Πώς έκλειναν ραντεβού στην αρχαία Αθήνα

Πώς έκλειναν ραντεβού στην αρχαία Αθήνα, Όλγα Μαύρου

Η μέτρηση του χρόνου είναι σημαντική για να συνεννοούμαστε οι άνθρωποι μεταξύ μας, αλλά και για να καθορίζουμε τις ενέργειές μας ατομικά, π.χ. πότε να πάρουμε ένα χάπι. Στην αρχαιότητα η αίσθηση του χρόνου ήταν πολύ διαφορετική για όλους τους λαούς, εντούτοις έπρεπε π.χ να αλλάζουν βάρδιες, να κανονίζουν συναντήσεις ή να ξυπνήσουν οπωσδήποτε νωρίς για το χωράφι του γαιοκτήμονα. Επίσης, έπρεπε να ξέρουν ότι δεν θα τους έκλεβαν όσοι πληρώνονταν με την ώρα και όχι με τη μέρα, όπως οι επαγγελματίες ρήτορες ή δικηγόροι της εποχής, όσοι έκαναν ιδιαίτερα στο παιδί στο σπίτι. Και δεν αρκούσαν τα ηλιακά ρολόγια, γιατί υπήρχε και η νύχτα αλλά και οι συννεφιές. Βέβαια, στην αρχαία Αθήνα, οι Αθηναίοι τότε διέθεταν ένα εσωτερικό ρολόι που σήμερα έχει ατονήσει, όμως αυτό δεν αρκούσε.

Οι συγγραφείς κωμωδιών με όσα γράφουν δείχνουν ότι μάλλον ο μέσος Αθηναίος το 400 π.Χ. δεν είχε και τόσο πάθος με την μεγάλη ακρίβεια στη μέτρηση της ώρας, καθώς το “ἡμιώριον” ακουγόταν κυριολεκτικά ως ανέκδοτο στις κωμωδίες της εποχής και το συναντάμε στα σοβαρά για πρώτη φορά το 30 π.Χ. στον Στράβωνα και νωρίτερα μόνον σε μία κωμωδία του Μένανδρου ειρωνικά. Επίσης, ίσως είχε αναφερθεί σε ένα απόσπασμα που αποδίδεται στον αστρονόμο Ίππαρχο τον Ρόδιο.

Η μεγάλη ακρίβεια θεωρείτο πρακτικά ανέφικτη στην αρχαία Αθήνα και ο κοσμάκης μάλλον μπερδευόταν με τους αστρονόμους της εποχής, με τα ζώδια και τους αστέρες και τους γνώμονες. Οι κλεψύδρες έφταναν και περίσσευαν για τους περισσότερους και γι΄αυτό μέχρι τους Αλεξανδρινούς και τη ρωμαϊκή κατάκτηση, η λέξη “ώρα” δεν είχε καμία σχέση με αυτό που εννοούμε σήμερα. Στην καθομιλουμένη η “ώρα” σήμαινε πολλά, όχι όμως το 1/24 της ημέρας, παρά μόνον για τον Πλάτωνα και μερικούς λόγιους.

Για τη συντριπτική πλειοψηφία σήμαινε την εποχή, αλλά και την έγνοια –π.χ. “ὑπὲρ τούτων οὐδ᾽ ὀλίγην ἔθεντο ὤρην”, δηλ, δεν έδιναν δεκάρα για τούτους, εξ ου και η “ολιγωρία”. Η συνηθέστερη έννοια ήταν της χρονικής περιόδου ή εποχής. Ἐλεγαν “ὥρα θερινή” και εννοούσαν την εποχή του καλοκαιριού, “ἐν τῇ πέρυσιν ὥρᾳ” (περσινή χρονιά) και “νυκτὸς ἐν ὥρῃ” (έγινε όταν ήταν νύχτα), καθώς και “ἐπὶ πολλὴν ὥραν” (πήρε πολλή ώρα) ή “πρὸ ὥρας (πριν την κατάλληλη στιγμή), τα δε “ὡραῖα” ήταν οι καρποί της εποχής.

