Τα καπετανάτα στην Ελληνική Επανάσταση

Τα καπετανάτα στην Ελληνική Επανάσταση, Γιώργος Μαργαρίτης

Ένας καλός τρόπος για να κατανοήσουμε τους μηχανισμούς της Ελληνικής Επανάστασης είναι να την συγκρίνουμε με παρόμοια γεγονότα που συνέβησαν σε μικρή χρονική απόσταση από αυτήν. Τα γεγονότα αυτά δεν λείπουν, δεν είναι σπάνια αν και, συνήθως, τα μεγέθη και οι προδιαγραφές διαφέρουν. Με μικρή διαφορά χρόνου έχουμε πάντως την Αμερικανική Επανάσταση και τον συνακόλουθο αγώνα της Ανεξαρτησίας, την Γαλλική Επανάσταση και τους πολέμους που την ακολούθησαν, τις επαναστάσεις της Λατινικής Αμερικής και τις μακρόχρονες συγκρούσεις με την Ισπανία και την Πορτογαλία.

Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες ως προς τα χαρακτηριστικά τους, θα επιλέξω όμως, με το δικαίωμα που μου δίνει η ανάγκη της σύγκρισης, ένα μόνο τομέα στα χαρακτηριστικά αυτά. Ο τομέας αυτός αφορά τόσο την φάση της επαναστατικής εξέγερσης, όσο και την φάση της προάσπισης της νέας επαναστατικής εξουσίας απέναντι στην μαχητική επάνοδο των εχθρών της.

Να το εξηγήσω λίγο αυτό. Η κάθε Επανάσταση χωρίζεται, μπορούμε να ισχυριστούμε, σε δύο φάσεις. Η πρώτη αφορά την καταστροφή του προηγούμενου καθεστώτος, είναι η περίοδος της εξέγερσης και της, αν θέλετε, αποδόμησης του υπάρχοντος, της καταστροφής. Όταν η φάση αυτή ολοκληρωθεί τότε οι προθέσεις και οι ανάγκες αλλάζουν φορά. Τώρα πρέπει να οικοδομηθεί το νέο, η νέα πολιτική εξουσία, οι νέες κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις, το νέο καθεστώς.

Συνήθως ετούτη η διαδικασία γίνεται κάτω από πίεση. Οι επαναστάσεις, για να φιλοσοφήσουμε λίγο, έχουν πολλούς φίλους, έχουν όμως πολύ περισσότερους εχθρούς. Οι τελευταίοι αργά ή γρήγορα βρίσκουν τρόπο να αντεπιτεθούν και να επιζητήσουν την επάνοδο στην προηγούμενη τάξη του κόσμου. Για το λόγο αυτό οι Επαναστάσεις είναι συνδεμένες -πάντοτε σχεδόν- με τον πόλεμο.

Πόλεμος και στρατός

Ο πόλεμος είναι ένα άλλο μέγεθος. Για να συμβεί χρειάζεται μηχανισμούς κρατικής υπόστασης και υφής και ο πρώτος από αυτούς είναι ο στρατός. Για να υπάρξει στρατός χρειάζεται κράτος: καταγραφή των πολιτών, φορολογία, συγκέντρωση των πλεονασμάτων και επένδυσή τους στον κοινό στόχο. Χωρίς στρατό, πόλεμος δεν μπορεί να γίνει. Έτσι λοιπόν το νέο επαναστατικό καθεστώς βρίσκεται μπροστά στο σύνθετο, ζωτικό και επείγον ζήτημα της δημιουργίας στρατιωτικού εργαλείου. Ο τρόπος που το επιδιώκει και το υλοποιεί αυτό είναι αποκαλυπτικός για την ουσία, το περιεχόμενο, την κοινωνική και την πολιτική εμβέλεια, αν προτιμάτε, μιας Επανάστασης.

Σε αυτό το πεδίο διακρίνουμε μια ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στα όσα συμβαίνουν στην Ελληνική Επανάσταση και στα όσα συμβαίνουν στις άλλες σύγχρονές της αντίστοιχες. Στις τελευταίες το πρόπλασμα για τη δημιουργία στρατιωτικού μηχανισμού υπάρχει –ως εργαλείο– στην πρώτη φάση, εκείνη της εξέγερσης. Πρόκειται χονδρικά για αυτό που συμβατικά ονομάζουμε πολιτοφυλακές, χωρίς ο όρος να έχει παντού και πάντα όμοια χαρακτηριστικά. Χονδρικά πρόκειται για σχηματισμούς όχι πολύ οργανωμένους, όχι πολύ άναρχους, στο πλαίσιο των οποίων στρατεύονται εθελοντικά ή διαμέσου ποικίλων οργανωτικών σχημάτων -Εταιρείες, αδελφότητες, συντεχνίες κλπ- πλήθη ανθρώπων, “πολιτών” πλέον μετά την ένταξή τους στα σχήματα αυτά.

