναφέρει ότι στις 19 Σεπτεμβρίου του 1922 η Βρετανία κάλεσε τους συμμάχους της στο Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο να αναλάβουν κοινή στρατιωτική δράση απέναντι στους Τούρκους.

Η επίκληση για βοήθεια δεν ευοδώθηκε γιατί Γαλλία, Ιταλία, Ρουμανία και Γιουγκοσλαβία αρνήθηκαν μια πιθανότητα νέων εχθροπραξιών στη Μικρά Ασία. Ο Πουανκαρέ, ο οποίος αντικατέστησε τον Μπριάντ, ως πρωθυπουργός της Γαλλίας, αποφασιστικά αντέδρασε στη βρετανική ηγεμονία στην Ανατολή και σε καμιά περίπτωση δεν επρόκειτο να κάνει κάτι έστω και από μακρυά για να υποστηρίξει την Ελλάδα. Τον Σεπτέμβριο, αυτός και ο κόμης Σφόρτσα ανακάλεσαν τις γαλλικές και ιταλικές δυνάμεις που υποστήριζαν τις βρετανικές γραμμές στο Τσανάκ. Η κατάσταση δεν έφτασε στην ένοπλη αντιπαράθεση γιατί ο στρατηγός Χάριγκτον αποφάσισε να μη συμμορφωθεί με την εντολή της βρετανικής κυβερνήσεως για ένοπλη αντιμετώπιση των κεμαλικών και την ίδια στιγμή σταμάτησε η μεγάλη πίεση που ασκούσαν τα κεμαλικά στρατεύματα.

Την ίδια στιγμή η βρετανική κοινή γνώμη φοβήθηκε ότι η σύρραξη θα μπορούσε να προκαλέσει Ιερό Πόλεμο (τζιχάντ) μέσα στην Βρετανική Αυτοκρατορία από τους μαχητικούς ισλαμιστές που υποστήριζαν την Τουρκία και δρούσαν στην Ινδία και σε άλλες μουσουλμανικές χώρες μέσα στην Αυτοκρατορία. Ο Λόιντ Τζορτζ έχοντας να αντιμετωπίσει την άρνηση των βουλευτών του συγκυβερνώντος Συντηρητικού Κόμματος αποδέχτηκε τη μεσολάβηση των Γάλλων, οι οποίοι υποστήριζαν τη θέση της παραχώρησης της Ανατολικής Θράκης έως τον Έβρο στον Κεμάλ, ώστε να σταματήσουν οι διαπραγματεύσεις και να αποφευχθεί η ένοπλη αντιπαράθεση Κεμαλικών-Βρετανών.

Εν ολίγοις οι συζητήσεις στα Μουδανιά που προέκυψαν μεταξύ των συμμάχων, τους βρήκαν για άλλη μια φορά διασπασμένους, με τη Γαλλία και την Ιταλία να υποστηρίζουν τους Τούρκους και τους Βρετανούς να υποστηρίζουν τους Έλληνες. Όμως τελικά η τουρκική άποψη με την αμέριστη υποστήριξη Ιταλών και Γάλλων υπερίσχυσε και η συμφωνία οδήγησε σε μια νέα κατάσταση προς χάριν της Τουρκίας. Στη Λωζάννη την αμέσως επόμενη περίοδο, θα έκλειναν οριστικά όσες εκκρεμότητες υπήρχαν στην περιοχή αυτή από το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.


ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ από το υπό έκδοση βιβλίο του Βλάση Αγτζίδη: “Από τη Συνθήκη των Σεβρών στη Συνθήκη της Λωζάννης. Η περίοδος που διαμόρφωσε το σύγχρονο κόσμο μας”, εκδόσεις Πατάκη

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

(1) Douglas Dakin, ο.π., σελ. 344.

(2) Πηνελόπη Δέλτα, ό.π., σελ. 49.

(3) Douglas Dakin, ο.π., σελ. 341-342.

(4) Douglas Dakin, ο.π., σελ. 345

(5) Έφη Αλαμανή, Κρίστα Παναγιωτοπούλου, “Απαρχές και ανάπτυξη του εθνικιστικού κινήματος του Κεμάλ”, Ιστορία του Ελληνικού Έθνος, τόμ. ΙΕ’, έκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1978, σελ. 126.

(6) Ιστορία του ελληνικού έθνους, ό.π, σελ. 192.

(7) Άγγελος Συρίγος-Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Μικρασιατική Καταστροφή. 50 ερωτήματα και απαντήσεις, εκδ. Πατάκη. Αθήνα, 2022, σελ. 150.

(8) Douglas Dakin, ο.π., σελ. 351.

(9) Σπύρος Λουκάτος, “Οι μεγάλες δυνάμεις και η μικρασιατική καταστροφή, Η μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή”, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1983, σελ. 68.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι