Οι επαναστάτες του 1821 νίκησαν την Αυτοκρατορία στη θάλασσα
25/03/2023Η Ελληνική Επανάσταση, ο απελευθερωτικός αγώνας με έναρξη τον Φεβρουάριο του 1821 από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, δεν ήταν «μια ανταρσία, μια εξέγερση, μια παρέκβαση συγκυριακή», όπως την ήθελε η οθωμανική/τουρκική ιστοριογραφία της εποχής, ούτε μια τομή-ανατροπή «στον κύκλο δικαιοσύνης και κοινωνικής αρμονίας» της Pax Ottomanica, όπως έχει υποστηριχθεί και από τον Τούρκο πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν.
Το σχήμα αυτό, όπως αναδύεται από τις δέλτους της οθωμανικής πολιτικής σκέψης, αλλά και τις έγγραφες μαρτυρίες συγκαιρινών της Ελληνικής Επανάστασης Οθωμανών αξιωματούχων, πόρρω απέχει της πραγματικότητας, που είχε επιβάλλει στα Βαλκάνια η Υψηλή Πύλη και η σουλτανική τυραννία. Και δεν είναι παρά μια προσπάθεια να καταδικασθούν και να λοιδορηθούν «τα άτιμα έργα των αχάριστων και μοχθηρών Ρωμιών απίστων».
Από την επαύριον της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως κι έως το τέλος της πρώτης δεκαετίας μετά την αναγνώριση της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, το 1830 με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, στον βαλκανικό και ελλαδικό χώρο σημειώθηκαν 105 εξεγέρσεις, μέσης και υψηλής έντασης, κατά της οθωμανικής κυριαρχίας.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, Τσάρλς Τίλλυ, στην βαλκανική χερσόνησο εκδηλώνονταν μια εξέγερση κάθε 3,6 χρόνια, όπως ακριβώς συνέβαινε και στην Ιβηρική, αλλά για άλλους λόγους και με διαφορετικές αιτίες κι αφορμές.
Κλέφτες και Αρματωλοί
Όλα αυτά τα χρόνια, τους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας, το πνεύμα της αντίστασης διατήρησαν ζωντανό οι Κλέφτες στον ελλαδικό χώρο και οι ομόλογοι τους Χαϊντούκοι στα σλαβικά, αλλά ορθόδοξα υπαγόμενα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, Βαλκάνια.
Δεν επρόκειτο για μια απλή μεταφορά στα εδάφη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης του φαινομένου της “κοινωνικής ληστείας”, όπως προσωποποιήθηκε στον Ρομπέν των Δασών, ούτε για εκδικητές λήσταρχους που συντηρούσαν αιματοβαμμένες βεντέτες σε τοπικές κοινωνίες.
Οι Έλληνες Κλέφτες ήταν «μια αδελφότητα ελεύθερων ανθρώπων, όχι μια κοινότητα υπηκόων» και όπως σημείωνε ο Έρικ Χομπσμπάουμ, «στα βουνά της Ελλάδας, που λίγο είχαν πατηθεί και ποτέ δεν είχαν κυβερνηθεί αποτελεσματικά, οι Κλέφτες έπαιξαν αποτελεσματικότερο ρόλο στην απελευθέρωση από ότι στη Βουλγαρία… Τα ελληνικά βουνά χαίρονταν μια κάποια αυτονομία χάρη στους Αρματωλούς, που θεωρητικά τα αστυνόμευαν για λογαριασμό των Τούρκων επικυρίαρχων, αλλά στην πράξη το εφάρμοζαν μόνο όποτε τους βόλευε.
Ο καπετάνιος των Αρματωλών μπορούσε να γίνει την επόμενη ημέρα αρχηγός των Κλεφτών, και το αντίστροφο… Εκείνα τα ελληνικά βουνά που φέρουν την περήφανη ονομασία Άγραφα-επειδή κανείς δεν είχε κατορθώσει να καταγράψει τον πληθυσμό τους για φορολόγηση-ήταν ανεξάρτητα στην πράξη, αν και όχι από νομική άποψη». Για τον κορυφαίο Βρετανό ιστορικό, «τα ελληνικά σόγια πολεμιστών που αντιστέκονταν στην οθωμανική αρχή ή την υπηρετούσαν, θεωρούσαν πως ήταν ανεξάρτητα από αυτήν».
Και όπως σημείωνε ο Σπύρος Ασδραχάς, «αυτό που συγκράτησε η συλλογική μνήμη είναι σύγκρουση: τα κλέφτικα τραγούδια μιλούν για έναν ξεκάθαρο διαχωρισμό ανάμεσα στον κόσμο της πρωτόγονης ανταρσίας και τον κόσμο του νόμου, που εκπροσωπούνταν από τις οθωμανικές αρχές και τους πρόκριτους. Οποιεσδήποτε διευθετήσεις κι αν γίνονταν για έναν συμβιβασμό μεταξύ των δύο, ο διαχωρισμός υπήρχε και δεν μπορούσε να εξαλειφθεί».
Ο αγώνας στη θάλασσα
Αλλά, δεν ήταν μόνον οι Κλέφτες στα βουνά. Φορείς του πνεύματος της αντίστασης ήταν και οι νησιώτες, που «από την πιο αμαθή μερίδα του Έθνους», όπως σημείωνε ο Αδαμάντιος Κοραής, «απέκτησαν και μετέδωσαν στο υπόλοιπο Έθνος μια ενέργεια ψυχής, άγνωστη από τότε που είχε χάσει την ελευθερία του… Δεν πάει πολύς καιρός που άκουσα από τους καραβοκύρηδες της Ύδρας, αυτό που είπε ο Θεμιστοκλής, ¨έχουμε γη και πατρίδα, όσο θα κατέχουμε διακόσια εξοπλισμένα πλοίᨻ.
Κι όπως επισήμανε ο Βασίλης Κρεμμυδάς, υπενθυμίζοντας τις αφηγήσεις του Σπυρίδωνος Τρικούπη, «η ελληνική είναι η μοναδική Επανάσταση στον κόσμο όπου ο υπόδουλος λαός νίκησε τον κατακτητή του στη θάλασσα». Το πώς επέζησε το πνεύμα της αντίστασης το εξήγησε Κοραής, ομιλώντας την 6η Ιανουαρίου 1803 στην Εταιρεία των Ανθρωποτηρητών, στο Παρίσι:
«Η εθνική ματαιοδοξία, γελοία ως προς τα κίνητρα, αλλά σωτήρια στα αποτελέσματά της, καθιστούσε τους Έλληνες τόσο υπερήφανους για την καταγωγή τους, όσο θα ήταν ένα άτομο που θα καταγόταν απευθείας από τον Μιλτιάδη ή τον Θεμιστοκλή… Είχε ως αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος του Έθνους να θεωρεί τον εαυτό του αιχμάλωτο πολέμου και ποτέ σκλάβο». Αυτό ακριβώς το πνεύμα οιστρηλατεί και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, στον διάλογό του με τον στρατηγό Χάμιλτον:
«Μίαν φοράν, όταν επήραμεν το Ναύπλιον, ήλθε ο Άμιλτων να με ιδή. Μου είπε ότι: Πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμόν και η Αγγλία να μεσιτεύση. Εγώ του αποκρίθηκα ότι: Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς, καπετάν Άμιλτων, ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμεν με τον Τούρκο. Άλλους έκοψε, άλλους εσκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, εζούσαμεν ελεύθεροι από γενεά εις γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήταν πάντοτε ανυπότακτα. Με είπε: Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια; Αποκρίθηκα ότι: Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι κλέφτες, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά. Έτσι δεν με ομίλησε πλέον».