Τέτοιου είδους μάχιμα τμήματα διακρίνονται στην Αμερικανική Επανάσταση, οπωσδήποτε στην Γαλλική αντίστοιχη, ενώ αποτελούν μια σταθερά στις Λατινοαμερικανικές εξεγέρσεις. Δεν πρόκειται για στρατό αν και ενίοτε μπορούν να πετύχουν –όταν βρίσκονται στον χώρο τους ειδικά– αξιοσημείωτα στρατιωτικά αποτελέσματα. Η Βαστίλη στα 1789 και προπαντός ο Κεραμεικός στα 1792, μπορούν να μαρτυρήσουν για αυτό.

Ο “Continental Army” (δεν βρήκα τρόπο να το μεταφράσω αυτό χωρίς να χαλάσω το νόημά του) του Γεωργίου Ουάσιγκτον θεμελιώθηκε πάνω στις Πολιτοφυλακές των Αποικιών (μετέπειτα Πολιτειών) και στο εσμό των εθελοντών που αυτές γύρω τους δημιούργησαν. Οι Χούντες της Λατινικής Αμερικής στήριξαν το θράσος τους απέναντι στο ισπανικό Στέμμα αρχικά πάνω στις πολιτοφυλακές των αποικιακών πρωτευουσών τους. Φυσικά σε όλες αυτές τις περιπτώσεις –ιδιαίτερα στην τελευταία– χρειάστηκε η επικουρία πιο “επαγγελματικών” στρατευμάτων για να πετύχει το βαρύ έργο της θεμελίωσης της Επανάστασης.

Οι ένοπλοι σχηματισμοί του 1821

Στην Ελληνική Επανάσταση σπανίζουν οι ανάλογες καταστάσεις και στην φάση της εξέγερσης και, το σημείο αυτό είναι πιο ενδιαφέρον, στην φάση της προάσπισης της επαναστατικής εξουσίας. Για να πιάσουμε το νήμα από την αρχή η Ελληνική Επανάσταση κληρονόμησε από το οθωμανικό καθεστώς ψήγματα μόνο κρατικού μηχανισμού με τη μορφή, κυρίως, ενόπλων σχηματισμών. Επιγραμματικά μπορούμε να αναφέρουμε τέσσερεις τέτοιες κατηγορίες, με τη σειρά που εμφανίστηκαν στην ιστορία της Επανάστασης.

Τις στρατιωτικές δυνάμεις των Ηγεμονιών –Βλαχίας και Μολδαβίας– εκεί όπου ξεκίνησε την Επανάσταση ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, επενδύοντας ακριβώς στο γεγονός ότι εκεί υπήρχε οργανωμένη διοίκηση, φορολογικός μηχανισμός και στρατιωτικές δυνάμεις. Οι τελευταίες ήταν φυσικά μισθοφορικές, ένα άθροισμα εργολαβικών σωμάτων. Οι επικεφαλής τους ήταν συνήθως Έλληνες προερχόμενοι από το πολυάριθμο σώμα των Αρματωλών της Ρούμελης. Οι στρατιώτες ήταν σε μεγάλο ποσοστό Βούλγαροι, Σέρβοι ή Βλάχοι.

Οι αριθμοί τους ήταν σημαντικοί, ίσως τριάντα χιλιάδες στο σύνολο, η συνοχή τους όμως και η προσχώρησή τους, η νομιμοφροσύνη τους σε μια ριψοκίνδυνη πριγκηπική περιπέτεια, αμφίβολη. Ήταν στρατοί “δημόσιας τάξης”, τίποτε περισσότερο. Το γεγονός ότι στο Δραγατσάνι ο προερχόμενος από αυτά τα σώματα εντυπωσιακός σε μέγεθος –περίπου δέκα χιλιάδες πολεμιστές– στρατός του Υψηλάντη, ηττήθηκε και αποσυντέθηκε μετά την σύγκρουσή του με ένα αναγνωριστικό τμήμα ελαφρού ιππικού –800 ιππείς– του οθωμανικού στρατού μαρτυρεί τις μικρές δυνατότητες αυτών των δυνάμεων.

Τις ένοπλες ομάδες που διατηρούσαν οι Προεστοί της Πελοποννήσου, ένα είδος σωματοφυλακής, με καπετάνιους παλιούς κλέφτες και οπλαρχηγούς, τους Κάπους, και συγκρότηση από μισθοφόρους πολεμιστές. Οι ιδιωτικοί αυτοί στρατοί εξασφάλιζαν την ασφάλεια και το κύρος των Προυχόντων ήταν όμως εξαιρετικά ολιγάριθμοι, ακόμα και με την προσθήκη παλαιών Κλεφτών ή επαγγελματιών στρατιωτικών –ο Κολοκοτρώνης είναι η πλέον διάσημη των περιπτώσεων– που προσήλθαν από τα ησυχαστήριά τους ή από την εξορία τους στα Επτάνησα να ενταχθούν στα σώματα αυτά. Στην πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση, οι ένοπλοι των σογιών της Μάνης μπορούσαν να δώσουν σώματα εκατοντάδων πολεμιστών. Σώματα όμως ιδιαίτερα απείθαρχα και απαιτητικά ως προς την πληρωμή –με κάθε τρόπο– των υπηρεσιών τους.

Τους ιδιωτικούς στρατούς των Αρματωλών στην Ρούμελη. Οι ιδιωτικοί στρατοί των ισχυρών Αρματωλών μπορούσαν να φτάσουν επίσης τις εκατοντάδες πολεμιστών. Το δε άθροισμά τους έδινε εντυπωσιακά μεγέθη. Ήταν όμως ιδιωτικοί στρατοί δεμένοι με σχέσεις προσωπικές με τον εκάστοτε Αρματωλό-Καπετάνιο τους. Ο τελευταίος, όφειλε να τους πληρώνει τακτικά, να μην τους φθείρει ιδιαίτερα και να κάνει στραβά μάτια στα “τυχερά” τους – τα όσα δηλαδή διέπρατταν σε βάρος του πληθυσμού. Σε τελευταία ανάλυση τα σώματα αυτά, παρέμειναν αρχικά απασχολημένα στον πόλεμο ανάμεσα στην Πύλη και στον Αλή Πασά.

Τα πλοία και τα πληρώματα του στόλου των επαναστατημένων νησιών. Στην τελευταία αυτή περίπτωση έχουμε τον πιο ολοκληρωμένο πολεμικό μηχανισμό της Επανάστασης. Αν μη τι άλλο καθώς τα πληρώματα των πλοίων είναι οι μόνοι που γνωρίζουν την χρήση του πλέον εξελιγμένου όπλου της εποχής: του πυροβόλου. Τα πλοία, ήταν μεν εμπορικά, η απόσταση όμως που τα ξεχώριζε από τα μικρότερα των πολεμικών πλοίων της εποχής ήταν μικρή. Έμπορας ή όχι, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να επιβιώσεις στο Αιγαίο ή στη Μεσόγειο.

Αποτυχία της επιστράτευσης 

Τα παραπάνω στρατιωτικά σώματα, ακόμα και στην περίπτωση των πλοίων του στόλου, συγκροτούνταν πάνω σε μισθοφορική βάση. Ήταν ως εκ τούτου προσωπικοί –ιδιωτικοί θα λέγαμε– στρατοί άμεσα εξαρτημένοι από την δυνατότητα του επικεφαλής τους να τους μισθοδοτεί. Από αυτή την πλευρά τα πράγματα βρίσκονταν πολύ πιο κοντά στον πόλεμο του 17ου αιώνα –τον Τριακονταετή, λόγου χάρη– παρά στους πλησιέστερους χρονικά Ναπολεόντιους Πολέμους. Σε όλη τη διάρκεια του επαναστατικού αγώνα η λέξη που συνδέεται επίμονα με την συγκρότηση στρατού είναι μία και μόνο μία: ο μισθός.

Η ύπαρξη τέτοιου είδους ενόπλων σχηματισμών θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει τη βάση για τη δημιουργία Εθνικού Στρατού. Υπήρχε όμως για αυτό μια προϋπόθεση: να μπορεί το κράτος, η κυβέρνηση του κράτους, η κεντρική εξουσία να τους πληρώνει. Αλλά για να γίνει αυτό έπρεπε να δημιουργηθεί αξιόπιστος κρατικός μηχανισμός με βαρύ φορολογικό σύστημα για ν’ αρχίσουμε.

