Οι κατάσκοποι στην αρχαία Ελλάδα – Ποια ήταν τα τεχνάσματα τους

Οι κατάσκοποι στην αρχαία Ελλάδα – Ποια ήταν τα τεχνάσματα τους, Όλγα Μαύρου

Αναζητήσαμε τα τεχνάσματα κατασκοπείας και αντικατασκοπείας που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες εν καιρώ ειρήνης αλλά και στις μάχες, στην προσπάθειά τους να μαθαίνουν τα σχέδια των αντιπάλων τους, αλλά και να κρατούν μυστικά τα  δικά τους. Στοιχεία για το πως κινούνταν οι κατάσκοποι στην αρχαία Ελλάδα βρήκαμε στον Ξενοφώντα, στους “Παράλληλους Βίους” του Πλούταρχου, στα “Στρατηγήματα” του Μακεδόνα Πολύαινου, στο ομότιτλο έργο του Ρωμαίου Φροντίνου, στον Τίτο Λιβιο καθώς και στον Αρκάδα σύγχρονο του Ξενοφώντα Αινεία τον Τακτικό, όπως και σε ειδική μελέτη επί του θέματος.

Οι πηγές αυτές αναφέρουν ενδιαφέροντα στοιχεία για το πώς εργάζονταν οι αρχαίοι Έλληνες κατάσκοποι, εναντίον δυστυχώς πολύ συχνά άλλων ελληνικών πόλεων. Μεγάλο πρόβλημα ήταν η προφορά! Οι διάλεκτοι δεν έπαιζαν ρόλο σε όσους κατασκόπους μετακινούνταν ως έμποροι ή ήταν επισήμως κατάσκοποι, αφού διέμεναν π.χ. ως πρόξενοι σε άλλες πόλεις. Όμως όσοι δεν ήταν έμποροι, δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την διαφορετική προφορά τους, οπότε έπρεπε να μένουν βουβοί όταν τρύπωναν π.χ. στην αγορά μιας εχθρικής πόλης. Κάποιοι παρίσταναν τους κουφούς ή τους άλαλους, αλλά κι αυτό τραβούσε την προσοχή πάνω τους και τους καθιστούσε υπόπτους.

Στις πόλεις εν καιρώ πολέμου απαγορευόταν να γίνονται πομπές και γιορτές εκτός των τειχών, αλλά μερικές φορές επιτρεπόταν να βγαίνουν οι γυναίκες, πολλές από τις οποίες φρόντιζαν και για τις καλλιέργειες των χωραφιών, μια που οι άνδρες έλειπαν στον πόλεμο. Σε δύο περιπτώσεις έχει καταγραφεί ότι κατάσκοποι των εχθρών ντύθηκαν με γυναικεία ρούχα και κατάφερα να μπουν τις πόλεις μαζί με τον κύριο όγκο των γυναικών που επέστρεφαν από τα χωράφια. Το έκανε και ο Επαμεινώνδας, ο Θηβαίος, στην Αρκαδία, γιατί σε μια γιορτή οι γυναίκες του εχθρού έκαναν κάθε απόγευμα ένα είδος περιπάτου έξω από τα τείχη. Ο Επαμεινώνδας έστειλε άνδρες ντυμένους γυναίκες και μπήκαν κι αυτοί στην πόλη μαζί με τις ανυποψίαστες γυναίκες όταν βράδιασε, οπότε αργότερα άνοιξαν τις πύλες στους συντρόφους τους.

Κανείς συγγραφέας δεν είναι ιδιαίτερα αναλυτικός πάντως σε αυτό το ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα, μια που όσες πρακτικές εξακολουθούσαν να εφαρμόζονται κατά την περίοδο της συγγραφής, έπρεπε να μείνουν μυστικές “για εθνικούς λόγους”. Όμως αναφέρουν παλιές τεχνικές και κάποιες από τις σύγχρονές τους, που ήταν γνωστές τοις πάσι. Ο Ξενοφώντας γράφει ότι καλό είναι «να μεριμνούμε για ύπαρξη κατασκόπων πριν από την κήρυξη ενός πολέμου, ώστε να είναι υπήκοοι κράτους φιλικού και προς τον εχθρό και προς εμάς, καθώς και να είναι έμποροι, γιατί όλα τα κράτη όταν εισάγουν αγαθά, τα παίρνουν από φιλικά διακείμενους εμπόρους. Είναι και οι ψευδαυτόμολοι χρήσιμοι. Ομως πρέπει να είμαστε πάντα προσεκτικοί με τους κατασκόπους μας ακόμα κι αν τους έχουμε εμπιστοσύνη, γιατί όσο αξιόπιστοι κι αν είναι, δύσκολα δίνουν εγκαίρως τις πληροφορίες τους».

