Ο Βουλγαροκτόνος προσκυνητής στην Παναγία την Αθηνιώτισσα
06/02/2024Είχαν περάσει ήδη τέσσερα χρόνια από τη μάχη στο Κλειδί (1014), όταν ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Βασίλειος Β’ Βουλγαροκτόνος, έχοντας αποβάλει τον ωμό και αμείλικτο εαυτό του στα πεδία της μάχης, μπήκε θριαμβευτής στην Αχρίδα, επιδεικνύοντας επιείκεια στην κατακτημένη Βουλγαρία και δείχνοντας σεβασμό στην εναπομείνασα οικογένεια του Σαμουήλ, η οποία ήρθε να τον προσκυνήσει με πρώτη τη χήρα του.
Σεβασμό έδειξε και στις θρησκευτικές επιλογές της χώρας, αφού αναγνώρισε Αυτοκέφαλη Εκκλησία στη θέση του Πατριαρχείου Αχρίδας το οποίο κατάργησε (αποφεύγοντας, έτσι, την περαιτέρω ενδυνάμωση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως), με δικαίωμα διορισμού του αρχιεπισκόπου από τον εκάστοτε αυτοκράτορα. Παράλληλα, αποφάσισε την οργάνωση της Βαλκανικής σε Θέματα, με πρότυπο την οργάνωση της υπόλοιπης αυτοκρατορίας.
Μετά από πέντε αιώνες, η σκληροτράχηλη Βουλγαρία και όλη η Βαλκανική Χερσόνησος, πλην του Θέματος της Ελλάδας, η οποία δεν έφυγε ποτέ από τη βυζαντινή κηδεμονία γιατί θεωρούσε το Βυζάντιο ταυτισμένο με τον Μεσαιωνικό Ελληνισμό και μετεξέλιξη του αρχαιοελληνικού παρελθόντος της, έκλειναν το γόνυ της υποταγής στο βυζαντινό σκήπτρο και ξανάγιναν βυζαντινή επαρχία.
Η ανάμνηση του Σαμουήλ* είχε αρχίσει να ξεθωριάζει στην καρδιά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά παρέμενε ζωντανή, σαν οδυνηρός εφιάλτης, στη μνήμη των Ελλήνων της Ανατολικής Μακεδονίας πέριξ του Στρυμόνα ποταμού, σε μικρή απόσταση από το σημείο της καθοριστικής νίκης των Βυζαντινών που έκανε τους Βουλγάρους του τσάρου να γονατίσουν (ενν. το Κλειδί της αιματηρής σύγκρουσης του 1014, τη στενή λωρίδα γης ανάμεσα στον Στρυμόνα και τα βουνά Μπέλες και Άγκιστρο).
Έτσι εξηγείται γιατί, επί χρόνια, οι κάτοικοι των περιοχών του υγρότοπου από το όρος Όρβηλος μέχρι τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και τα στενά της Κούλας (όπως ονόμαζαν το βυζαντινό ”Κλειδί”, το… ”Κλιουτς” στα βουλγάρικα), ακόμα και στα νερά του Στρυμόνα, όπου ρηχαίνει η κοίτη του και σχηματίζει διχάλα με τους παραπόταμους Στρούμα [Βουλγαρία] και Αγγίτη [Ελλάδα], έβρισκαν απομεινάρια εκείνης της ιστορικής σύγκρουσης.
Έβρισκαν από υπολείμματα βουλγαρικού εξοπλισμού μέχρι βυζαντινά σύμβολα (όπως αυτό των Βυζαντινών κατασκόπων επί ”Βουλγαροκτόνου”: “ΝΟΑ-Νικά Ο Αετός”). Κι από απομεινάρια στρατιωτικού ρουχισμού μέχρι λουρίδες υφασμάτων μπολιασμένων με ίνες χρυσού από τις ράφτρες του παλατιού της Αχρίδας.
Τις ράφτρες που έραβαν τα ρούχα του τσάρου και κεντούσαν στους βασιλικούς μανδύες του το όνομα του ίδιου ή μελών της οικογένειάς του, όπως εκείνο του γιου του Γαβριήλ Ραντομίρ (Ρωμανού, ελληνιστί) ή του κόμη πατέρα του Νικόλαου Σισμάν, τον οποίο οι Έλληνες αποκαλούσαν “Αρμένιο” για να του θυμίζουν την καταγωγή του και τα γαλόνια του βυζαντινού αξιωματούχου τα οποία απαρνήθηκε για να γίνει “Βούλγαρος” και να διεκδικήσει τον τσαρικό θρόνο. Κεντούσαν, προπάντων, με χρυσοκλωστή το μονόγραμμα του Σαμουήλ, τοπωνύμια από τις μεγάλες του νίκες και τίτλους λαμπρής υπενθύμισης των τελευταίων (“Σαμουήλοβα Κρέποστ”, ο.ε.δ: “Η δόξα του Σαμουήλ” στα βουλγαρικά)…
Προσκύνημα στην Παναγία την Αθηνιώτισσα
Αλλά ας γυρίσουμε πάλι στον Βασίλειο Β’ του 1918, γιατί, μετά την Αχρίδα που τον προσκύνησε, πήγε να προσκυνήσει ο ίδιος την Παναγία την Αθηνιώτισσα (πρόδηλη μαρτυρία σύνδεσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τη βυζαντινή Αθήνα) θέλοντας να αποδώσει στη Θεοτόκο (η οποία στεγαζόταν στη θέση της Αθηνάς Παλλάδας του δωδεκάθεου των αρχαίων Ελλήνων) τις ευχαριστίες του για την μεγάλη ελληνική νίκη.
Ήταν ένα προσκύνημα με οικουμενικές διαστάσεις για δύο κυρίως αιτίες: 1. Γιατί στη χιλιόχρονη ιστορία του Βυζαντίου ήταν ο δεύτερος αυτοκράτορας (μετά τον Κώνστα Β’, 641-668 η βασιλεία του) που εγκατέλειπε την ασφάλεια του παλατιού για προσωπικούς και όχι για πολεμικούς λόγους ή λόγους Εξωτερικής πολιτικής. Και 2. Γιατί με το προσκύνημά του στην Παναγία του Παρθενώνα ο Βασίλειος Β’ πέρασε το μήνυμα ότι ο ναός της Θεοτόκου στην Αθήνα είχε κυρίαρχη θέση στη θρησκευτική συνείδηση των κατοίκων όλης της αυτοκρατορίας.
Μήνυμα αποστομωτικό για τους μετέπειτα κακόβουλους παραχαράκτες της ελληνικής ιστορίας (που φτάνουν μέχρι τις μέρες μας), οι οποίοι δεν πιστεύουν στην ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού και ισχυρίζονται ότι στα βυζαντινά χρόνια είχε εγκαταλειφθεί η μέριμνα της Αθήνας από τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες, γι’ αυτό και κατοικούσαν στην ιστορική πόλη όχι μόνο Έλληνες, αλλά και ξένοι, Ευρωπαίοι και εξαθλιωμένοι Αλβανοί και Σλάβοι.
Με αφορμή το τελευταίο, μάλιστα, κάποιοι εκ των γειτόνων στα δυτικά και βορειοδυτικά σύνορά μας, παρουσιαζόμενοι σήμερα ως… ”ιστορικοί”, διεκδικούν κομμάτια απ’ το ιστορικό παρελθόν της Αθήνας και της Ελλάδας γενικότερα, ως το σημείο να οικειοποιούνται τοπικούς ήρωες και ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821… Σε όλα αυτά τα γραφικά και ανίερα των δόλιων ξένων δόθηκε (προκαταβολικά και διορατικά) το 1018 η απάντηση από τον Βουλγαροκτόνο με την προσκυνηματική επίσκεψή του στην Αθήνα.
Είχε προηγηθεί αυτής, ήδη, το μοίρασμα της λείας των βουλγαρικών πολέμων (διάρκειας 32 ετών) στη Βαράγγειο Φρουρά (επίλεκτο Τάγμα του βυζαντινού στρατού που υπηρετούσε τους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες από τον 9ο μέχρι τον 14ο αιώνα), τους Βυζαντινούς αξιωματούχους με στρατιωτικές και πολιτικές αρμοδιότητες (”Έξαρχους”) και τους συνοριοφύλακες της αυτοκρατορίας (Ακρίτες και Απελάτες: ”αρματωλούς και κλέφτες” της βυζαντινής εποχής).
Ο Βουλγαροκτόνος στην Αθήνα
Έτσι ο αυτοκράτορας έφτασε στην Αθήνα με ευχάριστη διάθεση, που έγινε ενθουσιώδης από τις επευφημίες του κόσμου, ο οποίος του φώναζε και του κουνούσε τα χέρια του απλωτά καμαρώνοντας για το γεγονός ότι ”ένας Βυζαντινός αυτοκράτορας ήρθε να πανηγυρίσει εκεί, στη γηραιά Ακρόπολη, το θρίαμβό του και να τελέσει ευλαβικό προσκύνημα στην εστία του αρχαίου Ελληνισμού, πριν επιστρέψει στο Βυζάντιο, την πρωτεύουσα του νεότερου Ελληνισμού!..” (Σύγγραμμα G. Schlumberger: Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος, στη σειρά “ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΠΟΙΙΑ”).
