Όταν ο Βενιζέλος παρέδιδε μαθήματα διπλωματίας 100 χρόνια πριν
21/01/2019Ο συνεχιζόμενος λεκτικός πόλεμος μεταξύ των δύο απερχόμενων υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας, Νίκου Κοτζιά και Πάνου Καμμένου, με τον δεύτερο να εξαπολύει μύδρους κατά του πρώτου, δεν καταδεικνύει μόνο την εργαλειοποίηση των εθνικών θεμάτων προς όφελος μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων. Κυρίως προδηλώνει την ενυπάρχουσα θεωρητική ένδεια και τη συνακόλουθη πενία για παραγωγή πολιτικής, η οποία καθίσταται δραματική εάν συγκριθεί με την πολιτική που άσκησε πριν 100 χρόνια ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Το σύνολο σχεδόν των ελληνικών κυβερνήσεων της μεταπολιτευτικής περιόδου, δεν κατόρθωσαν να διαμορφώσουν μια συγκροτημένη πρόταση εσωτερικής-εξωτερικής πολιτικής, για τη διασφάλιση των στοιχειωδών στόχων (οικονομική, κοινωνική και πολιτική ευημερία) της ελλαδικής κοινωνίας και του εξωελλαδικού ελληνισμού.
Επανερχόμενοι στη συγκαιρινή πολιτική πραγματικότητα, με τα εθνικά θέματα –Αιγαίο, Κύπρο, Σκοπιανό, Βόρεια Ήπειρο, Θράκη– ανοικτά και τους διαφαινόμενους κομματικούς κλυδωνισμούς με φόντο την ενδεχόμενη επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από το ελληνικό Κοινοβούλιο, μας δίδεται η ευκαιρία να διδαχθούμε από το ιστορικό παρελθόν. Συγκεκριμένα, πριν από έναν ακριβώς αιώνα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, παρέδιδε μαθήματα διπλωματίας στο Συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων, για την πραγμάτωση του αέναου εθνικού στόχου της εθνικής ολοκλήρωσης.
Εν μέσω εύθραυστων γεωπολιτικών συνθηκών, ρευστότητας-αβεβαιότητας ως προς τα κίνητρα-προθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων για τη διαμόρφωση του μεταπολεμικού κόσμου, ανακατανομών ισχύος-συμφερόντων και αναδιανομών εδαφών, θα επιδιώξει την αναβίβαση της περιφερειακής θέσης-ρόλου της Ελλάδας, μέσω της αύξησης της διαπραγματευτικής του ισχύος.
Συγκεκριμένα από τον Νοέμβριο του 1918, διεξάγονταν διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ελλάδας και των δυνάμεων της Ανταντ για τα εδαφικά ανταλλάγματα που εδύνατο να λάβει η πρώτη, συνδράμοντας πολιτικοστρατιωτικά –με το Α’ Σώμα του Ελληνικού Στρατού– στην εκστρατεία των συμμαχικών Δυνάμεων στην Ουκρανία. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ως ομοτράπεζος των νικητριών δυνάμεων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, καλείται να συνδιαλαγεί με τους ταγούς της διεθνούς διπλωματίας –τον Αμερικανό πρόεδρο Γούντροου Ουίλσον, τον Βρετανό πρωθυπουργό Λόυντ Τζωρτζ και τον Γάλλο πρωθυπουργό Ζωρζ Κλεμανσώ.
Υιοθετώντας την αρχή της αρμονικής δράσης και συνεργασίας, προβάλλει την Ελλάδα ως θεματοφύλακα των στρατηγικών συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων (ιδίως της Βρετανίας) στην Εγγύς-Μέση Ανατολή, για να επιτύχει την εδαφική ολοκλήρωση του ελληνικού έθνους.
Ο Βενιζέλος τεκμηριώνει τις ελληνικές εδαφικές αξιώσεις
Στις 6 Ιανουαρίου του 1919, ο Έλληνας πρωθυπουργός, υποβάλλει στο Ανώτατο Συμβούλιο της Διασκέψεως των Παρισίων, το επίσημο υπόμνημα (το οποίο ο ίδιος συνέταξε) για τις ελληνικές εδαφικές αξιώσεις. Εν συνεχεία, στις 22 Ιανουαρίου 1919, αναπτύσσει προφορικά τα επιχειρήματα της Αθήνας για την επιδίκαση των επιζητούμενων περιοχών με αξονικό κριτήριο την αρχή των εθνοτήτων –το δωδέκατο από τα δεκατέσσερα σημεία που διακήρυξε ο πρόεδρος Ουίλσον στις 8 Ιανουαρίου του 1918 σε κοινή συνεδρίαση του αμερικανικού Κογκρέσου, οριοθετώντας τις κεντρικές αρχές της μεταπολεμικής διεθνούς τάξης.
Χρησιμοποιώντας τις αρχές της κλασικής διπλωματίας –εντιμότητα, ειλικρίνεια, μετριοπάθεια, αυτοσυγκράτηση και αβρότητα– σε συνδυασμό με την αρχή του “ένωνε και επηρέαζε”, επικεντρώνεται στον εντοπισμό κοινών συμφερόντων σε περιφερειακά ζητήματα με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Με τις ΗΠΑ για την Κοινωνία των Εθνών, με τη Γαλλία για την ελληνική πολιτικοστρατιωτική της εμπλοκή στην Ουκρανία, με τη Βρετανία για την Κύπρο– ενισχύοντας την πολιτικοδιπλωματική συνεργασία και την ανάπτυξη αμοιβαίας καλής θέλησης μεταξύ των συνδαιτυμόνων του.
Όπως περιγράφει ο Αμερικανός αντιπρόσωπος Τσαρλς Σέυμουρ, ο Βενιζέλος «[…] αντιλαμβανόμενος ότι το ισχυρότερο όπλο του θα ήταν η δική μας πίστη στην εντιμότητά του, πήρε την απόφαση να ανοίξει τα χαρτιά του και να μας μιλήσει με απόλυτη ειλικρίνεια –και αυτό νομίζω ότι έκανε. Η ιδιοφυΐα αυτής της πολιτικής θυμίζει σχεδόν Μπίσμαρκ. Αν είχε επιχειρήσει καμιά από τις διπρόσωπες συναλλαγές που κάνουν διάφοροι άλλοι, θα είχε αποτύχει. Τώρα είχε όλη μας τη συμπαράσταση. Η πολιτική του διακρίνεται για τη μετριοπάθειά της». (M. L. Smith, Το όραμα της Ιωνίας, σ.142)
Ο Βενιζέλος διαμόρφωσε εξωτερική πολιτική
Αναλυτικότερα, η διπλωματική πράξη του Ελευθέριου Βενιζέλου ανάγεται σε αξονικό μέσο και διαμορφωτικό παράγοντα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Οριοθετεί τους κεντρικούς πολιτικούς στόχους με γνώμονα τους πραγματικούς-δυνητικούς, εσωτερικούς-εξωτερικούς συντελεστές ισχύος, συνυπολογίζοντας ταυτόχρονα τους αντίστοιχους εθνικούς στόχους των περιφερειακών του συνδαιτυμόνων, ως προς το μέτρο συμβατότητάς τους. Κατά τούτο, εδραζόμενος στο διεθνές δικαίωμα της προστασίας-αυτονομίας των λαών που βρίσκονται υπό οθωμανικό καθεστώς, θα επιζητήσει τη διαρρύθμιση των ελληνικών χωρογεωγραφικών-πολιτικών συνόρων με στόχο την εθνική ομογενοποίηση στις κρίσιμες περιφέρειες των Βαλκανίων, της Μικράς Ασίας και των νησιών του Αιγαίου.
Για την επιδίκαση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα, θα αξιοποιήσει το πληθυσμιακό, το πολιτισμικό, το γεωγραφικό και το κριτήριο της αποτελεσματικής άσκησης πολιτικής κυριαρχίας. Οριοθετώντας τα γεωγραφικά τμήματα που δύναται να προσαρτηθούν στην Αλβανία, απολήγει στη σχετική υπεροχή του ελληνικού στοιχείου έναντι του αλβανικού (120.000 Έλληνες και 80.000 Αλβανοί).
«Η Ελλάς ισχυρίζεται ότι ο μικτός ούτος πληθυσμός δέον κατ’ ανάγκην να επιδικασθή εις αυτήν, διότι θα ήτο αντίθετος προς πάσαν δικαιοσύνην η υπαγωγή μιας πλειονότητας με ανώτερον πολιτισμόν εις μίαν μειονότητα με πολιτισμόν κατώτερον. Δεδομένου ότι η Αλβανία δεν θα ηδύνατο να ζήση ως κράτος ανεξάρτητον, άνευ ξένης κηδεμονίας, δεν βλέπει και δια ποίον λόγον ο μικτός ούτος πληθυσμός θα ώφειλε να συμπεριληφθή εις το Αλβανικόν κράτος, ανίκανον, τουλάχιστον προς το παρόν, να έχη κυβέρνησιν, εντελώς αυτόνομον, και ουχί εις το Ελληνικόν κράτος, το οποίον έχει ήδη ανεξάρτητον πολιτική ζωήν» (Τα Κείμενα του Ελευθερίου Βενιζέλου, τομ. β’, σ. 508-509).
Συνακόλουθα, καταδεικνύει την πληθυσμιακή υπεροχή του ελληνικού στοιχείου (730.822 κατοίκους) στις περιοχές της Θράκης-Κωνσταντινούπολης. Αξιολογώντας τους στόχους των περιφερειακών του συνδαιτυμόνων, υπό το πρίσμα της πραγματικής-δυνητικής ισχύος που διαθέτουν για την πραγμάτωσή τους, εγείρει το οικονομικό συμφέρον της Σόφιας για διασφάλιση εμπορικής εξόδου στο Αιγαίο. Επίσης, το δυνητικό στρατηγικό συμφέρον της εκκολαπτόμενης Τουρκίας, αναφορικά με το μελλοντικό καθεστώς της Κωνσταντινούπολης.
Επιδεικνύοντας μετριοπάθεια ως προς τις ελληνικές εδαφικές αξιώσεις, εγείρει τη στρατηγική αναγκαιότητα για τη διατήρηση της τοπικής ισορροπίας ισχύος στα Βαλκάνια με αντικειμενικό πολιτικό στόχο να αποτραπεί η κάθοδος της Βουλγαρίας στο Αιγαίο πέλαγος. «Εάν διατηρήση την ακτήν του Αιγαίου, θα δυνηθή να χρησιμοποιήση το Πόρτο-Λάγο, ίνα εγκαταστήση εκεί εξαίρετον βάσιν υποβρυχίων, ήτις θα της επιτρέψη να ανατρέψη υπέρ αυτής την ισορροπίαν των δυνάμεων μεταξύ αυτής και της Ελλάδος». (Τα Κείμενα του Ελευθερίου Βενιζέλου, τομ. β’, σ. 511).
Αρχή των εθνοτήτων
Τοιουτοτρόπως, θα επιστρατεύσει ένα σύνολο επιχειρημάτων για να αποτρέψει μια ενδεχόμενη παραχώρηση της Κωνσταντινούπολης στο (νέο) τουρκικό κράτος. Εκκινώντας από την αρχή των εθνοτήτων, που κατά εφαρμογή του 12ου άρθρου του Προέδρου Ουίλσον, «η Οθωμανική επικυριαρχία δέον να διατηρηθή μόνον εις “τα τουρκικά εδάφη της σημερινής Αυτοκρατορίας”», θα καταδείξει την πληθυσμιακή υπεροχή του ελληνικού στοιχείου στον γηγενή πληθυσμό και το αναμφίλεκτο ιστορικό –ως Κοσμόπολη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας– και θρησκευτικό του κεκτημένο –έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Συνακόλουθα, η εφαρμογή της αρχής των εθνοτήτων προδιέγραφε και την επίλυση του Ανατολικού Ζητήματος, μέσω του περιορισμού της οθωμανικής επικυριαρχίας «εις το εσωτερικόν των χώρων όπου πραγματικώς υπερισχύει το τουρκικόν στοιχείον». Στο πλαίσιο αυτής της συλλογιστικής, ο Βενιζέλος θα περιορίσει τις ελληνικές εδαφικές αξιώσεις στην περιοχή της Ιωνίας. Ενώ για να διασφαλίσει το αδιάσειστο των στατιστικών του στοιχείων –αριθμητική υπεροχή των Ελλήνων– θα χρησιμοποιήσει ένα διπλωματικό τέχνασμα, συμπεριλαμβάνοντας τους ελληνικούς πληθυσμούς των παρακείμενων νησιών του Αιγαίου στη δυτική Μικρά Ασία.
«[…] τα βιλαέτια του Αϊδινίου και της Προύσης, ως και εις τα Σαντζάκια των Δαρδανελλίων και της Νικομήδειας, κατοικούν, εις μάζας συμπαγείς και συνεχείς, 1.013.195 Έλληνες. Ούτοι αποτελούν το κύριον στοιχείον του ιθαγενούς πληθυσμού. […]. Εάν εις αυτόν προσθέσωμεν και τους σχεδόν εν τω συνόλω αυτών ελληνικούς, πληθυσμούς των γειτονικών νήσων Ίμβρου, Τενέδου, Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου, Ικαρίας, Ρόδου, Δωδεκανήσων και Καστελλορίζου, οίτινες γεωγραφικώς και οικονομικώς αποτελούν μέρος αυτού, ο Ελληνισμός της Δυτικής Μικράς Ασίας αντιπροσωπεύει δύναμιν 1.383.333 κατοίκων» (Τα Κείμενα του Ελευθερίου Βενιζέλου, τομ. β’, σ. 518).
Αναγκαίες θυσίες
Ομοίως και στο ζήτημα των νησιών του Αιγαίου, ο Βενιζέλος θα επικαλεσθεί το ιστορικό-εθνολογικό κριτήριο ως κατευθυντήρια αρχή για την επιδίκασή τους, στην Ελλάδα. «Όσον αφορά τας νήσους, αύται είναι Ελληνικαί από χιλιετηρίδων και ως τοιαύται οφείλουν άπασαι να επανέλθουν εις την Ελλάδα, μη γινομένης εξαιρέσεως ουδέ δι’ εκείνας, αι οποίαι, δια λόγους στρατηγικούς, δεν επεδικάσθησαν εις αυτήν κατά τους Βαλκανικούς πολέμους» (Τα Κείμενα του Ελευθερίου Βενιζέλου, τομ. β’, σ. 521).
Αντίστροφα και συνυπολογίζοντας τα ανταγωνιστικά συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων θα προβεί «εις τας αναγκαίας μερικάς θυσίας δια να ασφαλίση μεγάλα αποτελέσματα». Επίσημα, δεν έγειρε εδαφικές αξιώσεις για την Κωνσταντινούπολη, λόγω των ζωτικών συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων, και για την Κύπρο, λόγω των βρετανικών συμφερόντων. Ωστόσο, κατά την ανάπτυξη των ελληνικών εδαφικών διεκδικήσεων στο Συμβούλιο των Δέκα (3 Φεβρουαρίου 1919) θα συμπεριλάβει και την Κύπρο.
Τέλος, ως προς το ζήτημα του ποντιακού ελληνισμού, θα αναλύσει τους γεωγραφικούς, γεωστρατηγικούς και πολιτικούς παράγοντες που καθιστούσαν ισχνή την αξίωση εθνικής ανεξαρτησίας και τη δημιουργία ποντιακού κράτους. Επίσης, θα προτείνει την ενσωμάτωση του βιλαετιού της Τραπεζούντας (με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση ελληνικού πληθυσμού) στο κράτος της Αρμενίας.
Τα αποτελέσματα της διπλωματικής πράξης του Βενιζέλου αποκρυσταλλώνονται στο γράμμα της Συνθήκης των Σεβρών, με την πραγμάτωση του αέναου εθνικού στόχου, της Μεγάλης Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Χάρη στην προορατική του ενόραση, τη στρατηγική του οξυδέρκεια και τη διπλωματική του μαεστρία, ερειδόμενος στη διπλωματική αρχή του ένωνε και επηρέαζε, αξιοποίησε τα όποια παράθυρα ευκαιρίας για την αύξηση της ελληνικής διαπραγματευτικής ισχύος.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο έπεισε τους πολιτικούς ηγέτες των Μεγάλων Δυνάμεων (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία) ότι δύνατο να αποτελέσει τον θεματοφύλακα των ζωτικών τους συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή. Συνεπώς, και λόγω της κατατριβής της Ιταλίας από τους ομοτράπεζούς της (Αγγλία, Γαλλία) στη Μικρά Ασία, θα επιτύχει όχι μόνο την ελληνική επικυριαρχία στη Σμύρνη αλλά και την πραγμάτωση (σε πολύ μεγάλο βαθμό) της εθνικής ολοκλήρωσης.