Οι Βαλεαρίδες νήσοι κατά την αρχαιότητα
03/06/2024Μετά τον δεκαετή πόλεμο της Τροίας αρκετοί Έλληνες βρέθηκαν να τριγυρνούν περιπλανώμενοι στα πέλαγα είτε επειδή δυσκολεύονταν να βρουν τον δρόμο της επιστροφής είτε επειδή διώχθηκαν ως εξόριστοι μετά την επιστροφή τους στην ιδιαίτερη πατρίδα, καθώς η εκεί πολιτική κατάσταση είχε στο μεταξύ αλλάξει.
Λέγεται λοιπόν ότι κάποιοι Βοιωτοί ή Ρόδιοι άγγιξαν το πιο μακρινό κομμάτι της Δυτικής Μεσογείου όπου μέχρι τότε είχαν περιπλανηθεί Έλληνες ναυτικοί. Επρόκειτο για μία συστάδα νησιών, στα οποία έδωσαν τα ονόματα Γυμνήσιαι και Πιτυοῦσσαι. Γυμνήσιαι επειδή οι ιθαγενείς κάτοικοι κυκλοφορούσαν γυμνοί το καλοκαίρι, ή επειδή έφεραν ελαφρύ οπλισμό (γυμνῆται). Πιτυοῦσσαι επειδή ήταν γεμάτα από πεύκα. Σύμφωνα με τον Λυκόφρονα (Αλεξάνδρα 633 κ.ε.) οι Βοιωτοί προέρχονταν από διάφορες περιοχές της Βοιωτίας (Γλα, Χαιρώνεια, περιοχή Κωπαΐδας, Τανάγρα, κ.α.), ενώ σύμφωνα με τον Στράβωνα (14.2.10) οι πρώτοι Έλληνες που αγκυροβόλησαν στα νησιά ήταν Ρόδιοι.
Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους το όνομα του νησιωτικού συμπλέγματος άλλαξε αρχικά σε Βαλίαρες και Βαλιαρίδες (Baliares, Baliarides) για να επικρατήσει από την εποχή του Αυγούστου μέχρι σήμερα ο τύπος Βαλεαρίδες (Baleares). Ο Διόδωρος Σικελιώτης (5.17.1) ετυμολογεί τη λέξη Βαλιαρίδες από το ρήμα βάλλω επειδή οι κάτοικοι ήταν ικανότατοι στο να ρίχνουν μεγάλες πέτρες με τις σφεντόνες τους. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή (Στράβων, 14.2.10) βαλεριεῖς αποκαλούνταν στα φοινικικά οι ελαφρώς οπλισμένοι και δεν αποκλείεται να βρίσκεται πίσω από το όνομα ο φοινικικός θεός Βάαλ (Baal), ενώ ο Λίβιος (Periochae 60) το συνάπτει με έναν άγνωστο σε εμάς σύντροφο του Ηρακλή, ο οποίος λεγόταν Βαλίος και ξέμεινε εκεί κατά την εκστρατεία εναντίον του Γηρυόνη.
Οι Γυμνήσιαι περιελάμβαναν δύο κύρια νησιά: ένα μεγαλύτερο νησί (λατινικά: insula maior) και ένα μικρότερο (insula minor). Από δω έλκουν την καταγωγή τους τα σημερινά ονόματα Μαγιόρκα και Μινόρκα (Mallorca/Maiorca, Menorca/Minorca· οι τύποι Maiorica και Menorica μαρτυρούνται ήδη τον 3ο αι. μ.Χ.). Τα δύο νησιά φημίζονταν για την εύφορη γη και τα μεγάλα και ρωμαλέα μουλάρια τους. Η καλλιέργεια του αμπελιού και της ελιάς ήταν ανύπαρκτη. Επειδή όμως οι κάτοικοι τρελαίνονταν για κρασί, έκαναν εισαγωγή οίνου. Επιπλέον, επειδή το ελαιόλαδο σπάνιζε σε αυτούς χρησιμοποιούσαν ένα είδος ελαίου φτιαγμένου από εκχύλισμα σχίνου ανακατεμένο με χοιρινό λίπος. Την εποχή του Διόδωρου Σικελιώτη (1ος αι. π.Χ.), οι Γυμνήσιαι αριθμούσαν πάνω από 30.000 κατοίκους.
Οι Πιτυοῦσσαι περιλάμβαναν δύο νησιά: το ένα με τη ρωμαϊκή ονομασία Ebusus λέγεται σήμερα Ibiza και το άλλο με την ονομασία Colubraria (δηλ. Ὀφιοῦσσα = γεμάτη φίδια) καλείται σήμερα Formentera. Το έδαφος αυτών των νησιών πρόσφερε μέτριες δυνατότητες αμπελοκαλλιέργειας και η παραγωγή λαδιού είχε προκύψει μετά από μπόλιασμα αγριελιών. Φημίζονταν όμως για το απαλό μαλλί των προβάτων τους.
Οι Βαλεαρίδες νήσοι
Αρχικά, οι Βαλεαρίδες αποτελούσαν έδρα του λεγόμενου Ταλαγιωτικού πολιτισμού· ο συγκεκριμένος προϊστορικός πολιτισμός παραπέμπει σε έναν πολεμικό λαό που ήξερε να χτίζει οχυρωμένες πόλεις. Από τον 6ο αι. π.Χ. και μετά κατίσχυσε η καρχηδονιακή-φοινικική κουλτούρα· λέγεται ότι για πρώτη φορά τότε οι ιθαγενείς αποφάσισαν να φορούν χιτώνα (Στράβων, 3.5.1). Το 202 π.Χ. τα νησιά πέρασαν στη σφαίρα της ρωμαϊκής κυριαρχίας, το 455 μ.Χ. κατακτήθηκαν από τους Βάνδαλους, το 534 από τους Βυζαντινούς και το 768 από τους Άραβες. Την εποχή του Αυγούστου (27 π.Χ.-14 μ.Χ.) ξέσπασε τρομερός λιμός εξαιτίας του ανεξέλεγκτου πολλαπλασιασμού κουνελιών και οι κάτοικοι των νησιών αναγκάστηκαν να ζητήσουν βοήθεια από τη Ρώμη. Τον 1ο αι. μ.Χ. οι Βαλεαρίδες λειτούργησαν ως τόπος εξορίας. Τον καιρό της βυζαντινής κυριαρχίας ο πληθυσμός τους εκχριστιανίσθηκε σημαντικά.
Σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας οι κάτοικοί τους φημίζονταν ως δεινοί χειριστές σφεντόνας. Σύμφωνα με τις περιγραφές του Λυκόφρονα, Διόδωρου και Στράβωνα (έ.α.) γυμνοί, ξυπόλητοι, κρατώντας στο ένα χέρι δέρμα κατσίκας σαν ασπίδα, τριγυρνούσαν οπλισμένοι με τρεις σφεντόνες· μία γύρω από το κεφάλι ή τον τράχηλο, μία γύρω από την κοιλιά και την τρίτη γύρω από το χέρι. Από τη νηπιακή ηλικία μάθαιναν τη χρήση της και οι μητέρες δεν έδιναν στ’ αγόρια ψωμί να φάνε, παρά μόνον εάν το πετύχαιναν ως στόχο με τη σφεντόνα τους.
Οι Γυμνήσιοι έτρεφαν μεγάλη αγάπη για τις γυναίκες και εάν κάποιος πειρατής τους άρπαζε γυναίκα, πρόσφεραν τρεις ή τέσσερεις άνδρες, προκειμένου να την εξαγοράσουν. Δεν χρησιμοποιούσαν πολύτιμα μέταλλα και εμπόδιζαν την εισαγωγή αργυρών ή χρυσών νομισμάτων για να μην επιβουλευθεί κανείς τα υπάρχοντά τους. Μάλιστα, όσες φορές πολέμησαν ως μισθοφόροι στο πλευρό των Καρχηδονίων, δεν έφεραν χρήματα πίσω στην πατρίδα τους, αλλά με τον μισθό που λάμβαναν αγόραζαν γυναίκες και οίνο (Διόδωρος, 5.17.3).
Η κυκλοφορία μύθων γύρω από περιπλανώμενους Έλληνες μαχητές του Τρωικού Πολέμου στον χώρο της Μεσογείου ενισχύθηκε την εποχή του μεγάλου αποικισμού (μέσα 8ου-τέλη 6ου αι. π.Χ.): για ευνόητους λόγους: οι Έλληνες άποικοι της δυτικής και ανατολικής Μεσογείου διεκδικούσαν δικαίωμα εγκατάστασης σε περιοχές εκτός Ελλάδας όπου είχαν πρωτο-εγκατασταθεί ή αναπτύξει εμπόριο οι Μυκηναίοι πρόγονοί τους.
Μετά το 650 π.Χ. σημειώθηκε ζωηρή εμπορική κίνηση από Καρχηδόνιους και Έλληνες στα νησιά των Βαλεαρίδων, καθώς αυτά βρίσκονται κοντά στην Ιβηρική χερσόνησο και όχι μακριά από τις ακτές της βόρειας Αφρικής. Στο πέρασμα των αιώνων οι φιλήσυχοι κάτοικοι των Γυμνησίων συνέχισαν να ζουν και να απολαμβάνουν την όμορφη γη τους. Μέχρι που τα τελευταία χρόνια τούς επισκέφτηκε το σύγχρονο τέρας του υπερτουρισμού για να ταράξει την ήρεμη ζωή τους. Έχοντας, όμως, επιβιώσει από τους κατά καιρούς κατακτητές, υπάρχει ελπίδα ότι θα επιλύσουν τελικά και αυτό το πρόβλημα.