Και έτσι ήταν, σε βαθμό που, πέρα από τον κρουστό, ανοιξιάτικο αττικό ουρανό ο οποίος σκόρπιζε σαν χρυσόσκονη τις ηλιαχτίδες στην πόλη, έμοιαζε να υποκλίνεται στον νικητή Βουλγαροκτόνο ως και ο Ιερός Βράχος με τα Προπύλαια, τον Ναό της Απτέρου Νίκης, το Ερέχθειο και τον Παρθενώνα, όπου λειτουργούσαν οι Αθηναίοι την Παναγία την Αθηνιώτισσα.
Ο Βασίλειος, φτάνοντας στον Παρθενώνα, στάθηκε πρώτα στο σημείο όπου άφησε τα ίχνη του ο Μέγας Αλέξανδρος θέλοντας να τιμήσει τον ασύγκριτο Έλληνα που ταξίδεψε τον ελληνικό πολιτισμό μέχρι τα βάθη της Ανατολής. Άγγιξε με δέος τα βαθουλώματα από τις ασπίδες που έστειλε ο Μακεδόνας στρατηλάτης να κρεμάσουν στο ιερό της Παλλάδας, (σαν ευχαριστήριο δώρο μετά τις νίκες του κατά των Περσών), κι ύστερα έκανε μεταβολή και μπήκε σκεφτικός στον Ναό, για να προσκυνήσει τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας και να της στείλει την προσευχή του με ευγνωμοσύνη και συντριβή, εν είδει εξομολόγησης. Μια προσευχή που δεν πρέπει να περιελάμβανε μόνο τις ευχαριστίες του για τις νίκες του που γονάτισαν και αφάνισαν τους επιβουλείς της Ελλάδας, αλλά και λόγια μετάνοιας για τις συμφορές που προκάλεσε στους εχθρούς στο όνομα της πατρίδας.
Μόλις τελείωσε την προσευχή του, ο αυτοκράτορας κάθισε στον χρυσοπόρφυρο θρόνο που του είχαν στήσει μες στον Ναό και σιγόψελνε με τους άλλους πιστούς τον Δοξαστικό Ύμνο προς την Πλατυτέρα των Ουρανών. Όταν τελείωσε η λαμπρή ευχαριστήρια δέηση, βγήκε υπό τις επευφημίες του κόσμου και αφού ευχαρίστησε τους παραληρούντες για την υποδοχή που του έκαναν, πήρε τον δρόμο της επιστροφής στη Βασιλεύουσα με τον βασιλικό δρόμωνα, έχοντας ακόμα στ’ αυτιά του τις ουρανομήκεις ζητωκραυγές και τις ευχές των Αθηναίων…
* Ο τάφος του Σαμουήλ βρισκόταν μέχρι το 2014 στον Άγιο Αχίλλειο των Πρεσπών για δυο λόγους: Πρώτον, γιατί ο Σαμουήλ είχε θάψει εκεί τα λείψανα του Αγίου Αχιλλείου που είχε αρπάξει από τη Λάρισα σε μια απ’ τις επιδρομές του στην Ελλάδα. Δεύτερον, γιατί, μετά τη δεινή ήττα του στο Κλειδί (1014) απ’ τον Βασίλειο Β’ ”Βουλγαροκτόνο”, ο τσάρος κατέφυγε στον Πρίλαπο (όρια Σκοπίων- Δυτικής Μακεδονίας), πόλη χτισμένη στα ερείπια της αρχαίας Στύβερρας ή Στύμβαρας (μεγάλης αρχαίας πόλης της Πελαγονίας στη μεθόριο της αρχαίας Μακεδονίας).
Στον Πρίλαπο, στο σπίτι που φιλοξενούσε αυτόν και το γιο του Γαβριήλ Ραντομίρ, βρήκε το θάνατο από καρδιά ή αποπληξία (εγκεφαλικό) ο τσάρος το καλοκαίρι του 1014, όταν είδε να περνά από μπροστά του η ματωμένη φάλαγγα των 15.000 Βουλγάρων στρατιωτών που τύφλωσε ο Βασίλειος Β’ για να τον εκδικηθεί. Τον τάφο του Σαμουήλ τον ανακάλυψε το 1966 ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Νικ. Μουτσόπουλος (1927-2019). Μετά από διαπραγματεύσεις δεκαετιών, δώσαμε τον Φεβρουάριο του 2014 τα οστά του στη Βουλγαρία, με αντάλλαγμα 400 βυζαντινά χειρόγραφα.