Στο Βυζάντιο την Πρωτοχρονιά και τα Θεοφάνεια
01/01/2025Τη μνήμη του Αγίου Βασιλείου τιμούσε την πρώτη του Νέου Έτους στο Βυζάντιο όχι μόνο ο λαός, αλλά και ο αυτοκράτορας, τόσο με την παρουσία του στη λειτουργία του επισκόπου Καισαρείας, η οποία τελούνταν στον αφιερωμένο σε εκείνον ναό του περιβόλου του παλατιού, όσο και με τη μετάβασή του στον ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου και της Αγίας Σοφίας, όπου γινόταν ο επίσημος εορτασμός.
Μετά τον εκκλησιασμό της Πρωτοχρονιάς προς τιμήν του Αγίου Βασιλείου, ο ”βασιλέας” της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας παρέθετε επίσημο γεύμα στην αίθουσα υποδοχής του “Ιερού Παλατίου” προς τιμήν των ανώτατων λειτουργών του κράτους (μαγίστρων, πατρικίων και συγκλητικών), αλλά και ξένων (μεταξύ των οποίων ο άρχων της Αρμενίας σε μόνιμη βάση), οι οποίοι του πρόσφεραν πλούσια δώρα με σύμβολα των χωρών τους.
Προεόρτια της πρώτης του Νέου Χρόνου, φυσικά, όλοι οι Βυζαντινοί διαταξιακά ακολουθούσαν τα παραδοσιακά (ρωμαϊκής προέλευσης) έθιμα. Στόλιζαν τις πόρτες των σπιτιών τους με κλαδιά δάφνης, ελιάς, λεπτοκαρυάς (φουντουκιάς) ή λουλουδένια στεφάνια. Αντάλλασσαν χρηματικά δώρα, καρπούς, γλυκίσματα και ευχές, ενώ αντάμειβαν γενναιόδωρα τα παιδιά μετά το καλάντισμά τους με επιπλέον νομίσματα. Και επειδή υπήρχε η αντίληψη ότι – αν πήγαινε εύθυμα και χαρούμενα η πρώτη μέρα, θα πήγαινε κατ’ ευχήν η Νέα Χρονιά – γι’ αυτό πρόσεχαν ποιον θα βάλουν στο σπίτι τους για ποδαρικό την 1η Ιανουαρίου, ώστε να τους φέρει καλοτυχία η νέα χρονιά.
”Αποκόμβια” για το λαό
Πέραν αυτού, φρόντιζαν να ευθυμούν και να χαίρονται με πλούσια γεύματα, χορούς και μεταμφιέσεις διατηρώντας προλήψεις παλαιικές και διαιωνίζοντας θεσμούς που ίσχυαν μέχρι τότε. Ένας από αυτούς ήταν ο θεσμός της υπατείας, ρωμαϊκής προέλευσης. Στην αρχαία Ρώμη, σημειωτέον, ο ύπατος (consul) αναγορευόταν σε ανώτατο άρχοντα (αξιωματούχο) κατά τα χρόνο της θητείας του, ενώ στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποκτούσε – ως υψηλόβαθμο κρατικό στέλεχος – διευρυμένες αρμοδιότητες: διοικητικές (διοικητής βυζαντινού Θέματος), νομοθετικές, θρησκευτικές, δικαστικές, μέχρι και στρατιωτικές (διοικητής στρατού, λόγου χάρη).
Την Πρωτοχρονιά, ωστόσο, στο Βυζάντιο ο ύπατος αποκτούσε και έναν άλλο ρόλο. Μοίραζε ”αποκόμβια” στον κόσμο, δηλαδή σακουλάκια με χρήματα στον λαό (χρυσά μέχρι τον Ιουστινιανό Α’ και μετά αργυρά νομίσματα), κάτι παρόμοιο με αυτό που έκανε με τις τουρκικές λίρες – μετά τους διπλούς φονικούς σεισμούς της 6ης Φεβρουαρίου του ’23 – ο… συνεχιστής του Βυζαντίου (όπως θεωρεί τον εαυτό του) Πρόεδρος της Τουρκίας στις ανατολικές, σεισμόπληκτες περιοχές της.
Όσο πλησίαζαν τα Θεοφάνεια…
Δυο μέρες μετά την Πρωτοχρονιά, τα βυζαντινά έθιμα του Αγίου Δεκαημέρου έπαιρναν την κατηφοριά προς τη λήξη τους, όσο πλησίαζαν τα Θεοφάνεια (6 Ιανουαρίου), με τα τελευταία μεγαλοπρεπή συμπόσια του αυτοκράτορα στο παλάτι και τα τυχερά παιχνίδια των… κοινών θνητών. Με τις ιπποδρομίες προπάντων της 3ης Ιανουαρίου (οπότε άρχιζαν οι ιππικοί αγώνες), που έδιναν ξεχωριστό χρώμα στις Καλένδες οι οποίες κρατούσαν τις πέντε ή επτά πρώτες μέρες κάθε μήνα.
Από εκεί κι ύστερα, ο κόσμος είχε πρώτο θέμα συζήτησης το τελευταίο μεγαλοπρεπές συμπόσιο του παλατιού, όπου ήταν καλεσμένοι όλοι οι συγκλητικοί (συμπεριλαμβανομένων των προέδρων των Βένετων και των Πράσινων) και δίνονταν παραστάσεις με αυλητές (βλ. ”Γοτθικόν”) από μεταμφιεσμένους μίμους προς τιμήν των προσκεκλημένων, για να ακολουθήσει το μοίρασμα δώρων απ’ τον αυτοκράτορα σε Βυζαντινούς και Γότθους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης.
Γότθους που ξεχώριζαν όχι μόνο για την παραδοσιακή παρουσία τους (γούνες φορεμένες ανάποδα, με ασπίδα στο ένα χέρι και βέργα στο άλλο), αλλά και για τις ευχές τους στα λατινικά προς τον βασιλέα του Βυζαντίου, ο οποίος τις άκουγε χαμογελαστός, όπως και εκείνες των ισχυρών επικεφαλής των δήμων (ομάδων) της Ανατολής, οι οποίοι κορύφωναν τις ευχές τους με το ”Πολυχρόνιον”: ”Πολυχρόνιον ποιήσαι ὁ Θεός τήν ἁγίαν βασιλείαν σας!” (μαρτυρία Βυζαντινού γραμματικού [συγγραφέα-ποιητή] Ιωάννη Τζέτζη, 12ο; αι.).
Ρερουρέμ, χαίρε Πρόδρομε!
Ο νέος χρόνος κυλούσε γοργά στο αυλάκι της βυζαντινής παράδοσης και έφτασε ήδη η μεγάλη γιορτή της Θείας Βάπτισης του Χριστού μας (6 Ιανουαρίου). Τα Θεοφάνεια στο Βυζάντιο τελούνταν πάντα με μεγάλη λαμπρότητα παρουσία του αυτοκράτορα (ενδεδυμένου στα ολόλευκα και τα χρυσά), των αυλικών και των συγκλητικών, που παρευρίσκονταν στον καθαγιασμό των υδάτων με το επίσημο ένδυμα φορώντας τα εμβλήματά τους. Καθαγιασμό που λάμβανε χώρα στον Ιερό Ναό του Αγίου Στεφάνου ή την Αγία Σοφία, όπου ο αυτοκράτορας μετέβαινε εν πομπή σε στρωμένους με τάπητες δρόμους (αρμοδιότητα του έπαρχου της Κωνσταντινούπολης) και τον λαό να παραληρεί κατά την επιστροφή του στο παλάτι (όπου θα παρέθετε επίσημο γεύμα αργότερα στην τράπεζα των επισήμων, γνωστή ως ”Αίθουσα των Δεκαεννέα Ακκουβιτών”) επευφημώντας τον με το ”Πολυχρόνιον ποιῆσαι ὁ Θεὸς τὴν Βασιλείαν”.
Οι ίδιοι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης του Βυζαντίου ήταν παρόντες, εκτός απροόπτου, και στην παρέλαση της επομένης, υπεύθυνος για την οποία ήταν και πάλι ο έπαρχος (κυβερνήτης) της Πόλης, ο οποίος φρόντιζε να την παραδώσει καθαρή και στολισμένη, έχοντας στρωμένες τις κεντρικές οδούς της με πριονίδι, δάφνες, μυρσίνες και πευκόκλαδα.
Το Άγιο Δωδεκαήμερο όδευε προς το τέλος του. Οι εορτασμοί, τα γλέντια, οι μεταμφιέσεις και οι ιστορίες με τους καλικαντζάρους (δαιμόνια εύθυμα και άτακτα που επέστρεφαν άπρακτα στα έγκατα της γης, απ’ όπου βγήκαν) έπαιρναν τέλος και το μόνο που έμενε στον αέρα της Βασιλεύουσας ήταν ο μελωδικός απόηχος απ’ τα βυζαντινά Κάλαντα των Φώτων:
«Από της ερήμου ο Πρόδρομος ήλθε του βαπτίσαι τον Κύριον. Ερουρέμ, ερουρέμ, έρου, ρέρου, ρερουρέμ, χαίρε Πρόδρομε. Βασιλέα πάντων εβάπτισε εις τον Ιορδάνην ο Πρόδρομος. Ερουρέμ, ερουρέμ, έρου,ρέρου, ρερουρέμ, χαίρε Πρόδρομε. Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε, τάξεις των Αγγέλων ευφραίνεσθε. Ερουρέμ, ερουρέμ, έρου, ρέρου, ρερουρέμ, χαίρε Πρόδρομε. Δέξου Ιορδάνη τον Κτίστην σου πριν αναχαιτίσεις τα ύδατα. Ερουρέμ, ερουρέμ, έρου, ρέρου, ρερουρέμ, χαίρε Πρόδρομε. Εις τον Ιορδάνην βαπτίζεται υπό Ιωάννου ο Κύριος. Ερουρέμ, ερουρέμ, έρου, ρέρου, ρερουρέμ, χαίρε Πρόδρομε!».
Χρόνια Πολλά! Καλή Χρονιά!