Οι Σοβιετικοί τσακίζουν τον Χίτλερ – Κυνήγι από την Ουκρανία ως τον Βιστούλα
08/04/2021Στις 22 Ιουνίου 1944 οι Σοβιετικοί εκδήλωσαν την μεγαλύτερη, έως τότε, αντεπίθεσή τους με στόχο την καταστροφή της γερμανικής Ομάδας Στρατιών (ΟΣ) ”Κέντρο”. Έχοντας έχοντας επιτύχει σε αυτό ήταν τώρα έτοιμοι να επιτεθούν και κατά της γερμανικής Ομάδας Στρατιών “Βόρειας Ουκρανίας”. Το χτύπημα που ο Χίτλερ περίμενε μήνες τώρα τελικά θα δινόταν, αλλά στον χρόνο επιλογής του αντιπάλου και με τις γερμανικές εφεδρείες, ειδικά τις τεθωρακισμένες, σκορπισμένες στους τέσσερις ανέμους, κυριολεκτικά, σε μια μάταιη προσπάθεια να συγκρατήσουν την σοβιετική προέλαση στη Λευκορωσία.
Την επίθεση θα εξαπέλυε το 1ο Ουκρανικό Μέτωπο (Μέτωπο: σχηματισμός αντίστοιχος της Ομάδας Στρατιών των δυτικών στρατών), υπό τον στρατάρχη Κόνιεφ, το ισχυρότερο του Κόκκινου Στρατού. Ο Κόνιεφ τις παραμονές της επίθεσης είχε στη διάθεσή του επτά σώματα αρμάτων, τρία μηχανοκίνητα σώματα, έξι μεραρχίες ιππικού και 72 Μεραρχίες Τυφεκιοφόρων (ΜΤ).
Συνολικά παρέτασσε πάνω από 1.000.000 άνδρες, 1.614 άρματα και πυροβόλα εφόδου και 14.000 πυροβόλα και βαρείς όλμους, ενώ από αέρος υποστηρίζονταν από 2.806 αεροσκάφη. Την επίθεση θα υποστήριζε από Βορρά και η αριστερή πτέρυγα του 1ου Λευκορωσικού Μετώπου του Ροκοσόφσκι, η οποία δεν είχε εμπλακεί σοβαρά στον αγώνα, ως τότε. Ο Χίτλερ δεν θέλησε ποτέ να πιστέψει ότι ο Κόκκινος Στρατός διέθετε τέτοια ισχύ, ώστε να είναι σε θέση να συγκεντρώσει απίστευτα ισχυρές δυνάμεις σε δύο τμήματα του Ανατολικού Μετώπου ταυτόχρονα.
Αντίπαλες δυνάμεις, διάταξη και σχέδια
Στην γερμανική πλευρά, μετά την μετάθεση του Μόντελ, την διοίκηση της Ομάδας Στρατιών “Βόρειας Ουκρανίας” είχε αναλάβει ο στρατηγός Χάρπε. Διέθετε πέντε μεραρχίες αρμάτων, μια μηχανοκίνητη μεραρχία και 34 Μεραρχίες Πεζικού (ΜΠ). Συνολικά παρέτασσε 900.000 άνδρες, 900 άρματα, πυροβόλα εφόδου και κυνηγούς αρμάτων και 6.000 πυροβόλα και βαρείς όλμους, ενώ υποστηρίζονταν από αέρος από 700 περίπου αεροσκάφη.
Παράλληλα οι Γερμανοί είχαν οργανώσει ισχυρά την περιοχή. Η γερμανική οργανωμένη τοποθεσία εκτεινόταν σε βάθος 30 χλμ. Εντός της τοποθεσίας είχαν οργανωθεί τρεις γραμμές άμυνας και οι πόλεις Βλαντιμίρ, Βολίντσκι, Μπόντυ, Ζόλοτσεφ, Ράβα Ρουσκάγια και Στανισλάφ, είχαν μετατραπεί σε πολύ καλά οχυρωμένα σημεία στηρίγματος της άμυνας. Ο Χάρπε διέθετε την 1η και την 4η Στρατιά Πάντσερ και την 1η Ουγγρική Στρατιά.
Το κέντρο βάρος της άμυνας ήταν η πόλη του Λβοφ. Εκεί οι Γερμανοί ανέμεναν να ριχτεί το βάρος της σοβιετικής επίθεσης και εκεί είχαν διαθέσει το 3ο Σώμα Πάντσερ τους. Οι Σοβιετικοί, στον τομέα αυτό, δεν ήταν σε θέση να παραπλανήσουν τους Γερμανούς σχετικά με τη συγκέντρωση των δυνάμεών τους. Επιχείρησαν ωστόσο να τους παραπλανήσουν σχετικά με τον κύριο τομέα επίθεσής τους.