Εξαγορά συνειδήσεων

Το γεγονός ότι ο Ξενοφών δεν αναφέρεται σε προδότες των αντιπάλων, δηλαδή σε εχθρούς που εξαγοράζονταν και γίνονταν κατάσκοποι, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν. Η απουσία αυτής της κατηγορίας κατασκόπων από το κείμενό του έχει πολλές ερμηνείες, όχι πάντως την ανυπαρξία τους.  Η εξαγορά ή δωροδοκία από τον εχθρό ή τον αντιπολιτευόμενο ήταν σχεδόν αναμενόμενη μάλιστα σε πολλές περιοχές. O Λεύκων Α’ βασιλιάς του Βοσπόρου, επειδή ήξερε ότι τα χρέη έκαναν ευάλωτο σε δωροληψία τον άνθρωπο, απέλυε όσους σωματοφύλακες μάθαινε ότι έπαιζαν ζάρια ή άλλα τυχερά παιχνίδια της εποχής εκείνης (390 π.Χ.)

Οι φρουροί στις εισόδους μιας πόλης αλλά και όσοι είχαν την εποπτεία της περιφέρειας εν καιρώ πολέμου, άλλαζαν συχνά ώστε να μειώνεται η πιθανότητα να δωροδοκηθούν –και σήμερα η CIA δεν κρατά συνήθως άτομα στο ίδιο πόστο πάνω από δύο χρόνια. Σημαντικός παράγοντας σε όλα αυτά ήταν και το πολίτευμα της κάθε πόλης-κράτους ή χώρας. Στα δημοκρατικά καθεστώτα αυτοί οι μηχανισμοί έπρεπε να στήνονται επί τούτου, ενώ στα αυταρχικά, όπως στην αυλή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ή στην Σπάρτη, ο “εσωτερικός εχθρός” ήταν δεδομένος και γι΄αυτό υπήρχε δίκτυο αστυνόμευσης και παρακολούθησης αρκετά εκτεταμένο.

Τα κράτη όπως η Περσία είχαν επίσης αυτό τον εσωτερικό μηχανισμό ιδιαίτερα ενεργό και αυτός έμμεσα προστάτευε το κράτος και από εξωτερικούς εχθρούς. Το ίδιο ίσχυε και σε τυραννικά καθεστώτα στη Μεγάλη Ελλάδα. Παρ΄όλα αυτά, είχαν όλες οι πολιτείες της αρχαιότητας ειδικό μηχανισμό κατασκοπείας για ξένα κράτη, ανεξαρτήτως της τρόπον τινά εσωτερικής ασφάλειας που διέθεταν για τον έλεγχο της αντιπολίτευσης, για τυχόν συνωμοσίες, στάσεις, απόπειρες δολοφονίας ή ανατροπής κ.λπ.

Οι αναλώσιμοι

Ο Κινέζος στρατηγός Σουν Τσου, που πέθανε την εποχή που η Ελλάδα αντιμετώπιζε την Περσική απειλή, δίνει μια εικόνα για τη δίκη του χώρα, όπου διακρίνει πέντε κατηγορίες κατασκόπων. Μία κατηγορία είναι οι “ιθαγενείς” (όσοι είχαν γεννηθεί στη χώρα του εχθρού και άρα προδότες του λαού τους γενικώς), μία άλλη είναι οι “εντός” (εχθροί κι αυτοί, αλλά σε σημαντικά πόστα στην πατρίδα τους που δουλεύουν όμως πλέον για λογαριασμό ξένης δύναμης) και μία τρίτη, είναι οι λεγόμενοι “διπλοί” (δηλαδή κατάσκοποι του εχθρού που τους μεταστρέφει κάποιος και τους παίρνει με το μέρος του).