Για να έχουμε όμως τέτοιου είδος κρατικό μηχανισμό έπρεπε να υπάρχει κεντρική εξουσία με δυνατότητες. Οι δυνατότητες θα εκπορεύονταν από την στρατιωτική της δυνατότητα. Η οποία δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί διαμέσου του πλήθους ετούτων των προσωπικών-ιδιωτικών στρατιωτικών σωμάτων. Ετούτο το “Αυγό του Κολόμβου” βασάνιζε την Ελληνική Επανάσταση σε ολόκληρη την πολεμική της περίοδο. Το πρόβλημα απασχόλησε έντονα τους ηγέτες της Επανάστασης, ιδιαίτερα, στην πρώτη φάση τους Προεστούς της Πελοποννήσου.

Έγιναν προσπάθειες επιστράτευσης των αγροτικών πληθυσμών, με το καλό ή με το άγριο. Η αρχική επίμονη προσπάθεια να κηρυχθεί Ιερός Πόλεμος κατά των απίστων απέτυχε παταγωδώς. Ούτε ο Καλόγερος του Κολοκοτρώνη, ούτε οι πύρινοι λόγοι του Επισκόπου του Έλους έφεραν εθελοντές στα σώματα της Επανάστασης. Η χρήση δε των Μανιατών, ως ένα είδος στρατιωτικής αστυνομίας που θα οδηγούσε νέους επίστρατους στον πόλεμο, απέτυχε εξίσου. Οι Μανιάτες έτρεχαν από πολιορκία σε πολιορκία προσβλέποντας στο βιός των έγκλειστων μουσουλμάνων – αποδείχθηκαν πιο απείθαρχοι και από τους νεοστρατολογημένους αγρότες.

Ένα σημαντικό μέρος από την διάχυτη βία – την γενική θανάτωση των μουσουλμάνων, των Εβραίων ή και των “μεικτών” οικογενειών– στην αρχική φάση της Επανάστασης στόχευε στην εξυπηρέτηση της στρατολογίας. Οι χωρικοί που υποχρεώνονταν να θανατώσουν τους μουσουλμάνους ομολόγους τους πιστευόταν ότι θα καταταγούν στην συνέχεια στρατιώτες, φοβούμενοι την τιμωρία των Τούρκων. Ούτε αυτό απέδωσε.

Κανόνας οι ιδιωτικοί στρατοί

Τελικά, όντως το καλοκαίρι του 1821 η Επανάσταση κατόρθωσε να συγκροτήσει σημαντικά, ως προς τους αριθμούς, ένοπλα σώματα. Ήταν μια βραχύβια επιτυχία. Οι ένοπλοι συγκεντρώθηκαν μπροστά στα φρούρια και τα κάστρα του Μωριά, εκεί όπου είχαν κλειστεί οι μουσουλμάνοι. Εικοσιπέντε χιλιάδες ένοπλοι ή άοπλοι συγκεντρώθηκαν μπροστά στην Τριπολιτσά.

Ο συνδετικός ιστός αυτής της σύναξης ήταν η προσδοκία λαφύρων. Οι περιουσίες των μουσουλμάνων, τα σπίτια, τα ζώα τους, τα προικιά τους είχαν ήδη λεηλατηθεί και οι φήμες που ήθελαν τους πολιορκημένους πλούσιους σε κινητές αξίες – κοσμήματα, νομίσματα, τιμαλφή– αποτέλεσαν άριστο κάλεσμα για στράτευση. Τελικά όμως – ένα παράδοξο της ιστορίας αυτό– η συγκέντρωση αυτή ενόπλων αντί να οδηγήσει στην ανάδειξη μιας κεντρικής εξουσίας και δημιουργία εθνικού στρατού, υπονόμευσε και ακύρωσε τελεσίδικα αυτήν την προοπτική.

Η τρομερή έφοδος του πλήθους των ενόπλων στην πόλη, ο φόνος των κατοίκων της, η γενική διαρπαγή των υπαρχόντων τους και η ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης ματαίωσε τις διαπραγματεύσεις που απέβλεπαν στην ομαλή μεταβίβαση του πλούτου των εγκλείστων στους προύχοντες του Μωριά και στους ηγέτες της Επανάστασης σε τρόπο ώστε να αποκτήσουν οι τελευταίοι την υλική βάση για την συγκρότηση μιας ισχυρής κεντρικής εξουσίας.

Οι ένοπλοι σκόρπισαν με τα πενιχρά τους λάφυρα και στις επόμενες φάσεις του αγώνα η μισθοφορία και οι προσωπικοί στρατοί θα ήταν ο κανόνας στον ελληνικό πόλεμο για την ανεξαρτησία…

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι