Ναυάγιο του 19ου αιώνα φέρνει στο φως ιστορίες μετανάστευσης στην Αυστραλία
20/05/2025
Ένα ναυάγιο του 19ου αιώνα φέρνει στην επιφάνεια ιστορίες μετανάστευσης στη μακρινή Αυστραλία. Η σημαντική ανακάλυψη ανακοινώθηκε στις αρχές του μήνα από το Εθνικό Ναυτικό Μουσείο της Αυστραλίας και έχει προκαλέσει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς πιστεύεται ότι υπάρχουν στο βυθό πολλά αντικείμενα, που θα αποκαλύψουν λεπτομέρειες για το πλήρωμα και τους επιβάτες.
Πρόκειται για το ναυάγιο του Ολλανδικού ιστιοφόρου “Koning Willem de Tweede” (“Βασιλιάς Γουλιέλμος ο Δεύτερος”), που εντοπίστηκε, μετά από επισταμένες έρευνες, στον κόλπο Γκουίχεν (Guichen), σε βάθος 42 μέτρων και σε απόσταση περίπου 400 μέτρων από την ακτή στο Ρόμπε (Robe), στη Νότια Αυστραλία. Οι έρευνες ξεκίνησαν πριν από τρία χρόνια, με χρηματοδότηση της Ολλανδικής κυβέρνησης, από εξειδικευμένη ομάδα, με επικεφαλής τον αναπληρωτή διευθυντή Ναυτικής Αρχαιολογίας στο Εθνικό Ναυτικό Μουσείο της Αυστραλίας, Δρ. James Hunter.
Οι δυσκολίες ήταν πολλές εξαιτίας των ιδιαίτερων καιρικών συνθηκών, στον απροστάτευτο στους δυτικούς ανέμους κόλπο, που εμπόδιζαν τις καταδύσεις. Γι’ αυτό, οι έρευνες προχώρησαν με τη συνδυασμένη χρήση ενός ανιχνευτή μετάλλων και ενός μαγνητόμετρου, μιας συσκευής που χρησιμοποιείται για εντοπισμό μαγνητικών μετάλλων-σιδήρου. Στην αρχή, στα τέλη του 2022 εντοπίστηκε μια τοποθεσία στον βυθό με ισχυρή μαγνητική συγκέντρωση και ένα χρόνο αργότερα εντοπίστηκαν σιδερένια αντικείμενα.
Τελικά, τον περασμένο Μάρτιο, έγιναν καταδύσεις, εξετάστηκε ο βυθός και ανασύρθηκαν ορισμένα μεταλλικά αντικείμενα, μεταξύ των οποίων το βαρούλκο του πλοίου, που επέτρεψαν στον James Hunter να βγάλει ασφαλή συμπεράσματα. Στις αρχές Μαΐου έγινε η επίσημη ανακοίνωση για την ανακάλυψη του ναυαγίου του “Koning Willem de Tweede”. Το Εθνικό Ναυτικό Μουσείο της Αυστραλίας ανέφερε σε ανάρτησή του στο “Χ” (πρώην twitter) «Νότια Αυστραλία, η ναυτική ιστορία ανακαλύφθηκε! Μια συνεργασία μεταξύ των @sea.museum, @SilentworldAus και άλλων πιθανότατα βρήκε το Koning Willem de Tweede (χαμένο το 1857). Ολλανδικό πλοίο συνδεδεμένο με την πρώιμη μετανάστευση».
Ποιο ήταν το “Koning Willem de Tweede”
Το “Koning Willem de Tweede” ήταν ένα ολλανδικό επιβατηγό και φορτηγό ιστιοφόρο, μεταφορικής ικανότητας 800 τόνων, πλήρως εξοπλισμένο, κατασκευασμένο από ξύλο δρυός στο ναυπηγείο Fop Smit, στο Kinderdijk, στη Νότια Ολλανδία. Είχε μήκος περίπου 43 μέτρα, πλάτος 12 μέτρα και βύθισμα τέσσερα μέτρα. Η κατασκευή του άρχισε στις 8 Δεκεμβρίου 1840 και ολοκληρώθηκε το 1842, οπότε ξεκίνησε να ταξιδεύει με το όνομα “Erfprinses van Oranje” (“Πριγκίπισσα της Ολλανδίας”).
Μέχρι τώρα δεν έχουν βρεθεί έγγραφα, που να αποτυπώνουν την κατασκευή και τον σχεδιασμό του. Για αυτό η ανεύρεση του ναυαγίου του έχει πρόσθετο ενδιαφέρον. «Είναι συναρπαστικό, γιατί ενώ έχουμε πολλές γνώσεις για τα ολλανδικά πλοία του 17ου αιώνα, από το ναυάγιο του Batavia. Όμως, σχετικά λίγα είναι γνωστά για τα πλοία του 19ου αιώνα. Δεν έχω βρει ακόμη λεπτομερή έγγραφα που να δείχνουν την κατασκευή και το σχεδιασμό του», είχε δηλώσει o Δρ. Hunter, προ διετίας, στο περιοδικό Cosmos.
To 1849, αφού είχε αλλάξει τρεις ιδιοκτήτες, νηολογήθηκε στο Ρότερνταμ και, κάποια στιγμή, κατευθύνθηκε στη νοτιοανατολική Ασία, όπου άρχισε να κάνει μεταφορές Κινέζων μεταναστών από το Χονγκ Κόνγκ προς την Αυστραλία. Το “κύμα” μετανάστευσης των Κινέζων ξεκίνησε μετά το 1851, οπότε ανακαλύφθηκε χρυσός στη Βικτώρια της Αυστραλίας. Το “Koning Willem de Tweede” ήταν ένα από τα πέντε ή έξι ολλανδικά ιστιοφόρα, που μετέφεραν Κινέζους μετανάστες στις αυστραλιανές αποικίες. Τα περισσότερα πλοία που μετέφεραν τους μετανάστες στο Ρόμπε ήταν βρετανικά ή αμερικάνικα.
Η μετανάστευση στην Αυστραλία
Η πρώτη επαφή των Κινέζων με την Αυστραλία φαίνεται να έγινε από ψαράδες, που έψαχναν στη βορειοδυτική ακτογραμμή της Αυστραλίας για σανταλόξυλο, ένα πολύ όμορφο φυτό, από το οποίο προέρχεται το πιπέρι Σετσουάν και για τα λεγόμενα “αγγούρια της θάλασσας”, που η επιστημονική τους ονομασία είναι “ολοθούρια ή ολοθουροειδή”, ένα πανάκριβο και εκλεκτό- μέχρι σήμερα- μεζέ, περιζήτητο στην Άπω Ανατολή.
Κινεζικές πηγές αναφέρονται σε έναν χάρτη του 1477, που δείχνει το περίγραμμα της αυστραλιανής ηπείρου, ενώ τα αυστραλιανά αρχεία δείχνουν ότι περίπου 18 Κινέζοι άποικοι είχαν μεταναστεύσει στην Αυστραλία πριν από το 1848. Ο πρώτος γνωστός Κινέζος μετανάστης, που έφτασε στο Σίδνεϋ, αναφέρεται ότι ήταν ο Mak Sai Ying, που έφθασε ως ελεύθερος άποικος στη Νέα Νότια Ουαλία, το 1818 και αγόρασε γη στο Parramatta.
Οι ελεύθεροι άποικοι ήταν περιορισμένοι, καθώς μέχρι το 1840, μεταφέρονταν στην Αυστραλία κυρίως κατάδικοι από βρετανικά δικαστήρια. Έτσι, έφθασαν και οι πρώτοι Έλληνες, που επιβεβαιωμένα αποβιβάστηκαν σε λιμάνι της Αυστραλίας. Ήταν επτά ναυτικοί, που έφθασαν στις 29 Αυγούστου 1829, με ένα πλοίο, ανάμεσα σε 201 κατάδικους.
Οι επτά Έλληνες ήταν μέλη του πληρώματος της σκούνας “Ηρακλής”, με καπετάνιο τον 22χρονο Αντώνη Μανώλη, από την Αθήνα (σ.σ. σε ορισμένα αρχεία αναφέρεται ως Αντώνης του Μανώλη, προφανώς το πατρώνυμο έγινε αργότερα επώνυμο), που συνελήφθησαν από το βρετανικό πλοίο “Γκάνετ” (Gannet), τον Ιούλιο του 1827, έξω από τη Μάλτα και καταδικάστηκαν για πειρατεία.
Οι άλλοι έξι, νέοι σε ηλικία, ναυτικοί, ήταν οι Υδραίοι: Δαμιανός Νίνης, 24 χρονών, Γκίκας Βούλγαρης, 22χρονών, Γιώργης Βασιλάκης, 20 χρονών, Κωνσταντής Στρομπόλης, 24 χρονών, Γιώργης Λαρέντζος ή Λαρίτσος, 27χρονών, και Νικόλας Παπένδρος ή Παπανδρέας, 20 χρονών. Μετά την απονομή χάριτος, στις 19 Δεκεμβρίου 1836, και για τους επτά, οι πέντε επαναπατρίστηκαν με έξοδα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, ενώ ο Αντώνης Μανώλης και ο Γκίκας Βούλγαρης αποφάσισαν να παραμείνουν για πάντα στη νέα πατρίδα τους.
Η μεταφορά καταδίκων σταμάτησε το 1840 και αυτό δημιούργησε έλλειψη εργατικού δυναμικού, οπότε άρχισαν να καταφθάνουν εργάτες από την Κίνα. Η ανακάλυψη χρυσού τη δεκαετία του 1850 αύξησε σημαντικά τον όγκο της κινέζικης μετανάστευσης. Το 1861, 38.258 άτομα, ή το 3,3% του αυστραλιανού πληθυσμού, είχαν γεννηθεί στην Κίνα.
Το τελευταίο ταξίδι πριν το ναυάγιο
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, έγινε και το τελευταίο ταξίδι του Ολλανδικού ιστιοφόρου “Koning Willem de Tweede”. Το πλοίο αναχώρησε, στις αρχές Ιουνίου 1857, από το Χονγκ Κονγκ, με πλοίαρχο τον Hindrik Remmelt Giezen, μεταφέροντας περίπου 400 Κινέζους μετανάστες, που, μετά την αποβίβασή τους στο Ρόμπε, θα κατευθύνονταν στα χρυσωρυχεία στη Βικτώρια.
Οι Κινέζοι επέλεγαν να αποβιβαστούν στο Ρόμπε και να φτάσουν στα χρυσωρυχεία, αφού περπατούσαν μια μεγάλη απόσταση, 400 χιλιομέτρων, για να αποφύγουν να πληρώσουν κεφαλικό φόρο 10 λιρών, όπως προβλεπόταν από τον Κινεζικό Νόμο περί Μετανάστευσης, που είχε θεσπιστεί τον Ιούνιο του 1855, για τις δια θαλάσσης αφίξεις στην αποικία της Βικτώριας.
Οι περισσότεροι από τους Κινέζους χρυσοθήρες εργάζονταν με συμβάσεις. Ωστόσο, πολλοί πραγματοποίησαν το ταξίδι με πίστωση προς τους Βρετανούς και Κινέζους πράκτορες μετανάστευσης, τους οποίους ξεχρέωναν ενώ εργάζονταν. Μόνο μια μικρή μειονότητα Κινέζων μπόρεσε να πληρώσει για το δικό της ταξίδι και να μεταναστεύσει στην Αυστραλία χωρίς χρέη.
Όταν το πλοίο έφτασε στην ακτή, οι Κινέζοι εργάτες αποβιβάστηκαν με ασφάλεια, Ωστόσο, στις 30 Ιουνίου ξέσπασε κακοκαιρία, το βαρούλκο αποκολλήθηκε και χάθηκε η άγκυρά του. Ο πλοίαρχος προσπάθησε να το προσαράξει για σώσει σκάφος και πλήρωμα. Όμως, αυτό παρασύρθηκε και άρχισε να διαλύεται μέσα στην κακοκαιρία. Από τα 25 μέλη του πληρώματος, οι 16 πνίγηκαν καθώς προσπαθούσαν να βγουν από μια μικρή βάρκα, η οποία ανατράπηκε στα κύματα.
Ο πλοίαρχος Giezen παρέμεινε στο ναυάγιο, για να φτάσει τελικά στην ακτή πάνω σε ένα βαρέλι αφού ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση και τον έσυραν στην ακτή άνθρωποι στην παραλία, χρησιμοποιώντας ένα σχοινί. Από εκεί και πέρα, η τύχη του πλοιάρχου αγνοείται. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι πως τη δεκαετία του 1860 υποβλήθηκε εναντίον του μια αγωγή, αλλά το πιθανότερο είναι πως είχε φύγει από την Αυστραλία. Ωστόσο, λίγους μήνες μετά από την βύθιση του πλοίου, το ναυάγιο πουλήθηκε σε έναν κάτοικο του Ρόμπε, τον Τζέικομπ Τσάμπερς, για 225 λίρες.