Η τέταρτη κατηγορία είναι των “αναλώσιμων” ή “προς θάνατο”,  και  ο Σουν Τσου εννοεί εκείνους στους οποίους δίνει ο στρατηγός επίτηδες κατασκευασμένες πληροφορίες με σκοπό να εξαπατήσει τον εχθρό όταν αυτός συλλάβει και ανακρίνει τον κατάσκοπο. Η πέμπτη κατηγορία είναι οι “προς επιβίωση” και σε αυτήν ανήκουν όσοι στέλνονται για να συλλέξουν πληροφορίες από το εχθρικό στρατόπεδο και επιστρέφουν με πληροφορίες.

Παραπλανητικές πληροφορίες διοχέτευαν και οι Έλληνες όταν μπορούσαν. Ο Φίλιππος παραπληροφόρησε τους Αθηναίους, στέλνοντας μήνυμα στον Αντίπατρο ότι επαναστάτησε η Θράκη και έπρεπε να σπεύσουν και οι δύο τους εκεί. Φρόντισε ο αγγελιοφόρος να πέσει στα χέρια των Αθηναίων, οι οποίοι νόμισαν ότι είχαν στα χέρια τους αυθεντική πληροφορία, οπότε χαλάρωσαν και έτσι νικήθηκαν –σύμφωνα με τον Πολύαινο στην Άμφισσα.

 Στις Συρακούσες ο Ιέρων πλήρωνε γυναίκες που παρέσυραν τους άνδρες σε κατανάλωση κρασιού “για να τους παίρνουν λόγια” (τις ποταγωγίδες), ενώ  πλήρωνε και τους  ωτακουστές, που πήγαιναν σε “ταβέρνες” της εποχής και έστηναν αυτί. Και στην Κύπρο υπήρχαν τέτοιοι μηχανισμοί, με πληροφοριοδότες που ενημέρωναν τις αρχές για όσα συζητούσε ο κόσμος. Αυτοί αν μάθαιναν κάτι που αφορούσε ξένες δυνάμεις, θα το μάθαιναν παρεμπιπτόντως, γιατί η βασική δουλειά τους ήταν να μαθαίνουν αν απειλείται ο ίδιος ο τύραννος.

Ποιος “έκαψε” το Νικία;

Ο Νικίας από την άλλη, είχε “αυτιά και μάτια” στις Συρακούσες ήδη από το 417 και μέχρι το 413 π.Χ., όταν και εκτελέσθηκε. Αυτοί οι πληροφοριοδότες ήταν ως επί το πλείστον αριστοκράτες από τους Λεοντίνους που είχαν γίνει πολίτες των Συρακουσών το 422 και παρέμεναν σε αυτές. Ήταν προσωπικές επαφές του Νικία. Η αποτυχία του στην σικελική εκστρατεία οφειλόταν κατά πάσα πιθανότητα σε δικές του εσφαλμένες εκτιμήσεις και στις ικανότητες του Σπαρτιάτη Γύλιππου να ενισχύει το στόλο του.

Δεν μπορεί κανείς να ξέρει με σιγουριά αν οι πληροφοριοδότες του Νικία τον είχαν ενημερώσει για τις ενισχύσεις του Γυλίππου, δεδομένου ότι ίσως να μην το γνώριζαν ούτε εκείνοι. Εν προκειμένω θα μπορούσε να μην ηττηθεί μόνον αν είχε κατασκόπους στην Σπάρτη ή στην Κόρινθο και στη Λευκάδα και στους Θούριους που ενίσχυαν τους Σπαρτιάτες. Άλλοι ιστορικοί πάντως υποστηρίζουν ότι οι Λεοντίνοι “κατάσκοποι” μετέφεραν επίτηδες στο Νικία την εσφαλμένη πληροφορία ότι ο στόλος του Γυλίππου ήταν ασήμαντος, επειδή εκείνο που τους ενδιέφερε ήταν η δική τους παραμονή στην άρχουσα τάξη των Συρακουσών και όχι τόσο η ανεξαρτησία της “πρώην πατρίδας” τους, δηλαδή των Λεοντίνων, οπότε εξυπηρέτησαν στην κρίσιμη στιγμή τα συμφέροντα των Συρακουσίων.

Παράλληλα έπαιξε ρόλο ότι ως πλούσιος αριστοκράτης και έμπορος είχε προσωπικά συμφέροντα στη Σικελία, όπως και ότι επεδίωκε με πάθος την ειρήνη με Σπαρτιάτες και Συρακουσίους. Όχι μόνον δεν εισακούσθηκε, αλλά τον έβαλαν τελικά και επικεφαλής της εκστρατείας που ο ίδιος απέρριπτε με πάθος.Ο δε Γύλιππος –όλα έπαιξαν το ρόλο τους– ήθελε με πάθος να νικήσει, γιατί ο παππούς του είχε κατηγορηθεί ότι δωροδοκήθηκε από τον Περικλή προκειμένου να υπογραφεί ειρήνη με την Αθήνα.

Στην Σπάρτη η “ασφάλεια” ήταν αυστηρή και εν καιρώ ειρήνης, τόσο για τυχόν απόπειρες ανατροπής ή για φιλικές σχέσεις με τους Αθηναίους, όσο και για προδοσίες προς ξένους λαούς.  Ο Παυσανίας που “συνομιλούσε” με τους Πέρσες (και που πέθανε τελικά από ασιτία μέσα σε ναό), προδόθηκε από έναν δούλο του. Αυτός ο δούλος θα παρέδιδε επιστολή του Παυσανία σε άνθρωπο του Ξέρξη, αλλά επειδή είχε παραξενευτεί που οι δούλοι του Παυσανία εξαφανίζονταν συχνά από προσώπου γης, από περιέργεια άνοιξε την επιστολή. Εκεί εκτός από τις πληροφορίες για το σπαρτιατικό στρατό προς τους Πέρσες, διάβασε ότι ο παραλήπτης της επιστολής θα έπρεπε να τον σκοτώσει επί τόπου, μόλις λάμβανε το μήνυμα. Οπότε ο άνδρας έντρομος έτρεξε πήγε στους Εφόρους και κατήγγειλε τον Παυσανία.

Συχνά ο φίλος ή σύμμαχος ήταν στην πραγματικότητα εχθρός. Όταν ο Ουεντίδιος (Ventidius) στον πόλεμο κατά των Πάρθων κατάλαβε ότι ένας φαινομενικά σύμμαχός του φύλαρχος ήταν στην πραγματικότητα εχθρικά διακείμενος, άρχισε να του “εκμυστηρεύεται” όσα φοβόταν ότι θα μπορούσαν να πάνε ανάποδα για τους Ρωμαίους, ενώ στην πραγματικότητα του έλεγε όσα ήλπιζε να συμβούν. Με αυτό τον τρόπο παραπλάνησε τους Πάρθους και τους έβαλε ουσιαστικά να χάσουν 40 μέρες, ώσπου έφθασαν ενισχύσεις στις λεγεώνες του και νίκησε.

Στη μάχη

Όμως η κατασκοπεία ήταν σημαντική και στη διάρκεια των μαχών και στις πολιορκίες. Πολλοί, για να πληροφορηθούν τα σχέδια του εχθρού, έστελναν στρατιώτες που παρίσταναν τους εξόριστους ή τους αυτομολήσαντες, ώστε να αποκτήσουν την εμπιστοσύνη των εχθρών και να μάθουν τα σχέδιά τους. Οι αυτομολήσεις ταν αρκετά συχνό φαινόμενο στην αρχαιότητα και δεν κινούσαν πάντα υποψίες οι ψευδοαυτόμολοι.

Στα στρατόπεδα, τη νύχτα έβαζαν μουλάρια και άλλα ζώα να τρέχουν πάνω κάτω σε σημεία με πολύ χώμα ή άμμο, για να νομίζουν οι εχθροί ότι εκεί υπήρχε μεγάλο σώμα στρατού. Επίσης άναβαν πολλές φωτιές στο στρατόπεδό τους για να δημιουργούν την ψευδαίσθηση μεγάλης δύναμης. Άλλοτε άναβαν τις φωτιές, ενώ ησύχως οι άνδρες μεταφέρονταν σε άλλο σημείο, με αποτέλεσμα οι εχθροί να νομίζουν ότι ο κύριος όγκος παρέμενε στρατοπεδευμένος.

Συχνή τακτική ήταν και αυτή του Νικόστρατου των Αιτωλών εναντίον της Ηπείρου, που συγκέντρωνε στρατό σε άλλο σημείο, αλλά άφηνε σε άσχετο σημείο δυνάμεις που να παραπλανούν τον εχθρό του. Στα στρατόπεδα ελέγχονταν κάθε τόσο οι στρατιώτες, κοιτώντας ο καθένας τον διπλανό του, γιατί συχνά ο εχθρός έστελνε τη νύχτα κατασκόπους με στολές κλεμμένες.