Επίσης υπήρχαν τρεις ή έξι Ώρες, κόρες του Δία και της Θέμιδος, αδελφές των τριών Μοιρών και των Νυμφών που παρακολουθούν τα έργα των ανθρώπων και θεωρούνταν βοηθοί του Ήλιου. Στον Όμηρο διαβάζουμε ότι άνοιγαν και έκλειναν τις πύλες του Ολύμπου με σύννεφα. Οι δε Αλεξανδρινοί συγγραφείς ανέβασαν τον αριθμό των θεών Ωρών σε δώδεκα, αναφέροντάς τες ως κόρες της Γαίας και του Χρόνου, επειδή ήθελαν να καθιερωθεί παντού το δωδεκάωρο.

Η καθημερινότητα

Ο μέσος Αθηναίος στην κλασική εποχή είχε ανάγκη από μια σχετικά χαλαρή εκτίμηση του χρόνου. Εξάλλου καμία κλεψύδρα δεν ήταν ίδια με την άλλη ώστε να υπάρχει ακρίβεια πεντάλεπτου ή δεκάλεπτου με τα σημερινά δεδομένα. Επίσης όσες είχαν νερό και όχι άμμο, ήταν συχνά ανακριβείς λόγω της θερμοκρασίας που επηρέαζε τη ροή του ύδατος. Πάντα είχες δικαιολογία να στήσεις κάποιον στην αρχαία Αθήνα και μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο δημόσιο “ρολόι” ή γνώμονας στήθηκε στην Σπάρτη, ίσως το 550π.Χ.

Οι περισσότεροι Αθηναίοι δεν ζούσαν ή δούλευαν δίπλα σε δημόσιο ηλιακό ρολόι ή γνώμονα. Στην πράξη όσοι εργάζονταν, δούλευαν από την ανατολή μέχρι τη δύση. Η κλεψύδρα με άμμο ή νερό γεμιζόταν κάθε πρωί και είχε και διαβαθμίσεις για να υπολογίζεται ο χρόνος με μεγαλύτερη ακρίβεια. Ήταν χρήσιμη και τη νύχτα, ενώ την ημέρα μετρούσαν όλοι κάπως χονδρικά το χρόνο με τη σκιά τους -ήξεραν μάλιστα όλοι τους εμπειρικά ότι η σκιά εξαρτιόταν και από την εποχή.

Σήμερα ξέρουμε ότι παίζει ρόλο και το γεωγραφικό πλάτος, όμως τότε ούτως ή άλλως κάθε πόλη είχε το δικό της ηλιακό ρολόι και δεν ενδιαφερόταν διόλου ο Αθηναίος για το τι ώρα είναι στη Σπάρτη, στη Μίλητο ή στις Συρακούσες. Οι πλούσιοι πιθανόν να διέθεταν ήδη από τον 5ο αιώνα ακόμα και ξυπνητήρι, ως χρονόμετρο στην ουσία, κυρίως για να βλέπουν αν αποδίδουν οι δούλοι τους και στην Εκκλησία του Δήμου και στα δικαστήρια είχαν κλεψύδρες για να ελέγχεται η διάρκεια των ομιλιών. Ομως δεν υπήρχε το κυνήγι του χρόνου που βιώνουμε σήμερα.

Τα ξυπνητήρια

Οι φτωχοί δεν περίμεναν να τους ξυπνήσουν πάντα τα κοκόρια. Μπορούσαν να έχουν ένα φτηνό ξυπνητήρι, με μια κλεψύδρα, γιατί τα υδραυλικά ρολόγια και οι νέες εφευρέσεις ήταν ακριβά αξεσουάρ. Στο προσιτό ξυπνητήρι, το νερό έσταζε από πολύ λεπτό σωληνάκι σε ένα μεγαλύτερο δοχείο, η στάθμη του νερού στο δεύτερο ανέβαινε και μαζί της ανέβαινε και ένας φελλός στον οποίο ήταν σφηνωμένο κάθετα ένα λεπτό και μακρύ κομμάτι ξύλου.

Όταν το ξυλαράκι ανέβαινε σε ένα ορισμένο ύψος, έσπρωχνε και ανέτρεπε ένα αντικείμενο που είχε τοποθετηθεί επί τούτου σε συγκεκριμένο σημείο και πέφτοντας, έκανε κρότο. Από αυτά, όμως ίσως κυρίως από τα πιο ακριβά και περίπλοκα υδραυλικά ρολόγια ίσως προέκυψε και η φράση “κύλησαν οι ώρες”.

«Τα κοκόρια ήταν παγκοσμίως τα πρώτα ζωντανά ξυπνητήρια το ξημέρωμα. Από τους πρώτους που προχώρησαν πέρα από τα κοκόρια ήταν ο φιλόσοφος Πλάτων. Ο Αθήναιος περιγράφει ένα μεγάλο ρολόι νερού που ο Πλάτων κατείχε και που ηχούσε μέσα στη νύχτα: Ο φιλόσοφος ξυπνούσε και προετοιμαζόταν για την πρωινή διδασκαλία», αναφέρει ο ιστορικός δημοσιογράφος Κάρολος Μπροὐσαλης στο historyreport.gr.

Στο ξυπνητήρι του Πλάτωνα υπήρχαν τέσσερα κεραμικά δοχεία κάθετα συνδεδεμένα, όπου όταν το νερό μαζευόταν στο δεύτερο, έπεφτε απότομα στην τρίτη φιάλη που είχε μικρό στόμιο και καθώς ο αέρας έβγαινε “βίαια” από αυτήν,  σφύριζε όπως η τσαγιέρα που βράζει. Στην τέταρτη φιάλη μαζευόταν μετά το νερό για να ξαναχρησιμοποιηθεί.

Άλλοι πιθανόν να διάθεταν κεριά και ήξεραν χονδρικά πόση ώρα ήθελαν για να καούν. Αυτά ειδικά στους ελληνορωμαϊκούς χρόνους ίσως είχαν διαβαθμίσεις, καθώς οι άνθρωποι στερέωναν στο κερί καρφιά ανά ώρα ή σε συγκεκριμένες αποστάσεις το ένα από το άλλο και καθώς το κερί έλιωνε, έπεφτε το πρώτο καρφί και έτσι “άκουγαν” ότι πέρασε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα.

Πάντως ενώ ξέρουμε ότι το κερί είχε αυτή τη χρήση το 500 π.Χ. στην Κίνα, δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι γινόταν χρήση του κεριού για τον υπολογισμό του χρόνου την Ελλάδα την εποχή εκείνη. Οι Κινέζοι για να θυμίζουν την ώρα, χτυπούσαν γκονγκ. Δεν έχουμε στοιχεία τι ανάλογο γινόταν στην Ελλάδα μέχρι τον εκχριστιανισμό, όταν πλέον οι περισσότεροι για να μαθαίνουν την ώρα, στηρίζονταν στις καμπάνες της εκκλησίας.

Οι Αέρηδες

Ίσως και στην αρχαία Αθήνα είχαν κάποιο τρόπο να θυμίζουν σε όλους το πέρασμα της ώρας. Δεν υπάρχουν στοιχεία επ΄ αυτού. Το ρολόι στον Πύργο των Ανέμων που κατασκευάσθηκε με σχέδια του Έλληνα αστρονόμου Ανδρόνικου Κυρρήστου περίπου το 50 π.Χ, ήταν το ακριβέστερο ρολόι της εποχής και ξακουστό. Στις οκτώ πλευρές του διέθετε εξωτερικά ηλιακά ρολόγια, ενώ εσωτερικά είχε και υδραυλικό, συνδυάζοντας δύο τεχνολογίες. Όταν είχε συννεφιά ή έβρεχε, το ρολόι στηριζόταν μόνον στον υδραυλικό μηχανισμό του. Θεωρείται βέβαιο ότι μέσα είχε ένα προηγμένο υδραυλικό μηχανισμό που δεν διασώθηκε. Επίσης εσωτερικά είχε και ένα πλανητάριο. Εξωτερικά διέθετε ανεμοδείκτη.

Το τροφοδοτούσε νερό από την Ακρόπολη, το οποίο συγκεντρωνόταν σε υπερυψωμένη δεξαμενή, από όπου ένας σωλήνας διοχέτευε υπό συνεχή πίεση νερό σε ένα χάλκινο κυλινδρικό δοχείο που έπαιζε τον ρόλο “ελατηρίου ρολογιού”. Αυτό θεωρείται ότι ανύψωνε αργά έναν σφαιρικό φελλό στο εσωτερικό του και με τροχαλίες μετακινείτο ένα σακί με άμμο. Το σακί μετακινούσε με αργό ρυθμό τον δίσκο του ρολογιού.