Έγιναν προσπάθειες να πειστούν οι Γερμανοί ότι η μεγάλη επίθεση θα εκδηλώνονταν στον νότιο τμήμα του μετώπου, με πρώτο αντικειμενικό σκοπό το Στανισλάφ και όχι προς την κατεύθυνση του Λβοφ. Οι σοβιετικές προσπάθειες ήταν εν μέρει επιτυχείς. Οι Γερμανοί εντόπισαν μεν την συγκέντρωση της Σοβιετικής 1η Τεθωρακισμένης Στρατιάς (ΤΘΣ) της Φρουράς, αλλά όχι και της 3ης Στρατιάς της Φρουράς και της 13ης Στρατιάς, βόρεια και νότια του Λβοφ, αντίστοιχα.
Οι Γερμανοί, έχοντας πάρει σκληρό μάθημα από την καταστροφή της Ομάδας Στρατιών “Κέντρο” αποφάσισαν, στις 12 Ιουλίου, να αποσύρουν το πεζικό τους από τα προωθημένα χαρακώματα, ώστε να μην υποστεί άσκοπες απώλειες από τον προπαρασκευαστικό βομβαρδισμό των Σοβιετικών. Είχαν άλλωστε πληροφορίες ότι η επίθεση επέκειτο. Ο Κόνιεφ επίσης πληροφορήθηκε από τις περιπόλους του την κίνηση των Γερμανών και αποφάσισε να ξεκινήσει τη επίθεση χωρίς προπαρασκευή πυροβολικού.
Οι δυνάμεις του Χίτλερ αμύνονται
Στις 13 Ιουλίου το πεζικό του ξεχύθηκε μπροστά. Η νέα μεγάλη επίθεση άρχιζε. Οι Γερμανοί όμως, όντας καλύτερα προετοιμασμένοι και καλύτερα υποστηριζόμενοι, αντιμετώπισαν με μεγαλύτερη επιτυχία την σοβιετική έφοδο. Παρόλα αυτά στις 15 Ιουλίου το γερμανικό μέτωπο στην περιοχή του Μπρόντυ έσπασε, αλλά δεν διαλύθηκε. Ο στρατηγός Χάρπε έριξε τότε την 1η και την 8η Μεραρχία Πάντσερ στη μάχη, προσπαθώντας να ανατρέψει τους Σοβιετικούς, εκμεταλλευόμενος και την ηρωική άμυνα της φρουράς του Λβοφ, που είχε καταφέρει να σταματήσει τους Σοβιετικούς.
Η STAVKA (Ανώτατη Σοβιετική Διοίκηση) είχε διατάξει τον Κόνιεφ να μην ρίξει στη μάχη την 3η Τεθωρακισμένη Στρατιά της Φρουράς και την 4η Τεθωρακισμένη Στρατιά, οι οποίες αποτελούσαν το δεύτερο κλιμάκιο της διάταξής του. Ωστόσο ο Σοβιετικός στρατάρχης δεν υπάκουσε. Μόλις πληροφορήθηκε ότι οι δυνάμεις του είχαν επιτύχει ένα μικρό ρήγμα στο γερμανικό μέτωπο, στην περιοχή του Κοτλόφ, διέταξε πρώτα την 3η Τεθωρακισμένη Στρατιά της Φρουράς και κατόπιν την 4η Τεθωρακισμένη Στρατιά να περάσουν μέσω του ρήγματος και να αποδιαρθρώσουν την γερμανική άμυνα σε βάθος.
Παράλληλα βόρεια κινητοποίησε την 1η Τεθωρακισμένη Στρατιά της Φρουράς, υπό τον αντιστράτηγο Κατούκοφ, τον Σοβιετικό Γκουντέριαν και την Μηχανοκίνητη Στρατιά του στρατηγού Μπαράνοφ. Η κίνηση ματ του Κόνιεφ απέδωσε. Παρά την ηρωική αντίσταση των δύο μεραρχιών πάντσερ του Χάρπε, ανατολικά της πόλης, οι τεθωρακισμένες αιχμές της 3ης Τεθωρακισμένης Στρατιάς της Φρουράς έφτασαν στα προάστια του Λβοφ.
Η αντεπίθεση των Σοβιετικών
Στις 18 Ιουλίου η αριστερή πτέρυγα του Ροκοσόφσκι, στον Βορρά, επιτέθηκε με τη σειρά της. Τα σοβιετικά κτυπήματα ήταν πλέον κλιμακωτά και απανωτά, ώστε οι Γερμανοί να μην είναι σε θέση να αντιδράσουν, έχοντας εμπλέξει τις εφεδρείες τους. Σε δύο μέρες οι δυνάμεις του 1ου Λευκορωσικού Μετώπου είχαν ανατρέψει τις γερμανικές αντιστάσεις και η Σοβιετικές 8η Στρατιά της Φρουράς και 69η Στρατιά βάδιζαν προς την πολωνική πόλη Λούμπλιν. Στις 20 Ιουλίου έγινε και η απόπειρα κατά του Χίτλερ από ομάδα Γερμανών αξιωματικών και η σύγχυση γενικεύτηκε.
Στο μεταξύ η μάχη του Λβοφ συνεχιζόταν. Οι Γερμανοί αντιστάθηκαν με λύσσα και ο Χάρπε μετέφερε δυνάμεις από τον τομέα του Στανισλάφ, νότια, στο Λβοφ. Ο Κόνιεφ δεν επιθυμούσε να καθηλώσει τις ταχυκίνητες στρατιές του γύρω από το Λβοφ και αποφάσισε να αφήσει την εξάλειψη του θυλάκου στο πεζικό. Όμως η κατάσταση ήταν πλέον οριακή για τους Γερμανούς.
Η παράδοση του Μπρόντυ, πέραν του ότι άφησε 30.000 Γερμανούς αιχμαλώτους στα χέρια των Σοβιετικών, απελευθέρωσε τους σχηματισμούς πεζικού των Σοβιετικών, οι οποίοι μπορούσαν τώρα να διατεθούν στο Λβοφ. Στις 24 Ιουλίου η 1η Τεθωρακισμένη Στρατιά της Φρουράς του Κατούκοφ, βόρεια και η 3η Τεθωρακισμένη Στρατιά της Φρουράς, υπό τον Ρυμπάλκο, νότια, είχαν κλείσει τελείως τον κλοιό γύρω από το Λβοφ και μάλιστα είχαν φτάσει 70χλμ. δυτικότερα, στον ποταμό Σαν και εγκατέστησαν εκτεταμένα προγεφυρώματα.
Προέλαση ως τον Βιστούλα
Η φρουρά του Λβοφ πάντως κατάφερε να διαφύγει, το μεγαλύτερο μέρος της τουλάχιστον, στις 26 Ιουλίου. Η πόλη εκκαθαρίστηκε οριστικά την επομένη από το σοβιετικό πεζικό. Την ίδια μέρα οι σοβιετικές δυνάμεις έφταναν στους πρόποδες των Καρπαθίων, καταλαμβάνοντας την πόλη του Πρζεμίσλ. Η σοβιετική διοίκηση, ενώπιον της νέας αυτής επιτυχίας, έθεσε νέου φιλόδοξους στόχους. Νέος αντικειμενικός σκοπός τέθηκε τώρα η διάβαση του μεγάλου ποταμού Βιστούλα.
Προς τα εκεί προωθήθηκαν δυνάμεις του 2ου Λευκορωσικού Μετώπου, του στρατηγού Ζαχάροφ, αλλά και του 1ου Λευκορωσικού Μετώπου του Ροκοσόφσκι, οι οποίες κατάφεραν να περάσουν τον ποταμό και να εγκαταστήσουν προγεφύρωμα στην περιοχή του Μαγκνούτσεφ. Την 1η Αυγούστου οι Σοβιετικοί στρατιώτες αντίκριζαν την Βαρσοβία. Αλλά και οι δυνάμεις του Κόνιεφ πέρασαν τον Βιστούλα στην περιοχή του Σαντομίερτς.
Συνεχίζοντας την προέλασή του, ο Κόνιεφ, υποχρέωσε την Ομάδα Στρατιών “Βόρειας Ουκρανίας” σε υποχώρηση από την περιοχή της Γαλικίας – νότια Πολωνία – κόβοντάς την στη μέση και υποχρεώνοντας το ήμισυ να αναζητήσει στήριξη στα Καρπάθια και το άλλο στη δυτική όχθη του Βιστούλα, σε όσο μήκος μπορούσε να την ελέγξει. Παρόλα αυτά η γερμανική αντίσταση δεν κατέρρευσε.
Οι Γερμανοί εξαπέλυσαν, στις 8 Αυγούστου ισχυρή αντεπίθεση κατά του σοβιετικού προγεφυρώματος στο Μαγκνούτσεφ, αλλά δεν πέτυχαν την εξάλειψη του. Κατόπιν αυτού η σοβιετική επίθεση σταμάτησε. Αυτή ήταν η τελευταία μεγάλη σύγκρουση στο Ανατολικό Μέτωπο, μέχρι τον Ιανουάριο του 1945. Μόνο νότια, στα Βαλκάνια θα συνεχίζονταν οι επιχειρήσεις, υποχρεώνοντας τους Γερμανούς να εγκαταλείψουν τις πρόσκαιρες, όπως αποδείχτηκαν, κατακτήσεις τους.