Πώς οι Μικρασιάτες πρόσφυγες μεταμόρφωσαν την Θεσσαλονίκη
22/10/2023Η Θεσσαλονίκη υπήρξε ένας από τους βασικούς χώρους εγκατάστασης των αστών προσφύγων, μαζί με την Αθήνα και τον Πειραιά. Λίγους μήνες πριν την καταστροφή της Σμύρνης και το δραματικό τέλος της Μικρασιατικής εκστρατείας, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες στην πόλη ανέρχονταν σε 60.000 άτομα. Μεγάλο μέρος αυτού του προσφυγικού πληθυσμού προερχόταν από τον Πόντο και τον Καύκασο.
Με τη Μικρασιατική Καταστροφή δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες από την Ιωνία θα κατακλύσουν τη Θεσσαλονίκη και λίγο αργότερα θα αρχίσουν να καταφθάνουν οι ανταλλάξιμοι ελληνικοί πληθυσμοί από Πόντο, Καππαδοκία, καθώς και οι αιχμάλωτοι των κεμαλικών. Μεγάλη εγκατάσταση αγροτικών προσφυγικών πληθυσμών υπήρξε σ’ όλη την περιοχή που καταλαμβάνει ο σημερινός νομός Θεσσαλονίκης μαζί με το Κιλκίς.
Στον οικιστικό χώρο της Θεσσαλονίκης εγκαταστάθηκαν περί τους 120.000 πρόσφυγες, ενώ αναχώρησαν για την Τουρκία ως “ανταλλάξιμοι” 25.000 μουσουλμάνοι. Εκτιμάται ότι περί τους 40.000 πρόσφυγες στεγάστηκαν στα μουσουλμανικά ανταλλάξιμα οικήματα. Το 1928 οι πρόσφυγες αποτελούσαν το 47,8% του πληθυσμού, ενώ οι “γηγενείς” χριστιανοί και Εβραίοι το 36,1% και οι μετανάστες από διάφορα μέρη της Ελλάδας το 16,1%.
Ως απόρροια του προσφυγικού προβλήματος η έκταση της πόλης αυξήθηκε εκρηκτικά. Από 700 εκτάρια που καταλάμβανε το 1913 έφτασε τα 1500 εκτάρια το 1928. Συνολικά οι προσφυγικοί οικισμοί της Θεσσαλονίκης δημιουργήθηκαν σε 600 εκτάρια έως το 1928 και σε άλλα 500 στη συνέχεια. Στην περιφέρεια της πόλης η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων ίδρυσε το 1926 75 αγροτικούς οικισμούς με 37.500 κατοίκους. Την ίδια εποχή στον ευρύτερο χώρο της Κεντρικής Μακεδονίας διατέθηκαν 359 εκτάρια για τη δημιουργία 509 νέων αγροτικών οικισμών.
Οι οικιστικές επιπτώσεις
Η Βίλμα Χαστάογλου γράφει για τις οικιστικές επιπτώσεις του προσφυγικού φαινομένου στην πόλη της Θεσσαλονίκης: «Η έλευση των προσφύγων συσσώρευσε βαρύτατα προβλήματα στην ήδη δοκιμαζόμενη πόλη, όπου τα έμπεδα των πυροπαθών του 1917 δεν είχαν ακόμα διαλυθεί. Οι έκτακτες συνθήκες που δημιουργήθηκαν περιγράφονται στην ετήσια έκθεση της Αμερικανικής Επιτροπής Περιθάλψεως για την κατάσταση των προσφύγων το 1923. Σύμφωνα με τα στοιχεία της, 110.000 πρόσφυγες στεγάζονταν σε επιταγμένα δωμάτια, στους έξι περίχωρους καταυλισμούς –στο λοιμοκαθαρτήριο του Μικρού Καρά-Μπουρνού, στο αγγλικό νοσοκομείο του Χαριλάου, στον καταυλισμό του Λεμπέτ (σ.τ.σ. Ευκαρπία και Σταυρούπολη) και στο αγγλικό νοσοκομείο του Χαρμάνκιοϊ (σ.τ.σ. Εύοσμος και Ελευθέριο) αλλά και σε 116 σημεία μέσα στην πόλη.
»Κατά το 1922 μόνο 270.000 πρόσφυγες διακινήθηκαν από τη Θεσσαλονίκη προς τη μακεδονική ενδοχώρα. Σκηνές και παράγκες κατέκλυσαν το αστικό τοπίο, την καμένη περιοχή του κέντρου (οι μελλοντικές πλατείες Δικαστηρίων και Ναυαρίνου), δρόμους, πλατείες και αδόμητους χώρους, συγκροτώντας αυτοσχέδιους μικρούς “συνοικισμούς” οι οποίοι επιβίωσαν ενίοτε έως τις μεταπολεμικές δεκαετίες – όπως η Αγία Φωτεινή».
Κάποιοι από τους συνοικισμούς που ιδρύθηκαν από την Επιτροπή Αποκατάστασης των Προσφύγων ήταν ημιαγροτικού χαρακτήρα όπως οι Αρετσού, Νέα Κρήνη, Νέα Ευκαρπία, Νέο Κορδελιό, Νέα Μενεμένη, Νέα Βάρνα κ.ά. Άλλοι ήταν καθαρά αστικοί όπως οι Συκιές και Νέα Μαλακοπή. Αστικούς συνοικισμούς δημιούργησε η Πρόνοια όπως τους Βότση (πρώην Κάμπελ), Καλαμαριά, Καραμπουρνάκι, Πολίχνη, Σταυρούπολη, Ελευθέριο, Τούμπα, Τριανδρία, Καλλιθέα, Νεάπολη, Αμπελόκηποι, κ.ά.
Ο πολιτικός προσανατολισμός των προσφύγων
Οι πρόσφυγες δημιούργησαν και οικοδομικούς συνεταιρισμούς για να καλύψουν τα κενά και τις ανεπάρκειες του κρατικού προγράμματος αποκατάστασης. Οι συνεταιρισμοί αυτοί ίδρυσαν συνοικισμούς, όπως τις Σαράντα Εκκλησιές και το Βυζάντιο. Υπήρξαν επίσης και αυθαίρετοι οικισμοί όπως η Αγία Φωτεινή, η Ευαγγελίστρια, ο Άγιος Παύλος, η Ακρόπολη. Ο συνοικισμός Χαριλάου, όπως και της Αναγέννησης στην οδό Λαγκαδά και του Αγίου Νικολάου στο Καραμπουρνάκι αποτελούν δείγματα καθαρής ιδιωτικής προσφυγικής επιχειρηματικής δημιουργίας.
Η έλευση των προσφύγων στη Θεσσαλονίκη θα μεταβάλει όλες τις έως τότε σταθερές της πόλης. Η ενόχληση του γηγενούς πληθυσμού (χριστιανικού και εβραϊκού) θα αποτυπωθεί στην απουσία ουσιαστικής μέριμνας και αλληλεγγύης για τους απόκληρους που οι πόλεμοι πέταξαν σ’ αυτή τη γωνιά της Βαλκανικής. Η αντίθεση των γηγενών προς τους πρόσφυγες σύντομα θα ενισχύσει τη διαμόρφωση κάποιων κοινών στοιχείων στους εξαιρετικά πολιτισμικά ανόμοιους προσφυγικούς πληθυσμούς, οι οποίοι θα μοιράζονται μια κοινή μοίρα και θα αναγνωρίζονται μεταξύ τους με την ιδιότητα του “πρόσφυγα”.
Στοιχείο που θα ενισχύσει τις αντιθέσεις μεταξύ των “ντόπιων” και των προσφύγων θα είναι επίσης και ο εμπορικός ανταγωνισμός στην αγορά της Θεσσαλονίκης, όπου κυριαρχούσαν οι Εβραίοι. Σε πολιτικό επίπεδο οι πρόσφυγες θα παραμείνουν προσηλωμένοι στον αντιμοναρχικό φιλελευθερισμό. Μετά την παραχώρηση των περιουσιών των προσφύγων στο τουρκικό κράτος με το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας και συνεργασίας που υπέγραψε ο Βενιζέλος με τον Μουσταφά Κεμάλ, τον σφαγέα της Σμύρνης, αρκετοί πρόσφυγες στραφήκαν προς την Αριστερά.
Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 η προσφυγική ομάδα είχε καταλάβει την ηγεσία στο Κομμουνιστικό Κόμμα και με τον Ανδρόνικο Χαϊτά είχε πάρει και τη Γενική Γραμματεία. Θα υπάρξει και μικρή συμμετοχή των προσφύγων σε εθνικιστικές οργανώσεις, όπως αυτή των 3Ε, η οποία ευθύνεται για το αντιεβραϊκό πογκρόμ στο συνοικισμό του Κάμπελ.
Η ενίσχυση της Αριστεράς και η ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων θα δημιουργήσει την πρώτη ώσμωση μεταξύ των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων της πόλης. Η εργατική εξέγερση του Μάη του 1936 θα αποτελέσει την πρώτη κοινή εκδήλωση ταξικής ενότητας και υπέρβασης των έως τότε διαχωρισμών.
Η στάση του Μεταξά
Όσον αφορά τη συμπεριφορά της εξουσίας, μπορούμε να διακρίνουμε τα εξαιρετικά αντιπροσφυγικά συναισθήματα που διακατείχαν το μοναρχικό συντηρητικό χώρο. Κορύφωση αυτής της συμπεριφοράς θα αποτελέσουν οι ενέργειες του Ιωάννη Μεταξά, μετά την κήρυξη της δικτατορίας του. Η αντιπροσφυγική στάση του Μεταξά θα αποτυπωθεί ξεκάθαρα το 1938, όταν θα δωρίσει στο τουρκικό κράτος το σπίτι στη Θεσσαλονίκη, όπου υποτίθετο ότι γεννήθηκε ο Μουσταφά Κεμάλ και στην καρδιά της “πρωτεύουσας των προσφύγων”, δηλαδή των θυμάτων του τουρκικού εθνικισμού, θα μετονομάσει την Οδό Αποστόλου Παύλου σε Οδό Κεμάλ Ατατούρκ.
Σε πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Ελεύθερον Βήμα, (12-11-1938), με τίτλο “Το πένθος δια τον θάνατον του Κεμάλ Ατατούρκ. Εκδηλώσεις ελληνικής θλίψεως”, εκτός από τα ιδιαιτέρως συγκινητικά συλλυπητήρια του Ιωάννη Μεταξά, περιέχεται και μια ιδιαιτέρως κολακευτική βιογραφία του Ισμέτ Ινονού, ανακοινώνεται η επικείμενη μετονομασία της οδού. Τα αντιπροσφυγικά συναισθήματα του Ιωάννη Μεταξά θα είναι τόσο έντονα ώστε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του θα απαγορεύσει το ρεμπέτικο και τις μελωδίες της Ανατολής.
Ανατροπή των ισορροπιών
Η δεκαετία του 1940 θα είναι μια δεκαετία πλήρους ανατροπής των ισορροπιών. Η κύρια αντίθεση μεταξύ προσφύγων και γηγενών θα αντικατασταθεί από τη σύγκρουση Δεξιάς-Αριστεράς. Οι κοινότητες των προσφύγων, που μέχρι τότε ήταν κατά κύριο λόγο βενιζελικές με κάποιες εντάξεις στην Αριστερά, θα διχαστούν. Στα νέα πολιτικά σχήματα θα συναντήσουν τους παλαιούς τους γηγενείς αντιπάλους και θα δομήσουν νέες ταυτότητες που θα συμπληρώνουν τις παλιές.
Η πρώτη ουσιαστική διαφοροποίηση του προσφυγικού λόγου, η ρήξη με το κλίμα συναίνεσης που είχε δημιουργηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες με τον τρόπο που προαναφέρθηκε και η αμφισβήτηση των κυρίαρχων ερμηνειών (τόσο των καθεστωτικών όσο και αυτών της Αριστεράς) θα εμφανιστεί στα μέσα της δεκαετίας του 1980, θα οδηγήσει σε μια προσπάθεια ανασυγκρότησης της προσφυγικής μνήμης και στη διατύπωση του αιτήματος για την αναγνώριση της γενοκτονίας από τον τουρκικό εθνικισμό.
Αλλά με το θέμα αυτό ερχόμαστε στις σύγχρονες κοινωνικές εκφράσεις, στις νέες ιδεολογικές συγκρούσεις και στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αποκρυπτογράφηση διαδικασιών που σχετίζονται με τους τρόπους ανακατασκευής του παρελθόντος χρόνου και την ανάδειξη εκείνων των παραμέτρων που ευνοούνται από τη σημερινή συγκυρία.