Ο Σκιπίων ο Αφρικανός για να μάθει τις άμυνες του εχθρού του Σύφακα της Νουμιδίας, έστειλε εκεί μια πρεσβεία ακολουθούμενη από δούλους που ήταν στην πραγματικότητα κατάσκοποι. Οι “δούλοι” άφησαν επίτηδες ελεύθερο ένα άλογο όταν πλησίαζαν και μετά παρίσταναν ότι το κυνηγούσαν να το πιάσουν, κάνοντας ουσιαστικά επιθεώρηση σε όλες τις άμυνες στα τείχη. Ο Σκιπίων νίκησε τελικά.

Αποστολές μηνυμάτων

Ο αυτοεξόριστος στην Περσία Σπαρτιάτης Δημάρατος (4ος αιώνας π.Χ.), έστειλε στην πατρίδα του την πληροφορία ότι ο βασιλιάς Ξέρξης σκόπευε να εκστρατεύσει εναντίον της Σπάρτης.  Για να μην διαβαστεί το μήνυμα, το σκάλισε στην ξύλινη επιφάνεια των πινακίδων και τις κάλυψε με κερί. Κατόπιν έστειλε τις φαινομενικά άγραφες πινακίδες στη Σπάρτη, όπου η γυναίκα του βασιλιά Λεωνίδα Γοργώ, μαντεύοντας το τέχνασμα, αποκάλυψε την κρυμμένη πληροφορία.

Οι Άραβες είχαν  τη συνήθεια να μεταφέρουν μηνύματα με φωτιές και καπνό στα βουνά, αλλά  ήξεραν ότι οι εχθροί τους πλέον το γνώριζαν. Οπότε έδιναν εντολή να συνεχίζονται αυτές οι πρακτικές χωρίς διακοπή μέχρι να πλησιάσει πραγματικά ο εχθρός, και τότε αίφνης να διακόπτονται. Ο εχθρός νόμιζε τότε ότι οι Άραβες δεν είχαν αντιληφθεί την παρουσία του και προχωρούσε πιο χαλαρός, με αποτέλεσμα όμως να αιφνιδιάζεται και να ηττάται. Άλλοι λαοί έγραφαν μηνύματα στο δέρμα ζώων νεκρών ή ζωντανών ή και τα έκρυβαν κάτω από τις ουρές ζώων. Άλλοι έγραφαν στα θηκάρια σπαθιών.

Οι Σπαρτιάτες είχαν κρυπτογραφημένα σύμβολα ίσως και από τον 7ο π.Χ. αιώνα. Χρησιμοποιούσαν και την κρυπτεία σκυτάλη (Πλούταρχος, Βίος Λυσάνδρου, 19,5), η οποία ήταν μισή σκυτάλη, καθώς η άλλη μισή είχε αφεθεί στους Εφόρους στη Σπάρτη. Οι στρατηγοί περιέλισσαν με συγκεκριμένο τρόπο μια λωρίδα υφάσματος στη μισή σκυτάλη και όταν αυτή έφθανε τη Σπάρτη, οι Έφοροι έβαζαν τη λωρίδα στην όμοια σκυτάλη που είχε επάνω γράμματα και την διάβαζαν. Άλλες φορές Αθηναίοι και Σπαρτιάτες έγραφαν με καθρέφτη, όμως αυτό εγκαταλείφθηκε γιατί πλέον όλοι έμαθαν το τέχνασμα.

Άλλοι χρησιμοποιούσαν ένα προσυμφωνημένο κώδικα με αντιμετάθεση συλλαβών. Υπήρχαν βεβαίως και οι γνωστές φρυκτωρίες και υδραυλικά συστήματα και άλλες μέθοδοι που μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Ο κανόνας ήταν να μην μπορεί κανείς να μαντέψει την επόμενη κίνησή σου στον πόλεμο. Στην Ισπανία όταν ρώτησαν τον στρατηγό Κοΐντο Μέτελλο Πίο τι σκόπευε να κάνει την επόμενη μέρα, απάντησε «αν το ήξερε αυτό ο χιτώνας μου, θα τον έκαιγα», αλλά και ο Κράσσος σε τέτοια ερωτήματα απαντούσε: «Γιατί ρωτάς; Φοβάσαι ότι δεν θα ακούσεις τη σάλπιγγα;».

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι