Νίκος Παπάζογλου: Ο Έλληνας συνταγματάρχης του Ναπολέοντος
31/03/2023Ο συνταγματάρχης του γαλλικού στρατού Νικόλαος Παπάζογλου αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες, αλλά και πιο αινιγματικές μορφές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Το πραγματικό του όνομα είναι άγνωστο. Η καταγωγή της οικογένειας του από το Τσεσμέ της Μικράς Ασίας, του προσέδωσε το επώνυμο Τσεσμελής.
Ο Νικόλας όμως ήταν γιος ιερέα. Έτσι οι Τούρκοι τον ονόμασαν Παπάζογλου (παπά –ογλαν = παπαδοπαίδι). Κάποτε ήταν γνωστός και με το όνομα Χατζηνικόλας, ενώ ο Ναπολέων τον ονόμαζε Παπαδόπουλο ή απλά Colonel Nicolas. Γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου 1758. Η οικογένεια του ήταν αρκετά εύπορη και ο πατήρ Σταμάτιος Τσεσμελής ήταν και εφοπλιστής. Ο Νικόλαος άρχισε να ταξιδεύει από πολύ μικρή ηλικία.
Το 1779 βρέθηκε στην Πελοπόννησο και εντάχθηκε στην υπηρεσία των Τούρκων, οι οποίοι τότε πολεμούσαν τους Τουρκαλβανούς που είχαν στασιάσει στον Μωριά. Κατόπιν ο Νικόλαος συμμετείχε στην εκστρατεία των Τούρκων κατά των Μεμελούκων της Αιγύπτου το 1785. Οι Τούρκοι αιχμαλώτισαν τον Μαμελούκο Οσμάν μπέη και τον φυλάκισαν στην Κωνσταντινούπολη.
Στο πλοίο το οποίο μετέφερε τον Οσμάν στην Πόλη βρισκόταν και ο Νικόλαος, ο οποίος σύναψε φιλική σχέση με τον κρατούμενο, τον οποίο τελικά απελευθέρωσε μια νύκτα από τη φυλακή και μαζί με άλλους Μαμελούκους κρατουμένους τους έβαλε σε ένα καΐκι με το οποίο έπλευσε στην Αίγυπτο. Ως ανταμοιβή ο Μαμελούκος κυβερνήτης της Αιγύπτου, Μουράτ μπέης, τον ονόμασε ναύαρχο και του ανέθεσε τη διοίκηση του στόλου του. Αμέσως ο Νικόλαος προσέλαβε στην υπηρεσία του άλλους 300 Έλληνες, Αιγυπτιώτες κατά κύριο λόγο.
Στην υπηρεσία των Γάλλων
Όλα όμως έμελλε να αλλάξουν όταν το 1798 οι Γάλλοι, υπό τον Ναπολέοντα, εισέβαλαν στην Αίγυπτο. Ο Παπάζογλου συμμετείχε, επικεφαλής στολίσκου 10 κανονιοφόρων, στην περίφημη μάχη των Πυραμίδων. Εκεί συγκρούστηκε με τον γαλλικός στολίσκο του Νείλου, υπό τον υποναύαρχο Περρέ, ο οποίος διέθετε τρεις κανονιοφόρους, ένα σεμπέκι και μια γαλιότα.
Την ώρα που ο στρατός του Ναπολέοντα διέλυε τους Μαμελούκους στην ξηρά, επί του ποταμού οι Γάλλοι έχαναν τη μάχη. Οι άνδρες του Παπάζογλου εκτέλεσαν ρεσάλτο και κατέλαβαν δύο γαλλικά σκάφη. Ο Περρέ όμως ενισχύθηκε με τμήματα από την ξηρά και με αντί-ρεσάλτο ανακατέλαβε τα πλοία του. Τελικά όμως ο γενναίος Έλληνας αναγκάστηκε να διακόψει την επαφή, μετά τη συντριβή της στρατιάς των Μαμελούκων.
Οι Αιγύπτιοι ναύτες του όμως, πανικοβληθέντες μετά και την κατάληψη από τους Γάλλους των παρόχθιων πυροβολείων, πυρπόλησαν τα πλοία τους και ρίχθηκαν στον ποταμό. Ο Παπάζογλου, τότε, διήλθε τον Νείλο και κατέφυγε το χωριό Μπουλάκ. Ο Ναπολέων όμως είχε δει τη δράση του και μαθαίνοντας ότι ένας Έλληνας ήταν ο διοικητής του αντιπάλου στολίσκου, έστειλε αγγελιαφόρο και τον κάλεσε. Του ζήτησε να αναλάβει την ηγεσία του γαλλικού στολίσκου του Νείλου και ο Παπάζογλου δέχθηκε.
Σύντομα όμως ο Ναπολέων αποφάσισε να συγκροτήσει τρεις λόχους Ελλήνων, έναν στο Κάιρο, έναν στη Δαμιέττη και έναν στη Ροζέτα. Κάθε λόχος θα διέθετε 100 άνδρες και αποστολή του θα ήταν η ασφάλεια των γαλλικών γραμμών συγκοινωνιών. Με διαταγή του Ναπολέοντα, η διοίκηση του Λόχου Καΐρου ανατέθηκε στον Παπάζογλου. Έτσι ο θαλασσινός Έλληνας μετατάχθη στο πεζικό.
Πολεμώντας τους Μαμελούκους
Σύντομα πάντως ο Παπάζογλου είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει γύρω πολλούς περισσότερους από τους 300 απαιτούμενους για την επάνδρωση των λόχων Έλληνες. Και όχι μόνο αυτό, αλλά οι ελληνικοί λόχοι ασφαλείας, από πολύ νωρίς έδωσαν δείγματα της αξίας τους και του θάρρους των ανδρών τους. Ο Παπάζογλου και οι άνδρες του συμμετείχαν σε πολλές συγκρούσεις κατά των Μαμελούκων, αλλά και των Τούρκων και διακρίθηκαν για το θάρρος και την αντοχή τους. Έτσι έπαψαν να θεωρούνται βοηθητικοί και ανάλαβαν καθήκοντα κανονικού πεζικού.
Ο Ναπολέων μάλιστα, πριν την αποχώρηση του από την Αίγυπτο, προήγαγε τον Παπάζογλου σε ταγματάρχη. Μετά την αποχώρηση του Ναπολέοντα τέθηκε υπό τις διαταγές του στρατηγού Κλεμπέρ. Τότε όμως ξέσπασε η εξέγερση των Μαμελούκων. Ο γαλλικός στρατός βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Κατόρθωσε όμως, με τη βοήθεια και των Ελλήνων να επικρατήσει. Οι τρεις ελληνικοί λόχοι πολέμησαν ηρωικά, ιδίως στη μάχη του Καΐρου.
Τότε ο Κλεμπέρ αναγνώρισε την αξία τους, συγκροτώντας την Ελληνική Λεγεώνα, με διοικητή τον συνταγματάρχη πια Παπάζογλου. Παράλληλα οι Γάλλοι συγκρότησαν μια ακόμα λεγεώνα, την Κοπτική, στην οποία κατετάγησαν χριστιανοί Αιγύπτιοι και Αιγυπτιώτες, ακόμα και Έλληνες. Οι δύο αυτές λεγεώνες είχαν εξ’ αρχής κοινή ιστορία και το 1802 τελικά συγχωνεύθηκαν, σχηματίζοντας το Σύνταγμα των Κυνηγών της Ανατολής. Στο μεταξύ η Ελληνική Λεγεώνα αριθμούσε πλέον 1.500 άνδρες. Η ειρήνη της Αμιένης, το 1802, έθεσε τέρμα στην γαλλική κατοχή της Αιγύπτου. Έτσι και τα δύο σώματα μεταφέρθηκαν στη Γαλλία, σε μεγάλο βαθμό συρρικνωμένα, αφού πολλοί άνδρες δεν επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους.
O Colonel Nicolas στην Ευρώπη
Στη Μασσαλία έγινε η συγχώνευση τους σε σύνταγμα τους ενός τάγματος, με διοικητή τον Παπάζογλου και υποδιοικητή τον Γαβριήλ Σιδέριο. Το τάγμα διέθετε ένα λόχο επιλέκτων καραμπινιέρων, έναν λόχο σκοπευτών και έξι λόχους ακροβολιστών. Αργότερα σχηματίστηκαν άλλοι δύο λόχοι. Το σύνταγμα όμως είχε καταδικαστεί σε αδράνεια, αναλαμβάνοντας, έως το 1806 καθήκοντα φρουράς στη Μασσαλία και στην Τουλόν. Μοιραία η αδράνεια οδηγούσε σε πτώση του ηθικού και σε λιποταξίες. Το 1806 πάντως οι Κυνηγοί της Ανατολής διατέθηκαν στη νεοσχηματιζόμενη Στρατιά της Δαλματίας, σκοπός της οποίας ήταν η κατάληψη της ομωνύμου περιοχής.
Εντεταγμένοι στη μεραρχία του στρατηγού Μολιτόρ, οι Κυνηγοί ενεπλάκησαν σε άγριες μάχες κατά των Ρώσων, των Κροατών και των Μαυροβουνίων, γύρω από την Ραγούζα, επιχειρώντας να άρουν την πολιορκία της πόλης. Οι Κυνηγοί αποτέλεσαν την εμπροσθοφυλακή της μεραρχίας και κατόρθωσαν να διασπάσουν πρώτοι τις εχθρικές θέσεις, ανοίγοντας διάδρομο επικοινωνίας με την πολιορκημένη στην πόλη μεραρχία του στρατηγού Λοριστόν. Ο Παπάζογλου δεν ήταν παρών στην επιχείρηση αυτή, καθώς είχε λάβει άδεια να επισκεφθεί την Πόλη, για τη ρύθμιση προσωπικών του υποθέσεων και δεν είχε προλάβει να επιστρέψει.
Ο υποδιοικητής του όμως Γαβριήλ Σιδέριος τον αντικατέστησε επάξια, κερδίζοντας μαζί με τους λοχαγούς Ν. Κυριάκο, από την Ιωνία, Ιων. Χαργλοή από το Κάιρο και Ματθαίο Σαμοθράκη από την Τήνο, το παράσημο του ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής «διά την εξαιρετική διαγωγή του γενναίου αυτού τάγματος κατά την εν Ραγούζη μάχη».
Στο μεταξύ αφίχθη και ο Παπάζογλου ανέλαβε εκ νέου τη διοίκηση. Αμέσως συναντήθηκε με τον Γάλλο στρατάρχη Μαρμόν, διοικητή της Δαλματίας και του ζήτησε να επιτρέψει τη διενέργεια στρατολογίας στην Ελλάδα, εκμεταλλευόμενοι τις καλές σχέσεις που διατηρούσαν τότε Γαλλία και Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ωστόσο στην ίδια εποχή στην ίδια περιοχή δρούσε και ένα άλλος Έλληνας, στην υπηρεσία των Ρώσων αυτός, ο στρατηγός Εμμανουήλ Παπαδόπουλος. Αυτός είχε κατορθώσει να προσεταιρισθεί τους περισσότερους Έλληνες.
Ο δαιμόνιος Αλή Πασάς
Ευτυχώς στις μάχες που έλαβαν χώρα το 1807 γύρω από τη Ραγούζα, οι Έλληνες των δύο αντιμαχομένων στρατοπέδων δεν βρέθηκαν αντιμέτωποι. Ο Μαρμόν αποφάσισε να αποστείλει τον Παπάζογλου στα Ιωάννινα, στον Αλή Πασά, ο οποίος παρουσιαζόταν ως φίλος της Γαλλίας. Ο Παπάζογλου ήταν επικεφαλής γαλλικής εκπαιδευτικής αποστολής, που είχε ως στόχο την αναδιοργάνωση του στρατού του Αλή Π για την από κοινού αντιμετώπιση των Ρώσων.
Ο δαιμόνιος Αλή Πασάς ανέθεσε τότε στον Έλληνα την άμυνα της Πρέβεζας και την διοίκηση των πολιορκητικών δυνάμεων της Λευκάδας. Αυτή τη φορά ο Παπάζογλου θα έπρεπε να πολεμήσει με Έλληνες, αφού την Λευκάδα υπεράσπιζαν οι ελληνικές δυνάμεις της Επτανήσου Πολιτείας, υπό τον Ιωάννη Καποδίστρια, μαζί με τον Θόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Αναγνωσταρά, τον Νικοτσάρα, τους Πετμεζάδες και πολλούς άλλους.
Ευτυχώς η ειρήνη του Τιλσίτ, που υπέγραψε ο Ναπολέων με τον τσάρο Αλέξανδρο, απέτρεψε το ενδεχόμενο του αλληλοσκοτωμού των Ελλήνων για ξένα συμφέροντα. Μετά την υπογραφή της ειρήνης και ο Αλή μετέβαλλε την πολιτική του, αφού τώρα πια τα Επτάνησα είχαν επιδικαστεί στη Γαλλία και δεν υπήρχε περίπτωση να τα καταλάβει ο ίδιος. Ο Παπάζογλου λοιπόν αποχώρησε από τα Ιωάννινα, με όλη τη γαλλική αποστολή και επέστρεψε στη Ραγούζα.
Υπερασπιστής της Πάργας
Αμέσως επέστρεψε και στην ενεργό δράση, μαχόμενος με τους Κυνηγούς του, τους Δαλματούς. Το 1809 ο Ναπολέων διέταξε την μεταστάθμευση των Κυνηγών στην Κέρκυρα. Κατά τη μεταφορά όμως 20 άνδρες, επιβαίνοντας σε λέμβο, συνελήφθησαν από τα περιπολούντα βρετανικά πολεμικά. Στην Κέρκυρα έγινε λόγος για συγχώνευση των αποδεκατισμένων Κυνηγών με το Σύνταγμα των Σουλιωτών και με το Επτανησιακό Τάγμα.
Τελικά όμως αποφασίσθηκε να μεταφερθούν οι Κυνηγοί στην Ανκόνα της Ιταλίας. Και πάλι κατά τη μεταφορά πολλά πλοιάρια συνελήφθησαν από τους Βρετανούς. Στο μεταξύ ο Παπάζογλου δεν συνόδευσε το τάγμα, αλλά διατάχθηκε από τον Μαρμόν να αναλάβει την υπεράσπιση της Πάργας, η οποία απειλείτο από τον Αλή, ο οποίος είχε συμμαχήσει τώρα με τους Βρετανούς.
Ο Παπάζογλου, επικεφαλής ενός αποσπάσματος του 7ου Ιταλικού Συντάγματος Γραμμής, 400 περίπου Σουλιωτών και Ηπειρωτών, ενός λόχου Παργίων πολιτοφυλάκων και 70 περίπου Δαλματών, με 34 πυροβόλα, ανέλαβε να αμυνθεί της πόλης. Το 1813, όταν όλα φαινόταν να έχουν χαθεί για τον Ναπολέοντα, ο Αλή έκανε την κίνησή του. Έστειλε τον γιό του Μουχτάρ, επικεφαλής 6.000 Αλβανών, να καταλάβουν την Πάργα. Οι Αλβανοί κατέλαβαν πρώτα την πολίχνη Αγυιά, την οποία και κατέστρεψαν, σφάζοντας τους κατοίκους. Κατόπιν κατασκεύασαν οχυρώματα και άρχισαν συστηματική πολιορκία με τη βοήθεια και του στολίσκου του Ζεκεριάμ μπέη.
Ωστόσο, ο Παπάζογλου αντιστάθηκε υποδειγματικά και απέκρουσε όλες τις επιθέσεις των Αλβανών. Τελικά ο Παπάζογλου παρέδωσε την πόλη στους Βρετανούς, στις 22 Μαρτίου 1814, έξι σχεδόν μήνες μετά την έναρξη της πολιορκίας. Οι τελευταίοι είχαν την ευτέλεια να παραδώσουν την Πάργα στον Αλή. Κατόπιν της παράδοσης της πόλης, ο Παπάζογλου επέστρεψε στη Μασσαλία και ενώθηκε με τα λείψανα των Κυνηγών της Ανατολής. Στο μεταξύ το καθεστώς του Ναπολέοντα είχε καταπέσει και οι Βουρβόνοι που κατέλαβαν πάλι τον γαλλικό θρόνο διέλυσαν όλα τα ξένα στρατιωτικά σώματα. Ο Παπάζογλου, ο Έλληνας του Ναπολέοντα, πέθανε ξεχασμένος το 1819, πάμφτωχος.