Για να διατηρείται σταθερή η υδροστατική πίεση στη μεγάλη δεξαμενή, έτσι
ώστε το νερό να ρέει στο χάλκινο δοχείο με κανονικό ρυθμό, εκτιμάται ότι στο μέσον υπήρχε ένας σωλήνας, ο οποίος όταν ξεπερνιόταν η καθορισμένη στάθμη, άδειαζε το πλεονάζον νερό προς τρεις κρήνες. Κάθε 24 ώρες, ένας επιστάτης ρύθμιζε εκ νέου το ρολόι αδειάζοντας το νερό του κυλινδρικού δοχείου.

Γιατί 12 ώρες;

Ήδη από το  440 π.Χ. ο Ηρόδοτος έγραφε ότι οι Έλληνες χώριζαν τη μέρα σε 12 ώρες και ότι το έμαθαν αυτό από τους Βαβυλώνιους: «…δοκέει δέ μοι ἐνθεῦτεν γεωμετρίη εὑρεθεῖσα ἐς τὴν Ἑλλάδα ἐπανελθεῖν. πόλον μὲν γὰρ καὶ γνώμονα καὶ τὰ δυώδεκα μέρεα τῆς ἡμέρης παρὰ Βαβυλωνίων ἔμαθον οἱ Ἕλληνες». Ομως η λέξη ώρα δεν αναφέρεται. Οι Αλεξανδρινοί και οι Ρωμαίοι ήταν εκείνοι που καθιέρωσαν την ελληνική λέξη “ώρα” για τον προσδιορισμό του χρονικού διαστήματος έτσι όπως το ορίζουμε σήμερα.

Ο Ρόδιος Ίππαρχος το 140π.Χ. είχε προτείνει πρώτος να χωριστεί η μέρα σε 24 ίσα μέρη ή ώρες, όμως οι άνθρωποι μέχρι και το 1300μ.Χ. επέμειναν να μετράνε άνισα τις ώρες, ανάλογα με την ανατολή και τη δύση και διαιρώντας το μεσοδιάστημα με “διχοτόμο” το μεσημέρι. Πολλοί αναρωτιώνται γιατί οι Έλληνες ακολούθησαν το 12ωρο των Βαβυλωνίων, δηλαδή δώδεκα ώρες τη μέρα και 12 ώρες τη νύχτα. Δεν ήταν πιο απλό να είναι δέκα οι ώρες, όσες και τα δάχτυλα;

Μια λογική ερμηνεία είναι ότι δεν ήθελαν μόνον 10 ώρες, επειδή τότε αυτές θα είχαν μεγάλη διάρκεια το καλοκαίρι, ενώ παρά τη χαλαρότητα της εποχής, χρειάζονταν στην πράξη μικρότερες υποδιαιρέσεις του χρόνου. Μια άλλη σκέψη είναι ότι τις αντιστοιχούσαν στους δώδεκα θεούς, όμως δεν υπάρχουν κείμενα που να τεκμηριώνουν αυτή την εκδοχή. Η πιο λογική ερμηνεία είναι ότι οι Έλληνες εμπειρικά έβλεπαν ότι αυτές οι 12 ώρες ήταν ο μέσος όρος που “έβγαινε” από την μεγάλη διάρκεια της ημέρας το καλοκαίρι (15 ώρες) και την πολύ μικρότερη το χειμώνα (10 ώρες).

Αυτή η εξήγηση φαίνεται πιο βάσιμη από τη θεωρία ότι οι Βαβυλώνιοι είχαν αναγνωρίσει 12 αστερισμούς στο ζωδιακό κύκλο ή από την θεωρία των τριών φαλάγγων σε κάθε δάχτυλο, που προτείνουν άλλοι μελετητές, χωρίς κι αυτή να στερείται αξιοπιστίας. Η παλάμη του χεριού ήταν μέτρο για πολλά στην Αθήνα. Ως προς τον υπολογισμό του χρόνου, μετά το μεσημέρι έβαζαν οριζόντια την παλάμη τους ανάμεσα στον ήλιο και τον ορίζοντα και λογάριαζαν πόσες ώρες ακόμη θα έχουν φως ανάλογα με το πόσα δάχτυλα απείχε ο ήλιος από την δύση. Η μέρα χωριζόταν στα 12 από το χάραμα μέχρι τη δύση του ηλίου, και η διάρκεια κάθε ώρας διέφερε ανάλογα με την εποχή. Στις έξι -επτά έτρωγαν συνήθως το βραδινό τους το χειμώνα και σχετικά νωρίς, έπεφταν για ύπνο.

Το γιουχάισμα των αστρονόμων

Τη νύχτα οι Αθηναίοι διάβαζαν επίσης την ώρα στον ουρανό, ανάλογα με τη θέση του φεγγαριού και των αστερισμών ή πάλι με κλεψύδρες. Για τους περίπλοκους υπολογισμούς των αστρονόμων της εποχής, όμως, βλέπουμε ότι ο Αριστοφάνης το 414 π.Χ. χλεύαζε τον Μέτωνα ως αγύρτη. Στις Εκκλησιάζουες αναφέρει ειρωνικά ότι «οι Αθηναίοι κοιτάνε τη σκιά τους για να πάνε σε κάνα συμπόσιο» και στις ΄Ορνιθες κοροϊδεύει ανοιχτά τον εξαιρετικό μαθηματικό και αστρονόμο Μέτωνα.

Αυτό ίσως δείχνει πόση εκτίμηση είχαν στον επιστημονικό υπολογισμό της ώρας οι Αθηναίοι. «Να γεωμετρήσω θέλω τον αέρα και να σας τον χωρίσω στρέμμα στρέμμα», λέει ο Μέτων και ο ήρωας του απαντά «Δεν καταλαβαίνω», ενώ εκείνος συνεχίζει: «Και θα μετρήσω μ᾽ ένα χάρακα ίσιο που θα εφαρμόσω, κι έτσι θα σου γίνει τετράγωνος ο κύκλος, και στη μέση θα ᾽ναι η αγορά». «Σωστός Θαλής, ο κύριος Μέτων», ειρωνεύεται ο Πεισθέταιρος. «Σε συμπαθώ, να ξέρεις, αλλά μαζέψου για το καλό σου».

Ο Μέτων απορεί από τι κινδυνεύει. Από κάποιο κίνημα ή ταραχή μήπως όωπς στη Σπάρτη; Ο Πεισθέταιρος του λέει ότι και στην Αθήνα πέφτει ξύλο και ότι είναι ομόφωνη η απόφαση να δέρνουν τους αγύρτες. «Δεν ξέρω κιόλας αν θα προφτάσεις· οι ξυλιές κοντά είναι» λέει και τον χτυπάει: «Σου το ᾽χα πει, καημένε. Μπρος! Τρέξε αλλού, τα μέτρα σου να λάβεις.» Μπορεί βέβαια ο Αριστοφάνης να ήθελε να χαϊδέψει τα αυτιά του αμόρφωτου θεατή και ίσως οι καλλιεργημένοι Αθηναίοι να εκτιμούσαν τον Μέτωνα. Ουσιαστικά τον λαό τον ζάλιζαν οι επιστημονικές ορολογίες και δεν καταλάβαινε γιατί έπρεπε να εγκαταλείψει την δοκιμασμένη και απλή μέθοδο της σκιάς του ή της κλεψύδρας.

Ο Τίμων ο Φλιάσιος, πιθανόν γύρω στο 270π.Χ. σε έναν λίβελο από τον οποίο έχουν σωθεί μόνον 170 αράδες (τις οποίες δυστυχώς δεν βρήκαμε σε καμία ελληνική βιβλιοθήκη) περνάει από γενεές δεκατέσσερις πολιτικούς, φιλοσόφους αλλά και επιστήμονες. Στο έργο του “Σιλλοί” βρίζει έναν φιλόσοφο ως “λαβάργυρο ωρολογητή», αφήνοντας να εννοηθεί ότι ήταν ποταπό κάποιοι να πληρώνονται με την ώρα.

Κάποιοι θωρούν ότι υπήρχε επάγγελμα ωρολογητή, όμως αυτή η λέξη απαντάται μόνον άπαξ στο συγκεκριμένο έργο. Αυτό δεν αποκλείει να υπήρχαν και επαγγελματίες με υδραυλικά ρολόγια “πειραγμένα”, οι οποίοι πληρώνονταν κυρίως από δικηγόρους ή ρήτορες για να λένε ότι η ομιλία κράτησε πιο πολύ και ο σοφιστής δικηγόρος πρέπει να αμειφθεί για περισσότερες ώρες.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι