Οι επεμβάσεις της Δύσης στον ρωσικό εμφύλιο μετά την επανάσταση

Οι επεμβάσεις της Δύσης στον ρωσικό εμφύλιο μετά την επανάσταση, Βασίλης Στοϊλόπουλος

Καθημερινά σχεδόν έρχονται ανησυχητικές ειδήσεις για το ενδεχόμενο ο πόλεμος στην Ουκρανία να κλιμακωθεί σ΄ έναν ευρύτερο ευρωπαϊκό ή ακόμη και παγκόσμιο πόλεμο. Η πολεμική ρητορική κλιμακώνεται επικίνδυνα από το ευρωπαϊκό “κόμμα του πολέμου” και τα εξοπλιστικά προγράμματα που ανακοινώνονται εξακοντίζουν στα ύψη τους κρατικούς προϋπολογισμούς (και τα υπέρογκα χρέη) για την άμυνα, παρά την υποβόσκουσα οικονομική κρίση. Η μέχρι τώρα γενναιόδωρη βοήθεια της νατοϊκής Δύσης στην Ουκρανία σε οπλισμό, κονδύλια και στρατιωτική επιμελητεία αυξάνεται σταθερά, χωρίς ν΄ αποκλείονται πλέον και άμεσες στρατιωτικές επιχειρήσεις από τις “χώρες των προθύμων”.

Οι δυτικές στρατιωτικές επεμβάσεις στη Ρωσία δεν είναι όμως κάτι το πρωτόγνωρο στην παγκόσμια ιστορία, αρχής γενομένης τον 13ο αιώνα με το Τευτονικό Ιπποτικό Τάγμα στη Βόρεια Βαλτική στο πλαίσιο της σύγκρουσης με τους “σχισματικούς” Ορθοδόξους της Ρωσίας.

Στη συνείδηση της κοινής γνώμης η δυτική επιθετικότητα κατά της Ρωσίας περιορίζεται συνήθως στις περιπτώσεις της ναζιστικής Γερμανίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην εκστρατεία του Ναπολέοντα το 1812. Έτσι, έχει σχεδόν ξεχαστεί το γεγονός ότι το 1918-1919,  κατά τη διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης, δυτικές στρατιωτικές δυνάμεις, μαζί με ορισμένους συμμάχους τους, συμμετείχαν στρατιωτικά στον ρωσικό εμφύλιο (1918-1922).

Λευκοί κατά Ερυθρών

Από το 1917, πριν ακόμη λήξει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, είχε δημιουργηθεί σε όλη σχεδόν την Ευρώπη μια εν δυνάμει επαναστατική κατάσταση. Ωστόσο, στη τσαρική Ρωσία, όχι μόνο ξέσπασε η επανάσταση, αλλά ήταν και επιτυχημένη, καθώς οι Μπολσεβίκοι αναλαμβάνοντας την εξουσία άρχισαν σχεδόν αμέσως να χτίζουν την “πρώτη σοσιαλιστική κοινωνία στον κόσμο. Η εξέλιξη αυτή ήταν φυσικό να ανησυχήσει τις δυτικές κυβερνήσεις που εξ αρχής έκαναν ό,τι μπορούσαν για ν΄ αποτύχει εν τη γενέσει του αυτό το σοσιαλιστικό πείραμα.

Παρότι όμως οι νικητές του Μεγάλου Πολέμου σε Ευρώπη και ΗΠΑ ευελπιστούσαν ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 θα εξελισσόταν γρήγορα σε μεγαλοπρεπές φιάσκο, δεν παρέλειψαν να στείλουν, ήδη από τον Απρίλιο του 1918, ισχυρές στρατιωτικές μονάδες για να συνδράμουν τους αντεπαναστάτες “Λευκούς” στην ολοκληρωτική εμφύλια σύγκρουσή τους με τους “Ερυθρούς” Μπολσεβίκους. Και αυτή η στήριξη στους “Λευκούς” γίνονταν όταν όλοι γνώριζαν πως επρόκειτο για έναν διαφθαρμένο “μικρόκοσμο των αρχουσών και κυβερνώντων τάξεων του παλιού ρωσικού καθεστώτος – αξιωματικοί, γαιοκτήμονες, κληρικοί – με ελάχιστη υποστήριξη από τον λαό”.

Στον αιματηρό αυτόν αγώνα δίπλα στους “Λευκούς” στάθηκε και μια ετερογενής ομάδα από εθνικιστές, συντηρητικούς, δημοκράτες και μετριοπαθείς σοσιαλιστές. Αντίπαλοι και των δύο παρατάξεων ήταν οι Αναρχικοί του Μάχνο στην Ουκρανία, που στην αρχή συμμάχησαν με τους “Ερυθρούς”, και ο λεγόμενος “Πράσινος στρατός” αποτελούμενος από αγρότες και λιποτάχτες.

Η συμμαχία των προθύμων

Σύμφωνα με τον διασυμμαχικό σχεδιασμό οι δυνάμεις των “Προθύμων του 1918” θα δημιουργούσαν πέντε μέτωπα κατά των Μπολσεβίκων, στις Βαλτικές χώρες, στην Ουκρανία, στον Καύκασο, στη Βόρεια Ρωσία και στη Σιβηρία. Σε αυτή την “σταυροφορία κατά του Μπολσεβικισμού, μόνο οι Βρετανοί έστειλαν στη Ρωσία συνολικά 40.000 στρατιώτες, εισβάλοντας κατ’ αρχάς μαζί με τους Ιάπωνες, στο μακρινό Βλαδιβοστόκ της Σιβηρίας. Μικρότερα στρατιωτικά αποσπάσματα έστειλαν επίσης η Γαλλία, η ΗΠΑ, η Ιταλία, η Ρουμανία, η Ιαπωνία, η Σερβία και βεβαίως η Ελλάδα (δύο μεραρχίες).

Περιστασιακά μόνο, οι συμμαχικές δυνάμεις ενεπλάκησαν σε συγκρούσεις και με γερμανικά και οθωμανικά στρατεύματα. Στόχος δεν ήταν ασφαλώς ένα νέο “Ανατολικό Μέτωπο”, αλλά η ανατροπή του μπολσεβικικού καθεστώτος προκειμένου να «στραγγαλίσουν το μωρό των Μπολσεβίκων στην κούνια του», όπως το έθεσε “διπλωματικά” ο Τσώρτσιλ. Παράλληλα όμως υπήρχαν και  ιμπεριαλιστικοί στόχοι, γι’ αυτό και οι Άγγλοι φρόντισαν να στείλουν ισχυρό εκστρατευτικό σώμα στις πετρελαιοφόρες περιοχές του Καυκάσου.

Η κατάσταση όμως γίνονταν ακόμα πιο περίπλοκη και από το γεγονός ότι στη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου δημιουργήθηκαν εντός της πολυεθνικής τσαρικής Ρωσίας ευνοϊκές προϋποθέσεις όχι μόνο για κοινωνικά κινήματα, αλλά και για εθνικές-εθνοτικές επαναστάσεις που είχαν στενούς δεσμούς με το γερμανικό Δεύτερο Ράιχ. Γι’ αυτό όλα αυτά τα εθνικιστικά κινήματα, σε Ουκρανία, Φιλανδία, Πολωνία και Βαλτικές χώρες, υποστηρίχτηκαν από την μιλιταριστική Γερμανία. Όχι όμως τόσο για ιδεολογικούς λόγους όσο για την χρησιμοποίησή τους στον πόλεμο κατά της Ρωσίας και τη δημιουργία δορυφορικών κρατών με Γερμανό “ηγεμόνα”, όπως έγινε για λίγο στη Λετονία.

Η ευκαιρία για τη δημιουργία γερμανικών “προτεκτοράτων” στην Ανατολική Ευρώπη δόθηκε με την  γερμανορωσική Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ τον Μάρτιο του 1918 που τερμάτιζε τον πόλεμο μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας, σε βάρος της δεύτερης. Άλλωστε, προηγουμένως, και παρά τις ιδεολογικές αντιθέσεις με τους Μπολσεβίκους, οι Γερμανοί συνεργάστηκαν με τον Λένιν προκειμένου να νικήσουν την τσαρική Ρωσία.

Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον Νοέμβριο του 1918 η Γερμανία, παρότι ηττημένη, διατήρησε το δικαίωμα να παραμείνουν τα στρατεύματά της στην Ανατολική Ευρώπη για όσο καιρό θα το επέτρεπαν οι σύμμαχοι. Έτσι, στον αγώνα κατά των Μπολσεβίκων συμμετείχαν πλέον εκτός από τους Ρώσους “Λευκούς” και τους νικητές δυτικούς συμμάχους, όλα τα εθνικά κινήματα στις χώρες της Βαλτικής, στην Πολωνία, στη Φινλανδία και αλλού μαζί με τους  ηττημένους Γερμανούς.

Σημαντικά τμήματα της τσαρικής Ρωσίας διεκδικούνταν πλέον όχι μόνο από τους αντιδραστικούς “Λευκούς” αλλά και από Ουκρανούς, Πολωνούς, Λιθουανούς και άλλους εθνικιστές. Η σύγκρουση μάλιστα με την Πολωνία κατέληξε το 1920-21 σε απευθείας πόλεμο μεταξύ Πολωνίας και Ρωσίας, ενόσω διαρκούσε ο εμφύλιος.

Το χάος του εμφυλίου πολέμου στην Ρωσία

Όμως και οι χώρες που επιδίωκαν την ανεξαρτησία τους, σύμφωνα και με τις διακηρύξεις του Λένιν περί αυτοδιάθεσης των λαών, ήταν επίσης χωρισμένες σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Εκτός από τους αντιρώσους εθνικιστές, στους οποίους περιλαμβάνονταν η πλειονότητα των μελών της παλιάς αριστοκρατικής και αστικής ελίτ αλλά και τμήματα της μικροαστικής τάξης, υπήρχαν και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα (αγρότες, εργάτες, κ.α.) που υποστήριζαν τους Μπολσεβίκους, και απλά ζητούσαν μια μορφή αυτονομίας στο πλαίσιο μιας πολυεθνικής, προλεταριακής Σοβιετικής Ένωσης.

Αυτός ο “εθνικός διχασμός” είχε σαν αποτέλεσμα ο εμφύλιος μεταξύ “Λευκών” και “Ερυθρών” να ξεσπάσει επίσης στην Ουκρανία, στην Εσθονία, στη Φιλανδία και αλλού. Επειδή, για μεγάλο χρονικό διάστημα οι Ρώσοι Μπολσεβίκοι είχαν καθηλωθεί στη ρωσική ενδοχώρα αντιμετωπίζοντας τους Ρώσους “Λευκούς” και τους ξένους συμμάχους τους, οι “Ερυθροί” των χωρών στις δυτικές περιφέρειες υπέστησαν σημαντικές ήττες από τους “Λευκούς” και τους εθνικιστές. Έτσι, με τη βοήθεια των Γερμανών η Φιλανδία ανακηρύχτηκε ανεξάρτητη ήδη από την άνοιξη του 1918.

Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς εμφανίστηκε στη Βαλτική ο βρετανικός στόλος προμηθεύοντας οπλισμό στους “Λευκούς” της Εσθονίας και της Λετονίας, ενώ παράλληλα βύθιζε ρωσικά πλοία και απέκλειε το λιμάνι της Κρονστάνδης. Τον Ιανουάριο του 1919 το γαλλικό και ελληνικό εκστρατευτικό σώμα αποβιβάστηκε στη νότιο Ουκρανία και συνενώθηκε, υπό γαλλική διοίκηση, με τα τοπικά στρατεύματα των “Λευκών”.

Σκοπός των δυτικών κυβερνήσεων ήταν να τελειώσουν το γρηγορότερο με το “μεγάλης κλίμακας” μπολσεβίκικο “πείραμα”, καθώς στις χώρες τους υπήρχε μεγάλος κοινωνικός αναβρασμός και εκδηλώνονταν μεγάλη συμπάθεια προς τους Ρώσους επαναστάτες. Αυτό φαίνεται και σε μια επιστολή του Βρετανού πρωθυπουργού Λόιντ Τζώρτζ προς τον Γάλλο Κλεμανσώ : «…. Ολόκληρη η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων στις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές της πτυχές, αμφισβητείται από τις μάζες του πληθυσμού από τη μία άκρη της Ευρώπης ως την άλλη».

Η ωμή επέμβαση όμως των δυτικών δυνάμεων υπέρ των αντεπαναστατών δυσαρεστούσε και ένα μεγάλο μέρος της ρωσικής κοινωνίας που υποστήριζε τους Μπολσεβίκους επειδή έβλεπε ότι ουσιαστικά επρόκειτο για έναν αμυντικό πόλεμο. Με τον τρόπο αυτό η κοινωνική επανάσταση στη Ρωσία αποκτούσε ταυτόχρονα και εθνικά-πατριωτικά χαρακτηριστικά. Αυτός ήταν και ο λόγος που ένα μεγάλο μέρος του μικροαστικού πληθυσμού, ακόμη και μερικών αριστοκρατών, συμπαρατάχτηκε με τους “Ερυθρούς”. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του διάσημου, αριστοκρατικής καταγωγής, στρατηγού Μπρουσίλοφ που παραδέχτηκε ότι «η επίγνωση του καθήκοντός μου προς το ρωσικό έθνος με έκανε να παρακούσω τα φυσικά κοινωνικά μου ένστικτα».

Η αποτυχία των συμμαχικών εκστρατειών

Η αποτυχία της διασυμμαχικής εισβολής στη Ρωσία δεν οφείλονταν όμως μόνο στην λυσσαλέα αντίσταση των “Ερυθρών” και στην αντίδραση των ντόπιων πληθυσμών που τους θεωρούσε δυνάμεις κατοχής, αλλά και στη σθεναρή άρνηση χιλιάδων στρατιωτών των εισβολέων, που είχαν επιβιώσει από τις πολύνεκρες μάχες του Βερντέν και του Μάρνη, να συνεχίσουν να πολεμούν σε μια ξένη χώρα. Σημαντικός παράγοντας ήταν επίσης και οι λαϊκές αντιδράσεις στις χώρες της Δύσης, όπου σημειώθηκαν μεγάλες απεργίες με βασικό σύνθημα “Κάτω τα χέρια από τη Ρωσία!”

Ενδεικτική της άσχημης κατάστασης στο δυτικό στρατόπεδο είναι η λεγόμενη “γαλλική ανταρσία στη Μαύρη Θάλασσα” τον Φεβρουάριο-Μάρτιο 1919 όταν Γάλλοι ναύτες στασίασαν και ενώθηκαν με τους κομουνιστές της Σεβαστούπολης. Προκάλεσαν μάλιστα σοβαρό επεισόδιο με Έλληνες στρατιώτες, γεγονός που είχε νεκρούς και τραυματίες και σταμάτησε μόνο μετά από αγγλική παρέμβαση. Ανάλογες ανταρσίες στρατιωτών σημειώθηκαν και σε άλλα μέτωπα, όπως τον Μάρτιο-Απρίλιο 1919 στη βόρεια περιοχή του Μουρμάνσκ από βρετανικά στρατεύματα, όταν Βρετανοί στρατιώτες συμπαρατάχτηκαν με τους Μπολσεβίκους.

Κάτω από αυτές τις δυσάρεστες συνθήκες, λίγους μόνο μήνες μετά την εισβολή, την άνοιξη του 1919, η πολυεθνική δύναμη της Δύσης αποσύρθηκε ταπεινωμένη από τη Ρωσία. Ειδικά για την Ελλάδα, οι συνέπειες της συμμετοχής της στην διασυμμαχική εκστρατεία στην Ουκρανία ήταν ολέθριες!  Εκτός από τους εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες στρατιώτες, ο Ελληνισμός της Μαύρης Θάλασσας, από την Οδησσό μέχρι το Βατούμι, υπέστη τα πάνδεινα από τους Μπολσεβίκους, οι οποίοι, ως γνωστόν, λίγα χρόνια αργότερα, στη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, πήραν ανοιχτά και πρακτικά το μέρος της Τουρκίας.

Το τέλος του τετραετούς εμφυλίου βρήκε τους Μπολσεβίκους να επικρατούν στη Ρωσία και στην Ουκρανία, που από τότε όπως φαίνεται συνεχίζει να αποτελεί “μήλον της έριδος”. Κερδισμένοι εδαφικά ήταν όμως και οι αντίπαλοι των Μπολσεβίκων που δημιούργησαν στις δυτικές περιοχές της πρώην τσαρικής Ρωσίας τα δικά τους εθνικά κράτη. Από την αρχή τα κύρια χαρακτηριστικά όλων των νέων κρατών ήταν ο αντιμπολσεβικισμός, ο αντισημιτισμός και κυρίως ο αντιρωσισμός τους.

Μετά την ατιμωτική τους ήττα, κύριος στόχος των δυτικών δυνάμεων ήταν πλέον η δημιουργία μιας “ουδέτερης ζώνης” (Cordon sanitaire) δυτικά της Ρωσίας αποτελούμενη από μια σειρά εχθρικών κρατών προς τη Ρωσία προκειμένου να περιοριστεί ο Μπολσεβικισμός μόνο στη Ρωσία. Γι αυτό, Λονδίνο και Παρίσι συνέχισαν να τα υποστηρίζουν γενναιόδωρα, παρά τον αντιδραστικό τους χαρακτήρα, με εξαίρεση την Τσεχοσλοβακία και τους αυταρχικούς τους ηγέτες, που κατά κανόνα ήταν πρώην υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί ευγενούς καταγωγής.

Η Ρωσία παραμένει στο στόχαστρο

Ο απομονωτισμός της νεοσυσταθείσας Σοβιετικής Ένωσης που επιβλήθηκε από τους δυτικούς δεν άργησε όμως να διαρραγεί. Ο νέος σύμμαχος που προέκυψε από την Συνθήκη του Ράπαλλο το 1922 ήταν μια άλλη ηττημένη χώρα του Μεγάλου Πολέμου, η Γερμανία, που αντιμετώπιζε τεράστια εσωτερικά προβλήματα. Επιπλέον, πολύ γρήγορα ο Λένιν βρήκε έναν καλό συνεργάτη στο πρόσωπο του Μουσταφά Κεμάλ. Όσο για την “προνοητική” Αγγλία, ήδη από το 1920 ξεκίνησε τις εμπορικές της σχέσεις με το νέο καθεστώς του Κρεμλίνου.

Η ελπίδα όμως της Δύσης να τεθεί το συντομότερο δυνατόν ένα τέλος στο επαναστατικό πείραμα στη Ρωσία παρέμεινε ζωντανή για δεκαετίες, προσμένοντας την εσωτερική κατάρρευση του σοσιαλιστικού καθεστώτος. Στη δεκαετία του τριάντα οι ελπίδες τους εναποτέθηκαν μάλιστα στη ναζιστική Γερμανία, επιτρέποντας τον επανεξοπλισμό της και ακολουθώντας την πολιτική του κατευνασμού απέναντί της, με τα γνωστά αποτελέσματα.

Σήμερα, περισσότερο από έναν αιώνα μετά την αποτυχημένη επέμβαση της Δύσης στην επαναστατική Ρωσία, παρατηρούνται ακόμη ορισμένες σταθερές όπως, για παράδειγμα, ο δυτικός επεκτατισμός προς Ανατολάς και οι ρωσοφοβικές τάσεις μεγάλου μέρους των ευρωπαϊκών ελίτ. Καταλύτης είναι ο πόλεμος δια αντιπροσώπων στην Ουκρανία. Ήδη ο ρωσόφοβος Γερμανός καγκελάριος Μερτζ θεωρεί ότι «η Ευρώπη δεν διάγει πλέον περίοδο ειρήνης», ενώ ο αμετροεπής Έλληνας πρωθυπουργός ισχυρίζεται εδώ και καιρό ότι «είμαστε σε πόλεμο με τη Ρωσία». Ο πρωθυπουργός της Πολωνίας Ντόναλντ Τασκ δεν διστάζει μάλιστα να ομολογήσει ότι ο πόλεμος κατά της Ρωσίας είναι «ο δικός μας πόλεμος», ενώ ο υπουργός Άμυνας της Λετονίας είχε παραδεχτεί ότι  «εμείς» θα διεξήγαμε «υβριδικό πόλεμο κατά της Ρωσίας».

Φαίνεται πως όντως η Δύση δεν εγκατέλειψε ποτέ τους στόχους της για τον ασφυκτικό εναγκαλισμό και περιορισμό της “Ρωσικής Αρκούδας”. Η ιστορία, ανεξάρτητα αν επαναλαμβάνεται ή όχι, σίγουρα πάντως διδάσκει.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx